Το ευρωπαϊκό «θαύμα» ήταν και είναι η μικρομεσαία επιχείρηση

Το ευρωπαϊκό «θαύμα» ήταν και είναι η μικρομεσαία επιχείρηση. Εκεί ακριβώς, στην καρδιά της μικρομεσαίας επιχείρησης βρίσκεται η καινοτομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περίφημο γερμανικό Mittelstand, που στηρίζει την αγορά εργασίας, που όμως υποφέρει σήμερα περισσότερο από την κρίση. Γιατί, οι μικρομεσαίοι κατ'αρχήν, χάνουν την πρόσβαση τους στις αγορές κεφαλαίου. Υποφέρουν από την πτώση του εθνικού εισοδήματος. Υπομένουν υψηλούς φόρους από τα κράτη-μέλη, αλλά και υψηλές εισφορές. Και εάν η τυπική επιχείρηση της Ευρώπης είναι μικρομεσαία, η ελληνική είναι η πολύ μικρή επιχείρηση, που αποτελεί προέκταση της οικογένειας.
Peter Dazeley via Getty Images

Στο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η διεθνής ύφεση, με τις ευρωπαϊκές παραλλαγές και τις τοπικές της ιδιομορφίες, η Ευρώπη χάνει διαρκώς μερίδια αγοράς, διεθνών συναλλαγών και επενδύσεων. Παράλληλα, βιώνει δημογραφικό μαρασμό, η ανεργία αυξάνεται, ενώ σταθερά ωθείται στο περιθώριο το 50% της κοινωνίας.

Οι κοινωνίες μας χάνουν τη δυνατότητα να συντηρούν τον εαυτό τους. Μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, ενώ υποχωρεί η φοροδοτική μας ικανότητα. Έχουμε μια κρίση στην παραδοσιακή αναδιανεμητική διαδικασία μεταξύ των γενεών.

Το κράτος, υπό την πίεση της ανάγκης για δημοσιοοικονομική προσαρμογή, διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες για δραστικές διορθωτικές παρεμβάσεις. Σήμερα, ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. λειτουργεί εξισορροπητικά στην κοινωνία, αναδιανέμοντας κατά μέσο όρο το 44% του εθνικού ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθεί να επιτύχει ισόρροπη ανάπτυξη, κοινωνική και οικονομική συνοχή.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες να παίξει έναν εξισορροπητικό ρόλο, διαχειριζόμενη για το σκοπό αυτό πόρους ίσους με το 1% του αθροίσματος των ΑΕΠ των κρατών-μελών.

Βλέπουμε παρόμοια μοτίβα να διατρέχουν σταθερά όλη την ενωμένη Ευρώπη.

Βλέπουμε να κινδυνεύει το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, στην καρδιά του οποίου είναι ο κοινωνικός διάλογος και η τριμερής συνεργασία εργοδοσίας, εργασίας και κράτους. Η παράδοση του κοινωνικού διαλόγου επέτρεψε στην Ευρώπη να σχεδιάζει μακροπρόθεσμα και στρατηγικά την ανάπτυξη της.

Όμως, οι σημερινές συνθήκες δημιουργούν τεράστιες ευκαιρίες για ασύλληπτη υπερσυγκέντρωση πολυεθνικού -ή μάλλον υπερεθνικού- πλούτου. Κάθε κρίκος της παραγωγικής διαδικασίας, από την εργασία έως την φορολογική βάση μιας επιχείρησης, μπορεί πλέον να μεταφερθεί στον οικονομικό χωρο-χρόνο.

Μπροστά στους κολοσσούς της παγκοσμιοποίησης, στέκονται έκθετες και ανυπεράσπιστες οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που στηρίζουν τις σύγχρονες οικονομίες μας. Γιατί, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν βάσισε ποτέ την επιτυχία του στους πολυεθνικούς κολοσσούς.

Το ευρωπαϊκό «θαύμα» ήταν και είναι η μικρομεσαία επιχείρηση.

Εκεί ακριβώς, στην καρδιά της μικρομεσαίας επιχείρησης βρίσκεται η καινοτομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περίφημο γερμανικό Mittelstand, που στηρίζει την αγορά εργασίας, που όμως υποφέρει σήμερα περισσότερο από την κρίση.

