Ο (ασφαλιστικός) λογαριασμός δε βγαίνει!

Κάθε φορά ακούμε από όλες τις πλευρές (ΔΝΤ, ΕΕ, εκάστοτε κυβέρνηση) και πριν και εν μέσω διαπραγμάτευσης πως δεν χωρούν άλλοι φόροι, πως πρέπει να υπάρξει ένα ορθό και σταθερό φορολογικό σύστημα, πως πρέπει να μειωθούν οι συντελεστές, πως οι τιμές πρέπει να πέσουν, πως πρέπει να εξορθολογήσουν τις δαπάνες, και τέλος πάντων μια μεγάλη σειρά από πολύ λογικά και σωστά επιχειρήματα. Και όταν έρχεται η «ώρα της κρίσης», η ώρα της συνεννόησης, της διαπραγμάτευσης και της ψήφισης, ξαφνικά όλες οι παραπάνω σκέψεις ξεχνιούνται και αφετηρία της συζήτησης είναι σκληρή και αδυσώπητη. Στη συνέχεια ψηφίζονται μέτρα με αύξηση συντελεστών, πρόσθετους φόρους, μείωση δικαιωμάτων, λιγότερο ευέλικτα συστήματα. 24% ΦΠΑ, χωρίς συζήτηση.
Bloomberg via Getty Images

Πώς γίνεται οι επιστήμονες και γενικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμα τους με τα επερχόμενα μέτρα; Σε ένα περιβάλλον πρωτόγνωρης ύφεσης, με το κόστος ζωής στα ύψη, πως είναι δυνατόν κανείς να εισπράττει, να αποδίδει φόρους και να καλύπτει τα ατομικά ή οικογενειακά του έξοδα;

Με τις υποτιθέμενες ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, που συνδυαστικά θα υπερβαίνουν το 1/3 του εισοδήματος του επαγγελματία (συνολικά περίπου 35%) , σε συνδυασμό με την φορολογική υποχρέωση (29% από το πρώτο ευρώ), την προκαταβολή φόρου, που από 75% φτάνει στο 100%, ΦΠΑ 23%, τέλος επιτηδεύματος (650€), και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης (κλιμακούμενη από 0,7% έως και 8%) έχει ως αποτέλεσμα ο ελεύθερος επαγγελματίας να στερείται σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος (πάνω από το 80%) του εισοδήματος.

Ο υπολογισμός των εισφορών για εισοδήματα μέχρι 7.000 € ανέρχεται σε 2.703 € ετησίως . Μόνο εισφορές. Από την άλλη η κυβέρνηση καθησυχάζει και υπόσχεται πως οι επιστήμονες με εισόδημα έως 55.000 ευρώ θα έχουν έκπτωση. Λόγου χάρη, ο υπολογισμός των εισφορών για εισοδήματα από 7.001 € μέχρι 13.000 € να γίνεται επί του ετήσιου εισοδήματος με έκπτωση 50% στο σύνολο των εισφορών και σταδιακά θα γίνεται 5% μέχρι τις 55.000. Οι «εκπτώσεις», όμως θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα, για την τριετία μέχρι το 2019, όπου θα επανεκτιμηθούν. Η επαγγελματική ζωή, όμως δεν τελειώνει σε 3 χρόνια, ούτε τα χρόνια προβλήματα μπορούν να λήξουν με μεταβατικού χαρακτήρα εκπτώσεις, οι οποίες έχουν ως στόχο απλά να μεταθέσουν το πρόβλημα.

Βιώσιμη λύση στο ασφαλιστικό σημαίνει μόνιμη λύση.

Όλες δε αυτές οι οφειλόμενες εισφορές, επιβάλλονται στον ελεύθερο επαγγελματία χωρίς να του προσφέρεται καμία παροχή, ενώ παράλληλα είναι αναγκασμένος να καλύψει τα έξοδα της επιχείρησής του, της οικογένειάς του κ.ο.κ. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο σχέδιο να βρίσκεται στα όρια της συνταγματικότητας. Η αλήθεια είναι, πως δεν βρίσκεται. Είναι πανηγυρικά αντισυνταγματικό, παραβιάζει σωρεία ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, οδηγεί το κοινό στην εξαθλίωση, χωρίς να ανταποδίδει τίποτα.

