Βούρλα, ένα τεράστιο δημόσιο μπορντέλο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά και φρουρούσε η αστυνομία

Όπως είπαμε οι πόρνες κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους. Οι γερασμένες πόρνες -γριές θεωρούνταν οι γυναίκες από 40 ώς 50 χρόνων- έμεναν στα κατσικάδικα. Έτσι αποκαλούσαν λόγω της βρόμας του το παλιότερο κτίριο -το πρώτο που χτίστηκε. Βρομερό, υγρό, σκοτεινό με σαραβαλιασμένες σκάλες. Θλιβερό σαν τις ενοίκους του, που συχνά δεν είχαν λεφτά ούτε για να φάνε. Παρόλο το φτιασίδωμα και την καραμπογιά και παρόλο που ήταν οι φτηνότερες, κανένας δεν τις ήθελε. Κάποιες πονόψυχες πόρνες τους έστελναν κάπου κάπου κανέναν πελάτη.

(Δεύτερο μέρος)

Ποιες έμεναν στα κατσικάδικα, τι δουλειά έκαναν οι τσατσάδες, ένας γνωστός ρεμπέτης αγαπητικός στα Βούρλα, οι νταβατζήδες, πώς αντιμετωπίζονταν οι παλιαρρώστιες και τα πρώτα προφυλακτικά

Τα δωμάτια των γυναικών

Έξω από κάθε πόρτα ήταν γραμμένος ο αριθμός του δωματίου και σε μία ταμπελίτσα το όνομα της ενοίκου.

Η πόρνη δεν δήλωνε ποτέ το αληθινό της όνομα.

Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη,

στον Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό,

τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα...

λέει στο ποίημα «Αμαρτωλό» η Γαλάτεια Καζαντζάκη.

Η πόρνη γινόταν γνωστή με ένα ψεύτικο όνομα, που συνήθως συνοδευόταν από ένα παρανόμι. Με τον καιρό ξεχνούσε το αληθινό της όνομα.

Μαίρη το Φρουφρού

Αγγέλα η γκαβή

Φρόσω Αλλοίμονη

Νίτσα Σερσέμα

Ζουζού

Κική Λουμπίνα

Ασπασία η κουφή

Το παρανόμι της Νίτσας σήμαινε χαζοβιόλα, ενώ η Κική είχε για παρατσούκλι μια λέξη που σήμαινε: 1. ομοφυλόφιλος, 2. πόρνη και 3. άνθρωπο μπαμπέση.

Κάθε κάμαρα ήταν μικρή σαν κελί, είχε πόρτα, ένα παράθυρο, έναν ντενεκεδένιο λαβομάνο και ήταν εξοπλισμένη μ' ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες. Αυτά μαζί με τα κλινοσκεπάσματα τα παρείχε το κράτος. Κάποιες γυναίκες αγόραζαν δικά τους έπιπλα, γιατί δεν ήθελαν να είναι «κουρελούδες». Διακοσμούσαν τα δωμάτιά τους ανάλογα με το γούστο τους και φρόντιζαν να έχουν μια υποτυπώδη οικοσκευή. Μπρίκι, καμινέτο και φλιτζάνια για το τρατάρισμα του καφέ, λάμπα πετρελαίου για όταν χάλαγε το ηλεκτρικό. Τα πρωινά που η δουλειά ήταν λίγη συγύριζαν τα ρούχα και τα δωμάτιά τους, όπως οι νοικοκυρές. Άλλες κάθονταν στην αυλή, φορώντας ρόμπες χτυπητές και κόκκινες κάλτσες, καπνίζανε, χτένιζε η μια την άλλη και λιάζονταν. Άλλες κάθονταν στο καφενείο της μπούκας και κουβέντιαζαν.

Ο ΓΑΒ είδε από μια ανοιχτή πόρτα μια μητέρα να κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό της και να το βυζαίνει. Η Νάκου είδε ένα αγόρι ώς οκτώ χρόνων μ' ένα κατσαρόλι στο χέρι να περιμένει τη μητέρα του όρθιο μπροστά στην κλειστή της πόρτα, μέχρι να βγει ο πελάτης.

Σύμφωνα με τον κανονισμό οι πόρνες δεν επιτρεπόταν να συνοικούν στα δωμάτιά τους με συγγενείς και με ανήλικους. Γι' αυτό, όσες ήταν μητέρες, ανέθεταν τη φύλαξη των παιδιών τους σε παραμάνες.