Γιατί, οι μικρομεσαίοι κατ'αρχήν, χάνουν την πρόσβαση τους στις αγορές κεφαλαίου. Υποφέρουν από την πτώση του εθνικού εισοδήματος. Υπομένουν υψηλούς φόρους από τα κράτη-μέλη, αλλά και υψηλές εισφορές.

Και εάν η τυπική επιχείρηση της Ευρώπης είναι μικρομεσαία, η ελληνική είναι η πολύ μικρή επιχείρηση, που αποτελεί προέκταση της οικογένειας.

Όταν ο Bell έγραφε το 1960 για το τέλος της ιδεολογίας, αναφερόταν στο γεγονός ότι όλες οι τότε πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη είχαν συμφωνήσει σε μια μεικτή οικονομία με κεντρικό ρόλο για τον κοινωνικό διάλογο.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Ευρώπη είναι ιστορική: ή θα εγκαταλείψουμε το Κοινωνικό Μοντέλο, ή θα το διασώσουμε επιλέγοντας «περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη». Αναγνωρίζοντας την πρόκληση, το 2010 η Ευρώπη εγκαινίασε τη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Τότε, δόθηκε έμφαση σε στρατηγικά ποιοτικούς στόχους, «έξυπνης», «βιώσιμης» και «συνεκτικής» ανάπτυξης. Οι προτεραιότητες αυτές ήταν λογικές.

Το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ευρώπης ήταν πάντα κοινωνικό, το γεγονός ότι η ανάπτυξη της ήταν συνεκτική και άρα στρατηγική. Όμως, ας μη θεωρούμε αυτό το προβάδισμα δεδομένο: Η Κίνα δεν πουλάει πλέον φθηνή εργασία, αλλά οικοσυστήματα παραγωγής, με παροχή φυσικών υποδομών, υπηρεσιών και τεχνογνωσίας σε συγκεκριμένες πόλεις.

Οι ΗΠΑ μπορούν ακόμη και προσελκύουν τα μεγαλύτερα μυαλά παγκοσμίως, διατηρώντας ένα ποιοτικό προβάδισμα στην καινοτομία. Παράλληλα, μια σειρά από θεσμικές παρεμβάσεις, όπως ένα ευνοϊκό πτωχευτικό δίκαιο και μια φιλική αγορά κεφαλαίων, ελκύουν τη νεοφυή επιχειρηματικότητα.

Για να παραμείνει η Ευρώπη ανταγωνιστική, πρέπει να έχει και να διατηρεί ένα παγκόσμιο ποιοτικό προβάδισμα στην παιδεία, την έρευνα, την καινοτομία και τις υποδομές. Να είναι έξυπνη και βιώσιμη δηλαδή. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της ανταγωνιστικότητας.

Εάν μάθουμε από τις επιτυχίες μας, όπως στη Σκανδιναβία, πρέπει να κινηθούμε πράγματι προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με βάση ένα ανώτερο και όχι ένα κατώτερο παρανομαστή.

Ποια μπορεί να είναι τα κύρια στοιχεία αυτού του νέου προτύπου;

1. Αξιοποιώντας το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού μας, πρέπει να συνεχίσουμε να εγγυόμαστε κοινωνικά αγαθά και, συνεπώς, ισότητα ευκαιριών.

2. Οι θεσμοί μας πρέπει να γίνουν πιο ανοικτοί και φιλικοί, στοχεύοντας στην εκπροσώπηση της κοινωνίας ως σύνολο και όχι κλειστών ομάδων συμφερόντων.

3. Χρειάζεται ισόρροπη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, όμως όχι μόνον ως δείγμα δικαιοσύνης ανάμεσα στα φύλα, αλλά ως ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η απουσία των γυναικών από βασικές στρατηγικές των σύγχρονων κοινωνιών, όπως η στρατηγική ανάπτυξης, είναι εις βάρος της επιβίωσής μας. Στην καρδιά του νέου οικονομικού προτύπου πρέπει να παραμείνουν αλώβητες οι αξίες του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.

Μόνον έτσι θα εξασφαλίσουμε έξυπνη ανάπτυξη με βιώσιμα αποτελέσματα, χωρίς να υποχωρήσουμε όμως και από τις διεκδικήσεις μας υπέρ της κοινωνικής συνοχής.