Κρασί: Απ' τον Ορέστη Μακρή μέχρι την κρίση...

Τώρα που όλα άλλαξαν πάλι; Τώρα που επιστρέψαμε οικονομικά σε εποχές ξεχασμένες; Όταν σε λίγο τα «σκληρά» θα έχουν γίνει περισσότερο απρόσιτα και ακριβότερα από βάρος τους σε καθαρό χρυσό, θα τα καταφέρουμε να ξεχνάμε τον πόνο μας με ντόπιο...cabernet sauvignon; Ή έστω με ελληνικές ποικιλίες, με μαυρούδι, μαυροτράγανο, ξινόμαυρο ή αγιωργήτικο;
i. liontas/Flickr

Τώρα λοιπόν που κοντεύουμε να τα δούμε όλα, τώρα που η εθνική κατάθλιψη έφτασε στο φόρτε της και συνεχίζει ακάθεκτη προς...πρωτόγνωρα ύψη, τώρα που το ρολόι χτύπησε την ώρα της αλήθειας, μήπως ήρθε η στιγμή να θυμηθούμε τον παλιό «καλό» ελληνικό κινηματογράφο;

Όχι...δεν με πείραξε τόσο πολύ η κρίση, ξέρω τι λέω. Αλλά για θυμηθείτε με τι ξεχνούσε τα βάσανά του ο Ορέστης Μακρής; Που κατάφευγε, τι ήταν αυτό που τον κρατούσε στη ζωή όταν η «κακούργα κοινωνία» τον αδικούσε κατάφωρα;

Ναι...για το κρασί μιλάω.

Ο κλασικός «μπεκρής» του ελληνικού σινεμά, ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με το κρασί χωρίς ποτέ στην πραγματική του ζωή να πιει ούτε ένα ποτηράκι, ήταν αυτός που δικαίωσε στην τότε κοινωνία το κρασί σαν σίγουρη μέθοδο λησμονιάς του απλού Έλληνα. Βλέπετε, την εποχή εκείνη ο κοσμάκης που δεν είχε τα μέσα να «ξεχάσει» με το ουίσκι που έπινε κατά κόρον η ανερχόμενη αστική τάξη της εποχής στις ίδιες ταινίες, μόνο το κρασί είχε σαν καταφύγιο λησμονιάς. Ο απλός Έλληνας έπινε περισσότερο για να ξεχάσει, για να πνίξει τον πόνο του παρά για να διασκεδάσει, και ήταν ίσως φυσικό: Τα βάσανα τότε ήταν περισσότερα από τις χαρές.

Έχετε δει όλοι εσείς οι λάτρεις του παλιού «καλού» σινεμά να μεθάει κανείς για να ξεχάσει με ...ουίσκι ή βερμούτ; Όχι βέβαια! Και όταν ο Βουτσάς παραπατούσε από το ουίσκι που κατανάλωνε, ήταν σε πάρτι, σε διασκεδάσεις των νεαρών αστών που με τα λεφτά του μπαμπά τους χαίρονταν τη θέση που τους είχαν δώσει οι γονείς τους, γιόρταζαν ουσιαστικά την κοινωνική αλλαγή που συντελείτο εκείνη την εποχή στη χώρα μας. Το ουίσκι, το ξενόφερτο ουίσκι, ήταν το σύμβολο της ανόδου, της επιτυχίας, του δυτικού «στυλ» που ερχόταν σα λαίλαπα, της αισιοδοξίας μιας κοινωνίας που βάδιζε μπροστά... και το κρασί το σύμβολο της παλιάς Ελλάδας, της Ελλάδας που έφευγε, της Ελλάδας που έμενε πίσω, της Ελλάδας του «μπεκρή» Ορέστη Μακρή... Αυτή ήταν η Ελλάδα που έπρεπε να ξεχάσει... και τα βάσανά της και το παρελθόν της... και να ξεχαστεί ή ίδια.

Με το κρασί μπροστά του το «παιδί του λαού» έκλαιγε για την αγάπη του, την κόρη του εργοστασιάρχη εργοδότη του, που στεκόταν εμπόδιο στον έρωτά τους, κάτω από τους ήχους του μπουζουκιού του Τσιτσάνη, που συνόδευε το κλάμα του.. Και όταν το «παιδί του λαού» στην όποια του μορφή -δασκαλάκος, εργάτης, υπάλληλος γραφείου- υπέκυπτε τελικά στα θέλγητρα της αστικής τάξης, όταν τα χρήματα του «πεθερού» και ο έρωτας της πλούσιας κόρης τον εξαγόραζαν, με ουίσκι σε «νυχτερινό κέντρο» της εποχής γιόρταζαν «Λαός και Κολωνάκι» μαζί την ενσωμάτωσή του στο σύστημα, αλλά και την προδοσία της «εργατικής τάξης» και όλων των ιδανικών που εξέφραζε στο ίδιο έργο -μέχρι την τελική του ενσωμάτωση- ο εμφανέστατα «καλός» και ...ύποπτα «αγαθός» πρώην πάμπτωχος νέος... Κάτω από τους χαρούμενους ήχους- αυτή τη φορά- του μπουζουκιού του «μάγου» Μανώλη Χιώτη...