Όσο για τους συγγενείς τους, κανένας δεν καταδεχόταν περάσει την πορτάρα των Βούρλων για να τις επισκεφτεί. Οι δικοί τους δεν ήθελαν να τις ξέρουν και στα χωριά έλεγαν ότι είναι πεθαμένες.

Εύρισκαν καταφύγιο η μια στο δωμάτιο της άλλης: «Σαν βροντάει, σαν φοβόμαστε, σαν πέφτει ξύλο στο καφενείο, κλεινόμαστε μαζί εδώ πέρα και κάνουμε συντροφιά».

Τα κατσικάδικα

Όπως είπαμε οι πόρνες κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους. Οι γερασμένες πόρνες -γριές θεωρούνταν οι γυναίκες από 40 ώς 50 χρόνων- έμεναν στα κατσικάδικα. Έτσι αποκαλούσαν λόγω της βρόμας του το παλιότερο κτίριο -το πρώτο που χτίστηκε. Βρομερό, υγρό, σκοτεινό με σαραβαλιασμένες σκάλες. Θλιβερό σαν τις ενοίκους του, που συχνά δεν είχαν λεφτά ούτε για να φάνε. Παρόλο το φτιασίδωμα και την καραμπογιά και παρόλο που ήταν οι φτηνότερες, κανένας δεν τις ήθελε. Κάποιες πονόψυχες πόρνες τους έστελναν κάπου κάπου κανέναν πελάτη.

Στα πενήντα τους έφευγαν από τα Βούρλα ύστερα από χρόνων εγκλεισμό. Όσες δεν είχαν λεφτά ήταν καταδικασμένες να καταντήσουν στον δρόμο. Κανένα σπίτι δεν καταδεχόταν να τις πάρει ούτε για να κάνουν την πιο ταπεινή δουλειά. Σε εργοστάσιο πάλι δεν άντεχαν να δουλέψουν, γιατί οι περισσότερες ήταν άρρωστες.

Έκαναν καλντερίμι ή κατέληγαν στα εγκαταλελειμμένα καΐκια ή γίνονταν ζητιάνες και πέθαιναν από την πείνα έξω από τη μάντρα των Βούρλων. Στα καΐκια κατέληγαν επίσης και οι διωγμένες από τα Βούρλα.

Τα Βούρλα δεν ήταν ο πάτος του αγοραίου έρωτα. Υπήρχε και πιο πάτος: ήταν τα παροπλισμένα καΐκια, όπως το σλέπι στο ποίημα του Καββαδία. Η πλήρης εξαθλίωση.

Κοινές γυναίκες το 'χουν κάνει τώρα «σπίτι»

αλήτες και πρεζάκηδες η πελατεία...

Ο Νίκος Καββαδίας γνώριζε και τα σλέπια και τα Βούρλα και είχε φιλίες με πόρνες.

Όσες είχαν βάλει χρήματα στην άκρη άνοιγαν σπίτια και γίνονταν μαμάδες. Μα αυτές ήταν λίγες. Οι περισσότερες έλεγαν «Σάματι σαν πεθάνουμε, τα λεφτά θα τα πάρουμε μαζί;» και δεν είχαν κομπόδεμα.

Τις προάλλες ήρθε εδώ μια γριά και μας ζήτησε να κοιμηθεί και να φάει ψωμί. Είχε να φάει τρεις μέρες, μας έλεγε. Είχε κάνει δεκαπέντε χρόνια στα Βούρλα! Κι ήρθε εδώ για να πεθάνει κοντά μας. Γιατί πέθανε. Γύρευε μάλιστα και παπά. Μα δεν την πρόφταξε ούτε να την κοινωνήσει. Αμαρτωλή θα παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό...

Ο Θεός; Μία από τις κοπέλες, η Μυρσίνη, είχε κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της έναν σταυρό κεντημένο σε καμβά. Και ασφαλώς δεν ήταν η μόνη. Η αγάπη του Θεού χωράει και τον έσχατο, όχι όμως και οι καρδιές των ανθρώπων.

