Nομικές πτυχές της λογοκλοπής μουσικών έργων

Οι υποθέσεις λογοκλοπής χαρακτηρίζονται από το δίπολο «προγενέστερη σύνθεση («στόχος» λογοκλοπής) / μεταγενέστερη δημιουργία (η οποία «αντιγράφει» την πρώτη). Για τη διάγνωση ύπαρξης λογοκλοπής, απαιτείται η σύγκριση των μορφών των επίμαχων συνθέσεων ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το μεταγενέστερο έργο αντιγράφει τη μορφή του προϋφιστάμενου έργου ή αντίθετα, κατά πόσο πρόκειται για μία μορφή έργου διαφορετική, η οποία απορρέει από έναν θεμιτό «δανεισμό» και επανάχρηση (μη προστατευόμενων) ιδεών που εμπεριέχονται στο προγενέστερο έργο ή στο κοινό μουσικό απόθεμα γενικότερα.
Leschenko via Getty Images

Καθώς η μουσική κατακλύζει την καθημερινότητά μας, οι υποθέσεις λογοκλοπής μουσικής έχουν ιδιαίτερη απήχηση, ιδίως όταν σχετίζονται με δημοφιλή τραγούδια. Στις παρακάτω γραμμές, παρουσιάζονται οι βασικές νομικές πτυχές της λογοκλοπής μουσικών έργων, ιδωμένες υπό το πρίσμα του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας.

Ο όρος «λογοκλοπή» αποδίδει στα ελληνικά τον αγγλικό όρο plagiarism, o οποίος προέρχεται από τη λατινική λέξη plagiarius, που σημαίνει κυριολεκτικά «απαγωγέας». Αν θέλαμε να δώσουμε κάποιον ορισμό, η λογοκλοπή μουσικής αντιστοιχεί στη συγκαλυμμένη αντιγραφή ή απομίμηση ενός προστατευόμενου μουσικού έργου, χωρίς την άδεια του συνθέτη του και χωρίς αναφορά σε αυτόν, με αποτέλεσμα το μεταγενέστερο έργο να «θυμίζει» το προγενέστερο.

Από νομικής σκοπιάς, η λογοκλοπή μουσικής εντάσσεται εξ ορισμού στο πεδίο του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι πρόκειται για μία πρακτική η οποία καταρχήν προσβάλλει τα πνευματικά δικαιώματα του συνθέτη του προγενέστερου έργου.

Ως εκ τούτου, λογοκλοπή μουσικής νοείται μόνο σε προστατευόμενα έργα και μόνο εντός του πεδίου προστασίας που παρέχει η πνευματική ιδιοκτησία.

Ιδέα vs μορφή ενός μουσικού έργου

Θα πρέπει να καταστεί σαφές εξαρχής ότι η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύει τη μορφή ενός μουσικού έργου, δηλαδή τη συγκεκριμένη εξωτερικευμένη διαμόρφωση του έργου που γίνεται αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθήσεις, και όχι τις ιδέες που ενυπάρχουν σε αυτό, οι οποίες και παραμένουν ελεύθερες.

Ως ελεύθερες ιδέες νοούνται αφενός τα προϋπάρχοντα δημιουργικά εργαλεία τα οποία δύναται να χρησιμοποιήσει κάθε συνθέτης, όπως οι φθόγγοι, ο ρυθμός, το μέτρο, οι κλίμακες, το είδος μουσικής (τζαζ, παραδοσιακά κλπ.), οι θεματικές δημιουργίας (π.χ. τραγούδια για τα Χριστούγεννα, τραγούδι πολιτικό, τραγούδι σατιρικό) κλπ. Αφετέρου, ελεύθερες είναι και οι ιδέες που γεννιούνται από την έμπνευση που αντλεί ένας συνθέτης από το προϋφιστάμενο κοινό απόθεμα μουσικής, το οποίο, όντας προσιτό στα αυτιά του, λειτουργεί ως πηγή δανεισμού και ερεθισμάτων για τις μελλοντικές του συνθέσεις.

Περαιτέρω, η μορφή ενός μουσικού έργου προστατεύεται, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου, εφόσον αντιστοιχεί σε μία πρωτότυπη δημιουργία στην οποία αποτυπώνεται η προσωπικότητα του συνθέτη. Ως τέτοια, οφείλει να συνιστά αποτέλεσμα δημιουργικής επιλογής, σύνθεσης και επεξεργασίας των ελεύθερων ιδεών και προϋπάρχοντων στοιχείων και να χαρακτηρίζεται από στατιστική μοναδικότητα, ή από ατομική ιδιομορφία ή έστω από ένα ελάχιστο δημιουργικό ύψος.

Η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα σε ιδέα και μορφή που μόλις αναπτύξαμε, οριοθετεί το πεδίο λογοκλοπής και κατά συνέπεια τη διάγνωσή της.