Πως γίνεται να προσπαθεί (έστω και αποτυχημένα) να υποστηρίζει πως τα εν λόγω μέτρα είναι «κοινωνικώς δίκαια» αφού όχι μόνο προσβάλουν σε κάθε επίπεδο το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, αλλά και διασφαλίζουν την απόλυτη εξαθλίωση τους; Πώς γίνεται κάτι τέτοιο να βρίσκεται στα όρια της νομιμότητας;

Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. «Εάν εισπράττω ένα ποσό Χ αλλά για να αντεπεξέλθω στους φόρους μου (ασφαλιστικές εισφορές, φόρος εισοδήματος, ΦΠΑ κτλ) και τις βιοτικές μου ανάγκες χρειάζομαι ένα ποσό 2Χ, προφανώς θα αναγκασθώ να επιλέξω μεταξύ των δύο υποχρεώσεων και φυσικά θα επιλέξω να καλύψω τις βιοτικές μου ανάγκες». Το αποτέλεσμα θα είναι απλώς να είμαστε όλοι καταχρεωμένοι, να μην πληρώνουμε, να βιώνουμε δυσμενείς συνέπειες των οφειλών μας, να απελπιζόμαστε και να μην μας παρέχεται καμία απολύτως διέξοδος. Η πλειοψηφία των δικηγόρων, των λογιστών, των μηχανικών και γενικά των ελεύθερων επαγγελματιών δυσκολεύεται (ήδη) εξαιρετικά με τη σημερινή (ή εδώ το ήδη) υψηλή φορολογία, μέχρι το σημείο να φυτοζωεί. Ειδικά οι νεότεροι επιστήμονες που δεν έφυγαν από την χώρα, είτε επειδή δεν είχαν την ευκαιρία, είτε επειδή πίστεψαν στην ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να αντεπεξέλθουν σε ένα τέτοιο χαράτσι.

Κάθε φορά ακούμε από όλες τις πλευρές ( ΔΝΤ, ΕΕ, εκάστοτε κυβέρνηση) και πριν και εν μέσω διαπραγμάτευσης πως δεν χωρούν άλλοι φόροι, πως πρέπει να υπάρξει ένα ορθό και σταθερό φορολογικό σύστημα, πως πρέπει να μειωθούν οι συντελεστές, πως οι τιμές πρέπει να πέσουν, πως πρέπει να εξορθολογήσουν τις δαπάνες, και τέλος πάντων μια μεγάλη σειρά από πολύ λογικά και σωστά επιχειρήματα.

Και όταν έρχεται η «ώρα της κρίσης», η ώρα της συνεννόησης, της διαπραγμάτευσης και της ψήφισης, ξαφνικά όλες οι παραπάνω σκέψεις ξεχνιούνται και αφετηρία της συζήτησης είναι σκληρή και αδυσώπητη. Στη συνέχεια ψηφίζονται μέτρα με αύξηση συντελεστών, πρόσθετους φόρους, μείωση δικαιωμάτων, λιγότερο ευέλικτα συστήματα. 24% ΦΠΑ, χωρίς συζήτηση. Μείωση επικουρικών 30% αυθημερόν, χωρίς συζήτηση. Ασφαλιστικές εισφορές στο 20% έξτρα.

Πώς καταλήγουμε κάθε φορά σε τέτοιου είδους μέτρα, αφού όλες οι πλευρές ζητούν μειώσεις και παραδέχονται πως «δεν υπάρχει περαιτέρω φοροδοτική ικανότητα»; Καταπίνουν την γλώσσα τους όλοι ξαφνικά, χωρίς καν να πληγώνεται η αξιοπιστία τους, γιατί τους ξαναπιστεύουμε μετά, ελπίζοντας πως ίσως σε αυτή την περίπτωση ακουσθεί η φωνή της λογικής.

Τι περιμένουν;

Περιμένουν πραγματικά τα μέτρα να αποδώσουν, και να αντέξει η κοινωνία;

Περιμένουν να περάσουν τα μέτρα, να ισχυρισθούν πως «τελείωσε ο λογαριασμός, αυτό ήταν, εφαρμόσαμε κοινωνικά το μνημόνιο» και μόλις έρθει ο επόμενος λογαριασμός να προσφύγουν στις κάλπες ως δείγμα δημοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα ως μέσο διαφυγής;

Δημοφιλή