«Πήγαμε μια φορά στην εκκλησία, εδώ στη γειτονιά. Πάει καιρός. Μα δεν το ξεχνάμε... Γιατί αμέσως μόλις πατήσαμε κι οι τρεις, όλες οι «τίμιες» γυναίκες γυρίσανε, μας αγριοκοιτάξανε κι αρχίσανε να μας φτύνουνε στα μούτρα. Τότε εγώ έμπηξα τις φωνές και άρχισα να βρίζω... Η λειτουργία σταμάτησε. Τέλος έγινε φασαρία και μας βγάλανε έξω από την εκκλησία κακήν κακώς », είπε στη Λιλίκα Νάκου η Ξανθούλα που ήταν δεκαέξι χρόνων.

Τι ήταν οι τσατσάδες

Από τις πόρνες εξοικονομούσαν τα προς το ζην οι πορτιέρισσες, που με αντίτιμο μια δραχμή οδηγούσαν τον πελάτη, και οι κουβαδίστρες, που έφερναν κουβάδες με νερό στα δωμάτια, για το πλύσιμο του πελάτη μετά τη συνουσία, και πληρώνονταν πέντε δραχμές τον κουβά, δηλαδή όσο έκανε ένα μικρό πακέτο με 11 τσιγάρα (Παλιά, τα κανονικά πακέτα είχαν 22 τσιγάρα, αλλά αργότερα τα δύο επιπλέον πήγαν υπέρ της αεροπορίας, και τα μικρά πακέτα αντιστοίχως μειώθηκαν κατά ένα τσιγάρο). Οι υπηρέτριες ήταν φτωχές και καταρρακωμένες πόρνες, που γέρασαν στα Βούρλα και είχαν την τύχη να μη βρεθούν στο δρόμο.

Ο Κανελλής και η Νάκου περιγράφουν τη φοβερή καταρράκωση αυτών των ναυαγίων της ζωής.

Μια υπηρέτρια που βγήκε από ένα δωμάτιο, ήταν να τη βλέπεις στον ύπνο σου και να τη φοβάσαι,

γράφει η Νάκου.

Μια πορτιέρισσα βήχει. Ω Θεέ μου, ο βήχας της! Υπόκωφος, σπηλαιώδης, συρίζων σαν από πνεύμονας βρυκόλακος. Αυτός ο ανατριχιαστικός βήχας, που δεν συναντάται πουθενά αλλού, είναι η ειδικότης των Βούρλων. Σήμα χάρου...

-- Γκουχχχσσστ!

Την πλησιάζουμε ταραγμένοι. Είναι γριά. Πόσο; Ποιος ξέρει; Οι γυναίκες στα Βούρλα έχουν μόνο μία ηλικία. Την ηλικία του πτώματος.

Αδύνατη. Κοντή. Κυρτή, με το μούτσουνο σχεδόν βυθισμένο στα ξύλινα κανιά της. Το πρόσωπό της είναι παγωμένο από τα σαράκια των παθών. Η μύτη γρυπή -μύτη αποτρόπαιας γλαυκός κοιμητηρίου- καταρρέει προς το τριχωτό και ζαρωμένο πηγούνι. Και είναι σαν να νυστάζει θάνατο το βλακώδες και σπανό της βλέφαρο.

Τραυλίζει:

-- Ρε βλάμη, είμαι χαρμάνισσα.

-- Λοιπόν;

-- Τσιγαρλίκι!

Ο Κανελλής κι ο συνεργάτης του δεν της έδωσαν τίποτα και προχώρησαν, ενώ εκείνη από πίσω τους έβριζε.

Αυτή η φωτογραφία είναι μία από τις λίγες απεικονίσεις γυναικών στο περιβάλλον των Βούρλων που έχουμε. Παρουσιάζει την τσατσά Ντουντού ως δράκαινα και κλειδοκρατόρισσα. Η Ντουντού συστήθηκε στον Κανελλή ως «τσατσά Ντουντού». Μία από τις σημασίες της λέξης τσατσά είναι υπηρέτρια. Η Ντουντού δεν ήταν παρά μια υπηρέτρια και η λεζάντα δεν είναι παρά δημοσιογραφική υπερβολή.

Προφανώς υπήρχε κάποια ιεράρχηση μεταξύ των τσατσάδων και κατονομή των εργασιών τους.

Πίσω από τα βουνά των ωμοπλατών της σαλεύουν δυο τρεις κάτισχνες σκιές.

Είναι οι πορτιέρισσες και οι κουβαδίστρες.

