Είναι αλήθεια ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους αρκεί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας;

Η εξέλιξη της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, όμως, επιδεινώνεται σε όρους τιμών. Οι μειώσεις των μισθών δε μεταφράστηκαν σε οφέλη στις τιμές των εξαγωγών. Επιπρόσθετα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους εμπορικού ισοζυγίου συνδέεται με τη μείωση των εισαγωγών και όχι με την αύξηση των εξαγωγών.

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συνδέθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης με πολιτικές μείωσης του μισθολογικού κόστους και απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας. Το επιχείρημα υπέρ των μέτρων αυτών είναι ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους θα βελτιώσει την εξαγωγική επίδοση και θα προσελκύσει ΑΞΕ, συνεπώς η ικανότητα της χώρας να εξυπηρετεί το χρέος της θα βελτιωθεί μέσω της δημιουργίας πλεονασμάτων.

Το αντεπιχείρημα για την εστίαση στο μισθολογικό κόστος και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, υπογραμμίζει τη σημασία διαρθρωτικών παραγόντων, οι οποίοι συνδέονται με στοιχεία εκτός τιμής και λειτουργούν ανασταλτικά στην εξαγωγική μεγέθυνση, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα συμβολής των εξαγωγών στην οικονομική ανάπτυξη.

Η εξέλιξη της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, όμως, επιδεινώνεται σε όρους τιμών. Οι μειώσεις των μισθών δε μεταφράστηκαν σε οφέλη στις τιμές των εξαγωγών. Επιπρόσθετα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους εμπορικού ισοζυγίου συνδέεται με τη μείωση των εισαγωγών και όχι με την αύξηση των εξαγωγών.

Παράλληλα η διεισδυτικότητα των ελληνικών προϊόντων στις αγορές δε βελτιώνεται, ιδιαίτερα για προϊόντα που κατατάσσονται σε πιο δυναμικές τεχνολογικά κατηγορίες. Με βάση τη διάκριση που αντανακλά τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, η όποια αύξηση των εξαγωγών συνδέεται με προϊόντα χαμηλής τεχνολογικής έντασης. Ο δείκτης του αποκαλυπτόμενου συγκριτικού πλεονεκτήματος, ο οποίος επικεντρώνεται στη θετική πλευρά της εξειδίκευσης (τις εξαγωγές), ακόμη και στις κατηγορίες που αναδεικνύει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστριών χωρών αναφοράς, στη διάρκεια της κρίσης καθίσταται ασθενέστερος ή δεν παρουσιάζει κάποια ουσιαστική βελτίωση.

Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού παραγωγικού συστήματος συνδέεται με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του τα οποία και πρέπει να αποτελέσουν το επίκεντρο μιας διαδικασίας μετασχηματισμού με στόχο την οικονομική ανάπτυξη. Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν στην τεχνολογική και εξαγωγική ένταση, την τεχνολογική εξειδίκευση της παραγωγής, τη διάρθρωση του κόστους παραγωγής, την εισαγωγική εξάρτηση αλλά και ευρύτερα χαρακτηριστικά του Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας.

Το παραγωγικό πρότυπο της χώρας θέτει ένα όριο στα οφέλη που μπορεί να προσδοκά κανείς από μια εξαγωγική επέκταση και στην επίδραση που μπορεί να έχουν περικοπές μισθών στην ανταγωνιστικότητα. Η άρνηση δημιουργίας προϋποθέσεων για μια άλλου τύπου ανάπτυξη του παραγωγικού συστήματος μέσω διαφορετικών πολιτικών και παρεμβάσεων, οδήγησε στην προσφυγή σε μέτρα συμπίεσης του μισθολογικού κόστους και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Από τη μια τα εργαλεία αυτά δεν έχουν φέρει τα αναμενόμενα για κάποιους αποτελέσματα σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να ανατραπεί αυτού του τύπου η πολιτική εάν δεν προχωρήσουμε στον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας.

Διαβάστε τo πλήρες κείμενο εδώ

Δημοφιλή