Τον παλιό καλό καιρό, η εκλογική συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν προβλέψιμη, σχετικά σταθερή, ευανάγνωστη.
Στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι πολίτες ήξεραν τι θα ψηφίσουν, πολύ πριν έρθει η ώρα να ψηφίσουν. Η ταύτισή τους με κάποιο από τα κόμματα που διεκδικούσαν την ψήφο τους ήταν ισχυρή και, σχετικά, σταθερή. Η παράδοση, τα αισθήματα, οι ιδέες ή η συμμετοχή σε κάποιο από τα διευρυμμένα κομματικά δίκτυα έκαναν την ψήφο μια μάλλον σταθερή υπόθεση, όπου- για τους πολλούς- οι αλλαγές ήταν δύσκολες. Και οι εκπλήξεις σπάνιες.
Για τρεις δεκαετίες, αυτή η σταθερή εκλογική συμπεριφορά καθρεφτιζόταν σε ένα σταθερό, παγιωμένο πολιτικό σύστημα. Ήταν ένας δικομματισμός με δυόμισι πόλους: Δύο κόμματα εξουσίας που κυμαίνονταν γύρω από το 40%, λίγο πάνω, λίγο κάτω, κι ένας μικρότερος πόλος, της Αριστεράς, που είτε εμφανιζόταν με δύο εκπροσώπους είτε με έναν (όπως το 1989-90) συγκέντρωνε ποσοστά από 9-10% έως 13-14%. Και κάθε φορά που κάποιο πολιτικό σχήμα προέκυπτε από τους κόλπους κάποιου από τα κόμματα εξουσίας, με την φιλοδοξία να διεμβολίσει τον δικομματισμό (από την ΔΗΑΝΑ του Σεφανόπουλου, ως την Πολ.Αν. του Σαμαρά ή το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα) η φιλοδοξία γρήγορα διαψευδόταν.
Αυτή η σταθερότητα της πολιτικής προσφοράς αντιστοιχούσε προφανώς σε μια σταθερότητα της ζήτησης. Οι ειδικοί υπολόγιζαν ότι κάτι περισσότερο από επτά στους δέκα ψηφοφόρους ένιωθαν σταθερά ταυτισμένοι με ένα μόνον κόμμα- το «κόμμα-τους». Ακόμη και το 2006, όταν το πολιτικό σύστημα αισθανόταν τους πρώτους τριγμούς, εκείνοι που ένιωθαν κοντά σε ένα μόνον κόμμα ήταν περισσότεροι από 65%. Οι υπόλοιποι ταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο κόμματα, συνήθως τα δύο κόμματα εξουσίας ή κάποιο από αυτά και ένα πολιτικά και ιδεολογικά όμορό του, μικρότερο κόμμα. Οι μετακινήσεις αυτών των ταλαντευόμενων ψηφοφόρων έκριναν το αποτέλεσμα κάθε φορά. Και οι δημοσκοπήσεις είχαν ως μοναδικό στόχο την έγκαιρη διάγνωση αυτών των μετακινήσεων.
Όχι πια.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, όπως τις αναλύει ο Ηλίας Νικολακόπουλος (ΝΕΑ, 5 Ιανουαρίου), μόλις ένας στους δυο πολίτες δηλώνει ότι νιώθει κοντά σε ένα και μόνον κόμμα, το «κόμμα του». Κι από αυτούς, μόνον κάτι περισσότερο από τρεις στους δέκα δηλώνει ότι το κόμμα με το οποίο αισθάνεται κοντά, είναι ένα από τα δύο «μεγάλα», εκείνα που διεκδικούν την εξουσία. Δύο στους δέκα δηλώνουν ταύτιση με κάποιο από τα άλλα, τα μικρότερα κόμματα. Και οι υπόλοιποι, δηλαδή οι άλλοι πέντε στους δέκα είτε δηλώνουν ότι νιώθουν κοντά σε δύο ή περισσότερα κόμματα, είτε δηλώνουν ότι δεν νιώθουν κανένα κόμμα να βρίσκεται στ αλήθεια κοντά τους.