Η Αστυνομική Διάταξις αριθμός 35 από 18-11-1924 «Περί λειτουργίας οίκου ανοχής Βούρλων και υποχρεώσεων κοινών γυναικών και Διευθυντριών» μιλάει για τις διευθύντριες των Βούρλων λες και το μπορντέλο ανοίγει τώρα, ενώ λειτουργεί ήδη από το 1875, λες και το ανοίγουν αυτές, και πρέπει να παρέχουν δωμάτια και εξοπλισμό στις πόρνες, να φτιάξουν εστιατόριο και καφενεία, ν' ασχοληθούν με τις επισκευές και τους ελαιοχρωματισμούς, να ιδρύσουν νοσηλευτήριο και ιατρείο και άλλα διάφορα.

Π.χ. Εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της λειτουργίας του οίκου οφείλωσι να εκτελέσωσι απάσας τας επισκευάς των δωματίων, ήτοι υδροχρωματισμούς, ελαιοχρωματισμούς, επισκευήν δαπέδων και επίστρωσιν αυτών δια μουσαμά, εγκαταστάσεις ιατρείου, νοσηλευτηρίου, εστιατορίου, μαγειρείου, κ.λ.π.

Αυτά ήταν υποχρεώσεις της επιχείρησης που είχε την εκμετάλλευση των Βούρλων και όχι βέβαια των υπηρετριών. Η αστυνομική διάταξη δεν μας διαφωτίζει καθόλου πώς ήταν οργανωμένη ζωή και η ιεραρχία.

Τα ίδια πάνω-κάτω επαναλαμβάνονται και στη μεταγενέστερη αστυνομική διάταξη του 1955, που ρύθμιζε τις υποχρεώσεις των μαμάδων. Τότε τα Βούρλα, το δημόσιο μπορντέλο-στρατώνας που δημιούργησε ο δήμος του Πειραιά, είχαν κλείσει και είχε ανοίξει η μπουρδελογειτονιά Τρούμπα, με τα ιδιωτικά μπορντέλα.

Στην Τρούμπα, ναι, υπήρχαν μαντάμες. Στα Βούρλα όχι. Πάντως, το όνομα του Πιπινέλη ήταν ανακατεμένο και στις δύο περιοχές, όπως μας πληροφορεί ένας στίχος.

Πότε Βούρλα, πότε Τρούμπα,

γεια σου, Πιπινέλη, λούμπα.

Ο Κανελλής, που στο ρεπορτάζ του οφείλουμε τη φωτογραφία, γράφει ότι η τσατσά Ντουντού κρατούσε τα κλειδιά των δωματίων και έδινε στους πελάτες μάρκες κατανάλωσης.

Η πληροφορία δημιουργεί απορία. Μάρκες χρησιμοποιούσαν στα μπορντέλα, όπου υπήρχε μαντάμα· ο πελάτης πλήρωνε την ταρίφα στη μαντάμα κι έπαιρνε μια μάρκα, την οποία έδινε στην πόρνη μετά τη συνουσία. Αν ο πελάτης δεν ήθελε να δώσει τη μάρκα, τον αναλάμβανε ο μπράβος του καταστήματος. Η πόρνη εξαργύρωνε τις μάρκες της στη μαντάμα κι έπαιρνε το ποσοστό της. Στα Βούρλα όμως οι γυναίκες δούλευαν για λογαριασμό τους.

Τη φιγούρα της μαντάμας συναντάμε στα ιδιωτικά μπορντέλα. Ο πίνακας πίσω της έχει τις φωτογραφίες των κοριτσιών του σπιτιού, τα ονοματά τους και την ένδειξη αν είναι διαθέσιμες ή όχι.

Από το Λεξικό της πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη.

Η τσατσά Ντουντού είπε στον Κανελλή «Μπρος! Θα παντρευτείτε;». Ο ΓΑΒ, πάλι, άκουσε την αγριοφωνάρα μιας γριάς απόμαχης του επαγγέλματος μ' ένα φακιόλι στο κεφάλι «Άντε, κορίτσια, να γράφουμε!».