Η διάγνωση της λογοκλοπής

Οι υποθέσεις λογοκλοπής χαρακτηρίζονται από το δίπολο «προγενέστερη σύνθεση («στόχος» λογοκλοπής) / μεταγενέστερη δημιουργία (η οποία «αντιγράφει» την πρώτη). Για τη διάγνωση ύπαρξης λογοκλοπής, απαιτείται η σύγκριση των μορφών των επίμαχων συνθέσεων ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το μεταγενέστερο έργο αντιγράφει τη μορφή του προϋφιστάμενου έργου ή αντίθετα, κατά πόσο πρόκειται για μία μορφή έργου διαφορετική, η οποία απορρέει από έναν θεμιτό «δανεισμό» και επανάχρηση (μη προστατευόμενων) ιδεών που εμπεριέχονται στο προγενέστερο έργο ή στο κοινό μουσικό απόθεμα γενικότερα.

Όταν μία υπόθεση λογοκλοπής οδηγηθεί στο δικαστήριο, ο δικαστής θα κληθεί να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη «αντιγραφής» μεταξύ των δύο έργων, στηριζόμενος σε ορμισμένα κριτήρια, όπως τα παρακάτω:

  • Πρωτοτυπία αρχικού έργου.

Κατ' αρχάς το προγενέστερο έργο θα πρέπει να είναι προστατευόμενο από πνευματική ιδιοκτησία. Αυτό σημαίνει ότι, αφενός, η μορφή του προγενέστερου έργου, η οποία εικάζεται ότι αναπαράγεται στο μεταγενέστερο έργο, είναι πρωτότυπη και, αφετέρου, η διάρκεια προστασίας από πνευματικά δικαιώματα δεν έχει λήξει.

  • Πρόσβαση στο προγενέστερο έργο

Περαιτέρω, κάτι που πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί είναι η πρόσβαση του συνθέτη του μεταγενέστερου έργου στο παλαιότερο έργο. Με άλλα λόγια, ο μεταγενέστερος δημιουργός θα πρέπει να μην αγνοούσε το προγενέστερο έργο, ώστε η σύνθεσή του να μη δύναται να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητη και συμπωματικά παρόμοια δημιουργία.

  • Ουσιώδης ομοιότητα.

Επίσης, η μορφή της μεταγενέστερης μουσικής σύνθεσης θα πρέπει να ομοιάζει ουσιωδώς με την προηγούμενη. Για τη διαπίστωση της ομοιότητας, απαιτείται η σύγκριση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των δύο τραγουδιών και ειδικότερα η μελωδική, αρμονική, ρυθμική και μετρική σύσταση των συνθέσεων. Σε περίπτωση μερικής εικαζόμενης αναπαραγωγής, η «τεχνητή» επικόλληση ενός μουσικού μοτίβου ή μιας μελωδικής ιδέας σε ένα μουσικό έργο με τρόπο που να μην ταιριάζει με την περαιτέρω εξέλιξη του τραγουδιού προδίδει απουσία έμπνευσης και ενισχύει έτσι την υπόνοια αντιγραφής τμήματος προγενέστερου έργου. Το συμπέρασμα περί ομοιότητας των δύο συνθέσεων συνήθως απορρέει από μουσικολογική ανάλυση που πραγματοποιεί πραγματογνώμονας μουσικολόγος, τεκμηριώνοντας με επιστημονικότητα την ποιοτική ή/και ποσοτική ομοιότητα ή μη των επίμαχων συνθέσεων.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται λογοκλοπή ανάμεσα στα επίμαχα τραγούδια, το μεταγενέστερο έργο ή επίμαχο τμήμα έργου λογίζεται ως μη πρωτότυπο, ενώ η δημοσίευση και κυκλοφορία του προσβάλλει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του συνθέτη του προγενέστερου έργου και γεννά, μεταξύ άλλων, υποχρέωση αποζημίωσης και ικανοποίησης ηθικής βλάβης.

Ιf you want to be original...*

Όπως φάνηκε από τα ανωτέρω, η δυσδιάκριτη, πολλές φορές, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ελεύθερες ιδέες και προστατευόμενη μορφή έργων, σε συνδυασμό με τη μοναδικότητα κάθε περίπτωσης, καθιστούν τη στοιχειοθέτηση της λογοκλοπής στη μουσική αρκετά περίπλοκη, κάτι που απαιτεί επιδέξιο χειρισμό από εξειδικευμένους νομικούς.

Το νομικό πλαίσιο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν δύναται ούτε και οφείλει βέβαια να περιχαρακώσει το ρου της μουσικής παραγωγής, η οποία εξελίσσεται μέσω του δανεισμού και της αλληλεπίδρασης μεταξύ μουσικών και έργων. Παρέχει όμως σε ένα συνθέτη τα μέσα για να προστατευτεί από αθέμιτη οικειοποίηση και συγκαλυμμένη αντιγραφή ή απομίμηση μιας σύνθεσής του. Διότι, πράγματι, κάθε συνθέτης, αν θέλει να είναι πρωτότυπος, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος ότι θα τον αντιγράψουν.

* «if you want to be original, be ready to be copied» - C. Chanel

** Το παραπάνω κείμενο έχει ως αφορμή την εκδήλωση «Λογοκλοπή και αντιγραφή μουσικών έργων», που πραγματοποιήθηκε στις 9/12/2016 από την ομάδα «Δίκαιο και Τέχνη» της Νομικής Αθηνών.

Δημοφιλή