Το δημοσκοπικό αυτό εύρημα μπορεί, νομίζω, να το επιβεβαιώσει ο καθένας από την δική του εμπειρία, από τις εκλογικές αγωνίες του ίδιου ή των κοντινών του. Πάντα υπήρχαν «αναποφάσιστοι» ψηφοφόροι, που διάλεγαν την τελευταία στιγμή. Αλλά ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πολλοί. Και ποτέ άλλοτε ο όρος «αναποφάσιστος» δεν είχε την σημερινή σημασία: όχι κάποιου που σκέφτεται και διστάζει ανάμεσα σε δύο δεδομένες επιλογές, αλλά κάποιου που κυριολεκτικά «δεν ξέρει τι να ψηφίσει».
Τι θα ψηφίσουν, λοιπόν, εκείνοι που «δεν ξέρουν τι να ψηφίσουν»; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα κρίνει, προφανώς, τις εκλογές. Αλλά η απάντηση αυτή είναι δυσανάγνωστη, δυσερμήνευτη, περίπλοκη. Γιαυτό και τα παραδοσιακά εργαλεία των δημοσκοπήσεων είναι δύσκολο να την προσεγγίσουν.
Αυτό που ζούμε, από το 2010, μαζί με την κατάρρευση των κοινωνικών σταθερών, είναι και μια αληθινή «ρευστοποίηση» ενός παγιωμένου πολιτικού σκηνικού. Τόσο σε επίπεδο πολιτικής ζήτησης όσο και σε επίπεδο πολιτικής προσφοράς.
Η κατάρρευση του αθροιστικού ποσοστού των δύο πυλώνων του παλαιού δικομματισμού, από το 86% το 2004, στο 78% το 2009 κι από εκεί στο 32% (!) τον Μάιο του 2012 (που «διορθώθηκε» σε 42%, στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου) είναι ένας φανερός δείκτης.
Η δυσκολία συγκρότησης ενός νέου δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, στην θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, είναι ένας δεύτερος δείκτης. Ο νέος δικομματισμός συγκέντρωσε 56% στις εκλογές του Ιουνίου του 12 και λιγότερο από 50% στις ευρωεκλογές του 2014. Και οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις προλέγουν ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα κινηθεί λίγο πάνω από το 60%.
Κι υπάρχει κι ένας τρίτος, υποτιμημένος, νομίζω, δείκτης: Ότι οι ψηφοφόροι φυλοροούν, ότι υπάρχει μια διαρκής αιμοραγία ψηφοφόρων από εκλογές σε εκλογές. Το 2004 ψήφισαν περισσότεροι από 7.500.000 πολίτες. Το 2009 μισό εκατομμύριο λιγότεροι. Τον Μάιο του 2012, ένα ολόκληρο εκατομμύριο άνθρωποι έλειπαν από την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων: είχαν ψηφίσει λιγότεροι από 6.500.000. Τον Ιούνιο, με την πόλωση μεγαλύτερη, οι ψηφοφόροι ήταν ακόμη λιγότεροι: 6.200.000. Και στις ευρωεκλογές του περασμένοι Ιουνίου πήραν μέρος λιγότεροι από 6.000.000. Μέσα σε μια δεκαετία, χάσαμε ενάμιμσι εκατομμύριο πολίτες-εκλογείς!
Θα επιστρέψουν τώρα; Πόσοι; Θα αναστραφεί ή θα συνεχιστεί η αιμοραγία; Κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει με σιγουριά. Κι αυτό προσθέτει άλλον έναν παράγοντα αβεβαιότητας στο εκλογικό παιχνίδι. Και γιαυτό, ίσως η ασφαλέστερη πρόβλεψη που μπορεί να γίνει να είναι αυτή: Πως η διαδικασία ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού δεν έχει ακόμη τελειώσει. Η ανασύνθεσή του είναι ακόμη στην αρχή της. Και αυτές οι εκλογές, όσο κρίσιμες και φορτισμένες κι αν είναι, όσο ανατρεπτικό κι αν προβλέπεται το αποτέλσμά τους, δεν θα είναι το τέλος του δρόμου. Ίσως να είναι, απλώς, η αρχή.