Με άλλα λόγια οι δύο τσατσάδες προέτρεπαν πελάτες και πόρνες να μη χαζολογάνε. Από τις πόρνες είχε οικονομικό όφελος το δημόσιο και η κερδοσκοπική επιχείρηση του εργολάβου που εκμεταλλευόταν το ακίνητο και τις γυναίκες. Όχι άδικα, λοιπόν, ο δήμος του Πειραιά και ο εργολάβος στιγματίστηκαν ως σωματέμποροι από τις φεμινίστριες, από τον Σύνδεσμο των Δικαιωμάτων της Γυναίκας αλλά και από μέρος του τύπου.

Άρθρο από το περιοδικό του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας

Από τις πόρνες ζούσαν επίσης, εκτός από τις υπηρέτριες, διάφοροι προμηθευτές, μικρέμποροι, ο μάγειρας, οι καφετζήδες, οι βοηθοί τους, τα βαποράκια, οι νταβατζήδες. Κι ακόμα τα σπίτια που είχαν αναλάβει τη φύλαξη των παιδιών όσων γυναικών ήταν μητέρες (και έκαναν έξτρα τραβηχτικές με διάφορες προφάσεις) ή οι οικογένειές τους που έπαιρναν εμβάσματα χωρίς να ξέρουν ποιος τα στέλνει...

Κάθε πόρνη είχε και μια τραγική ιστορία για το πώς απόμεινε χωρίς στήριγμα και κατρακύλησε ώς τα Βούρλα, που θα ήταν ο πάτος στην ιεραρχία του πληρωμένου έρωτα, αν δεν υπήρχαν τα σλέπια και τα Λαμαρινάδικα πίσω από τον Άγιο Διονύσιο.

Ο αγαπητικός

Κάθε πόρνη είχε τον νταβατζή της -τον προστάτη της, τον αγαπητικό της, με άλλα λόγια τον εραστή της, που την αγαπούσε (;), την έδερνε και της τα έπαιρνε. Τα χρήματα που έδινε η πόρνη στον αγαπητικό λέγονταν μίτζα ή τραμπούκο. Τον αποκαλούσε «το πρόσωπο», «ο δικός μου», «ο άνθρωπός μου». Η πόρνη εισέπραττε από τον «άνθρωπό της» αγάπη και ξύλο.

-- Είναι άλλες που ξοδεύουν στους αγαπητικούς τα λεφτά τους. Εγώ, δόξα τω Θεώ, έπεσα σε καλά χέρια, εκτός από μια φορά που μου 'σπασε τα πλευρά στο ξύλο...

-- Κι άλλη μέρα τις μασέλες και σε πήγαμε στο φαρμακείο, της απάντησε η μικρή με τον φιόγκο.

-- Ναι, εκτός απ' όλα αυτά και που άμα θυμώσει λιγάκι βγάζει μαχαίρι, είναι καλός ο Μήτσος. Παράπονο δεν έχω.

Η Λιλίκα Νάκου θέλησε να μάθει ποια ανάγκη κάλυπτε ο αγαπητικός.

-- Η μοναξιά μας είναι μεγάλη. Γι' αυτό πιάνουμε και αγαπητικούς. Αλλιώς είναι κανείς σαν καλαμιά στον κάμπο. Και ψέματα να σου λέει ο αγαπητικός πως σ' αγαπάει, και αυτό σου γλυκαίνει την καρδιά.

Όσο για το τραμπούκο και την εκμετάλλευση, η Θεανώ είπε:

-- Πρώτα-πρώτα δεν είναι όλοι οι αγαπητικοί κακοί. Ύστερα η αγάπη σήμερα πληρώνεται. Οι πλούσιες δίνουν τις προίκες και τα κτήματα του πατέρα τους για ένα στεφάνι και λιγάκι αγάπη. Εμείς εδώ που βρισκόμαστε, έστω και για μια ψεύτικη αγάπη, να μην πληρώσουμε;

Η είδηση αφορά μια περίπτωση εκτός Βούρλων, αλλά είναι διαφωτιστική για τον τρόπο που φέρονται κάποιοι αγαπητικοί. Ο αγαπητικός επί δύο χρόνια όχι μόνον ζούσε ο ίδιος, αλλά και συντηρούσε την οικογένειά του από το τραμπούκο που έπαιρνε από την πόρνη. Όταν εκείνη τον χώρισε και κρυβόταν για να μην τη βρει, εκείνος την ανακάλυψε, της ζήτησε χρήματα κι επειδή του αρνήθηκε την τραυμάτισε σοβαρά.