Ξέρετε γιατί αρέσει τόσο σήμερα-ιδιαίτερα στους νέους- το παλιό ελληνικό σινεμά; Για αυτή την αισιοδοξία που αποπνέει...για την εικόνα αυτής της κοινωνίας που ανεβαίνει χωρίς ηθικούς φραγμούς, που δε διστάζει να ενσωματώσει με τις μεθόδους της εξαγοράς τους «άξιους» της «άλλης πλευράς». Όλα αυτά τα βλέπουμε σήμερα στην τηλεόραση με μια χαζοχαρούμενη διάθεση, χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να αναλογιστούμε τι μηνύματα μετέδιδε τότε αυτό το παλιό, «καλό» και απόλυτα ανήθικο ελληνικό σινεμά...Πολλές φορές με ένα ποτήρι Chardonnay στο χέρι... ή έστω Μαλαγουζιά.

Έχουν πάρα πολλά αλλάξει από τότε... Η κοινωνία εξελίχθηκε, τα γούστα της μαζί της. Το κρασί -ιδιαίτερα το εμφιαλωμένο- έπαψε να είναι το σύμβολο της φτωχολογιάς, του κατατρεγμένου, της οπισθοδρόμησης. Αντίθετα, έγινε το αγαπημένο ποτό μιας νέας, εξελιγμένης αστικής τάξης, που αφήνει σιγά-σιγά τα «σκληρά» στα ξενυχτάδικα, στα μπουζούκια, για πιο εκλεπτυσμένες απολαύσεις. Κανείς δεν μεθάει σήμερα με Sauvignon Blanc ή Syrah για να ξεχάσει, η Ρετσίνα έχει πια και αυτή αναβαθμιστεί χάρη στον Κεχρή και τη Γαία. Aντίθετα μεθάει ευκολότερα με βότκα, τεκίλα, σφηνάκια. Το κρασί -εμφιαλωμένο πια- είχει συνδεθεί με την διασκέδαση, την απόλαυση, τη γιορτή, τη χαρά...και δυστυχώς με το Life Style της δεκαετίας του 2000.

Ωραία... και τώρα;

Τώρα που όλα άλλαξαν πάλι; Τώρα που επιστρέψαμε οικονομικά σε εποχές ξεχασμένες; Όταν σε λίγο τα «σκληρά» θα έχουν γίνει περισσότερο απρόσιτα και ακριβότερα από βάρος τους σε καθαρό χρυσό, θα τα καταφέρουμε να ξεχνάμε τον πόνο μας με ντόπιο...cabernet sauvignon; Ή έστω με ελληνικές ποικιλίες, με μαυρούδι, μαυροτράγανο, ξινόμαυρο ή αγιωργήτικο;

Ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε τόσο πίσω στο χρόνο, τουλάχιστον όχι στην εποχή του «μπεκρή Ορέστη Μακρή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το κρασί δεν παίζει ήδη το ρόλο που του πρέπει μέσα στην κρίση. Απλά, αυτό γίνεται με άλλο τρόπο. Είναι το προσιτό ποτό στην διασκέδασή μας στο σπίτι, με τους φίλους μας τα δύσκολα βράδια, ή όταν η διασκέδαση «έξω» είναι μάλλον απρόσιτη για το μέσο Έλληνα. Είναι εκεί σε χαρές και λύπες...ίσως συνοδεύοντας απλούστερα εδέσματα, και σε άλλους χώρους από αυτούς που είχαμε συνηθίσει να διασκεδάζουμε.

Είτε σαν βάλσαμο, είτε σαν συνοδός και καταλύτης της χαράς, είτε σαν βοηθός ενός σύντομου ταξιδιού σε χρόνους καλύτερους, χρόνους ανεμελιάς, αλλά και σαν επιβοηθητικό μιας αισιοδοξίας για επιστροφή σε καλύτερες μέρες που νομοτελειακά θα έρθουν αργά ή γρήγορα, το κρασί είναι μαζί μας. Είναι δίπλα μας, σύντροφος, φίλος.

Και όποιος σύγχρονος Ορέστης Μακρής χρειαστεί να μεθύσει για να ξεχάσει -σαν νέος «Μεθύστακας», κάπου θα ξετρυπώσει ένα ουίσκι ή μια βότκα για να το κάνει...