Ας ξαναγυρίσουμε στον Μάρκο Βαμβακάρη, που ήταν αγαπητικός στα Βούρλα. Η πρώτη αγαπητικιά του, η Ειρήνη από τη Σύμη, του έδινε λεφτά και κουστούμια. Ύστερα ο Μάρκος αγάπησε μια άλλη πόρνη, τη Ζιγκοάλα από τη Μάνη, και την παντρεύτηκε. Η Ζιγκοάλα δεν στάθηκε καθόλου, μα καθόλου εντάξει, ο γάμος ναυάγησε και ο Μάρκος έγραψε το «Διαζύγιο».

Ο γάμος με τον αγαπητικό ήταν η κρυφή ελπίδα που έτρεφαν πολλές γυναίκες των Βούρλων, γιατί όχι μόνον θα έβγαιναν από την απομόνωση, αλλά θα είχαν και πρόσωπο στην κοινωνία. Το στεφάνι θα τις έκανε «κυράδες και τιμημένες».

Ο αγαπητικός τα είχε με μία πόρνη, αλλά μπορούσε να τα έχει με δυο και τρεις συγχρόνως. Η πόρνη όμως είχε μόνον έναν αγαπητικό. Μπορούσε να τον αλλάξει και να πάρει άλλον, αυτό όμως ήταν απιστία και προσβολή της τιμής, που ξεπλενόταν με αίμα: σήμαινε χαράκωμα του προσώπου της άπιστης και μαχαίρωμα του νέου εραστή, χωρίς να αποκλείεται και ο φόνος. Όταν ο αγαπητικός σκότωνε για τη δικιά του, εκείνη αναλάμβανε να τον συντηρεί μέχρι ν' αποφυλακιστεί. Έτσι κι αλλιώς η πόρνη έπρεπε να συντηρεί τον αγαπητικό της, αν έμπαινε στη φυλακή. Ενδεχομένως στην περίπτωση που εγκληματούσε για χάρη της, η υποχρέωσή της να ήταν μεγαλύτερη. Εκείνος, πάλι, βγαίνοντας από τη φυλακή, έπρεπε να την ανταμείψει βάζοντάς της στεφάνι.

Για φαγητό και μετά για καφέ

Δίπλα στο παλιό σκοτεινό κτίριο, στα κατσικάδικα, σ' ένα μέρος φυτεμένο γύρω με καλαμιές, δίπλα σε μια μεγάλη ξεραμένη συκιά, ήταν μια ταβέρνα με σκεπή από τσίγκο -το εστιατόριο των Βούρλων.

Μια πελώρια αίθουσα πλακοστρωμένη με πολλά τραπέζια. Όλα ήταν κατακάθαρα και οι λευκοί μουσαμάδες λάμπαν.

Ο κυρ-Αργύρης κρατούσε χρόνια το μαγαζί. Είναι ένα καλό γεροντάκι, που μιλά στις γυναίκες με τρόπο πατρικό. Στις φτωχές, που δεν έχουν πελατεία και επομένως ούτε να φάνε, κάνει ευκολίες. Ο κυρ-Αργύρης μ' έναν μικρό που τον βοηθεί είναι οι μόνοι άντρες εδώ μέσα στην τραπεζαρία.

-- Οι πελάτες δεν τρώνε μαζί μας ποτέ. Αν τύχει κι έρθει κανένας αγαπητικός μας, μα κι αυτός δεν θέλει...

Αυτά γράφει η Λιλίκα Νάκου. Ο ΓΑΒ όμως είδε αλλιώς τα πράγματα:

«πιο κάτω είναι το μαγέρικο του Μπισμπίκη, αυτού που εκμεταλλεύεται τις... εκμεταλλευόμενες, βράζοντας όλες τις βρομιές. Προ δύο μηνών μια γυναίκα είχε πάθει δηλητηρίαση από κρέας που το είχε μαγειρέψει τρεις φορές».

Κάτι ήξερε η Μυρσίνη για τα μαγειρευτά του ταβερνιάρη, γι' αυτό όταν προσκάλεσε τη Νάκου για φαγητό της είπε: «Εγώ θα σου κάνω το τραπέζι. Θα παραγγείλω ένα κοτόπουλο ψητό».

Όταν αργότερα πήγαν στο δωμάτιο της Ασπασίας της κουφής για καφέ, μία από τις γερασμένες πόρνες χτύπησε την πόρτα και ζήτησε ένα σάλι γιατί κρύωνε. Η Ασπασία της χάρισε το πανωφόρι της.

-- Δεν το θέλω, πάρ' το· έκανα άλλο, της είπε.

Και σαν έκλεισε η πόρτα, εξήγησε στη Νάκου:

-- Έτσι της το είπα. Μα ξέρω, τουρτουρίζει η φτωχή και είναι άρρωστη. Σάματι τα ρούχα θα τα πάρω μαζί μου;

Μπορεί στα Βούρλα να έπεφτε πολύ ξύλο, αλλά η συμπόνια δεν έλειπε. Η ιστορία της Ασπασίας της κουφής είναι μια τραγική ιστορία με λάμψη μεγαλείου. Χάρη στο ρεπορτάζ της Λιλίκας Νάκου οι προσωπικές ιστορίες μερικών γυναικών, όπως της Ασπασίας που στήριζε την οικογένειά της παρόλο που την είχαν εγκαταλείψει ή της Θεανώς που γλίτωσε δεκάχρονο κορίτσι από τη φωτιά της Σμύρνης, σώζονται και θα τις δούμε στο τέλος.

Οι παλιαρρώστιες και οι Μπεμπέκες

Στη δεκαετία του '30, λόγω της κρίσης, πολλές τίμιες βγήκαν αδήλωτες στον δρόμο. Αποτέλεσμα; Έξαρση των αφροδισίων.

1933

Προς χάριν των αριθμών αναφέρω ότι το 1930 υπήρχαν 395 δηλωμένες και 721 αδήλωτες. Τόσες αδήλωτες τσίμπησε η αστυνομία· στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερες. Βρέθηκαν να νοσούν 273 από τις δηλωμένες και 496 από τις αδήλωτες.

Οι αδήλωτες πολλαπλασιάστηκαν και αριθμοί αυξήθηκαν τα επόμενα χρόνια. Πριν από την πενικιλίνη, η θεραπεία της σύφιλης γινόταν με τις ενδοφλέβιες ενέσεις 606. Οι ενέσεις ήταν πανάκριβες (μια σειρά ενέσεων έκανε 400 δραχμές) και είχαν παρενέργειες.

1933

Η θεραπεία γινόταν στου Συγγρού ή σε κάποιο αντιαφροδισιακό ιατρείο. Πολλοί ασθενείς, που δεν μπορούσαν να διαθέσουν αυτό το ποσό, κατέφευγαν σε φτηνές θεραπείες ή πήγαιναν σε πρακτικούς γιατρούς, που χειροτέρευαν την κατάστασή τους.

Οι διαφημίσεις των εφημερίδων υπόσχονταν θεραπεία των αφροδισίων με διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα αμφίβολου αποτελεσματικότητας.

Οι γυναίκες των Βούρλων και των άλλων πορνείων μεταφέρονταν στου Συγγρού για θεραπεία μέσα σε κλειστές καρότσες ή αυτοκίνητα. Εκτός από του Συγγρού στην περιφέρεια Αθηνών-Πειραιώς υπήρχαν άλλα τρία αντιαφροδισιακά ιατρεία: δύο στην Αθήνα και ένα στον Πειραιά.

Οι καταχωρίσεις μεγάλου αριθμού αφροδισιολόγων στις εφημερίδες του μεσοπολέμου δίνουν ανάγλυφα το πρόβλημα.

Στη δεκαετία του '30 εμφανίστηκε το πρώτο ελληνικό πρεζερβατίφ, το πρώτο ελληνικής κατασκευής προφυλακτικό, οι περίφημες Μπεμπέκες.

Διαφημίσεις του 1932 και 1936. Η Μπεμπέκα ήταν το πρώτο προφυλακτικό ελληνικής κατασκευής.

«Προφυλακτήρες» Ασπίς

Στο τρίτο μέρος: Οι πελάτες και το ψώνισμα, τι ήταν το μπανιστήρι, πώς αντιμετώπιζαν οι πόρνες τις θεούσες, σε τι χρησίμευε η σφυρίχτρα, ουσίες, οινοπνεύματα, η τραγική ιστορία του Ανέστη Δελιά με την Κούλα τη Σκουλαρικού και προσωπικές ιστορίες γυναικών των Βούρλων.

Δημοφιλή