Τον τελευταίο καιρό πολιτικοί αλλά και τα ΜΜΕ (και ακόμα περισσότερο το Διαδίκτυο) αναφέρονται συχνά στο άχθος που δημιουργεί για τη χώρα μας και ιδίως τη μεταναστευτική της πολιτική η συμμετοχή της Ελλάδας στον χώρο Σένγκεν. Πριν λίγες μέρες, ο βουλευτής κ. Χαϊκάλης φέρεται να δήλωσε ότι υποστηρίζει την προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το Σένγκεν αλλά «ίσα να φύγουν (οι ξένοι) και μετά θα ξαναμπούμε στη Συνθήκη». Είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν ορισμένα πράγματα σχετικά με το Σένγκεν ώστε να μειωθούν οι ανακρίβειες που ακούγονται.
Το Σένγκεν είναι μια μικρή πόλη του Λουξεμβούργου όπου, το 1985, υπογράφηκε μια διακρατική συμφωνία μεταξύ των περισσότερων χωρών της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.) που αφορούσε την σταδιακή κατάργηση του διαβατηριακού ελέγχου στα σύνορα μεταξύ των κρατών μελών. Το 1990 υπογράφηκε νέα Σύμβαση, πάλι μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Κ. που υλοποιούσε την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό των κρατών μελών και ταυτόχρονα θέσμιζε μια κοινή πολιτική για την έκδοση βίζας σε πολίτες τρίτων χωρών (αυτή που και σήμερα αποκαλούμε ενιαία βίζα Σένγκεν).
Οι λόγοι για την κάπως παράδοξη διαδικασία διακρατικής συμφωνίας από τα κράτη της Ε.Κ. είχαν σχέση με τις επιφυλάξεις κάποιων κρατών (κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας που δεν ήθελε να απεμπολήσει το δικαίωμά της να ελέγχει όσους εισέρχονται στην επικράτειά της) και με το ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είχε, τότε, αρμοδιότητα για τέτοια ζητήματα. Το σύστημα (ή ο χώρος) Σένγκεν λειτούργησε ξεχωριστά από την Ευρωπαϊκή Ένωση για περίπου 10 χρόνια. Ωστόσο, το 1999, μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ, οι στόχοι των συμφωνιών του Σένγκεν και το περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων (το λεγόμενο «κεκτημένο Σένγκεν») ενσωματώθηκαν στη Συνθήκη και αποτελούν πλέον «κοινοτικό κεκτημένο»: οι σχετικές αποφάσεις, δηλαδή, λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έκτοτε οι πολιτικές που συχνά αναφέρουμε ως πολιτικές Σένγκεν έχουν αυξηθεί σημαντικά και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δράσεων: ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων, αστυνομική συνεργασία, βίζα, άδειες διαμονής βραχείας διάρκειας και, βέβαια, έλεγχοι των εξωτερικών συνόρων (διατηρείται ωστόσο η του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που επέμειναν στη διατήρηση των εθνικών ελέγχων). Το εμφανέστερο, άλλωστε, στοιχείο του χώρου Σένγκεν για τον πολίτη είναι η κατάργηση της υποχρέωσης να επιδεικνύει διαβατήριο όταν ταξιδεύει από το ένα στο άλλο κράτος της ζώνης Σένγκεν.
Η συμμετοχή ενός κράτους μέλους της Ε.Ε. στο χώρο Σένγκεν δεν είναι αυτόματη. Προϋποθέτει την εκπλήρωση, από πλευράς του υποψήφιου κράτους, σειράς υποχρεώσεων που έχουν να κάνουν με τον αποτελεσματικό έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, την ασφάλεια των θεωρήσεων που εκδίδει το κράτος, την εθνική νομοθεσία προστασίας των προσωπικών δεδομένων κλπ. Η εκπλήρωση αυτή διαπιστώνεται από τα άλλα κράτη μετά από περιοδικές αξιολογήσεις και επιτόπιους ελέγχους. Η Ελλάδα προσπαθούσε για περίπου 8 χρόνια (από το 1992 μέχρι το 2000) να εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις για να μετάσχει στο σύστημα αυτό. Ακόμα και σήμερα η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία και η Κύπρος (για διαφορετικούς λόγους η καθεμία - αλλά που όλοι σχετίζονται με την ελλιπή τήρηση των σχετικών απαιτήσεων) δεν μπορούν, παρότι θέλουν, να ενταχθούν στο χώρο Σένγκεν.
Βασική παράμετρος την λειτουργίας του χώρου Σένγκεν ήταν ότι η ελεύθερη κυκλοφορία μέσα στον χώρο έχει ως προϋπόθεση την μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση ότι δεν θα πραγματοποιούνται παράνομες είσοδοι στην Ένωση από τα εξωτερικά της σύνορα. Τούτο επιβάλλει σοβαρές υποχρεώσεις στις χώρες μέλη να βελτιώσουν τον έλεγχο των συνόρων τους (τόσο για την είσοδο από διεθνή αεροδρόμια - πλαστά διαβατήρια και θεωρήσεις - όσο και για την παράνομη είσοδο από τα χερσαία ή θαλάσσια σύνορα). Η δεύτερη αυτή απαίτηση ήταν αρκετά δύσκολη για την Ελλάδα στο μέτρο που είχε εκτεταμένα και εκτεθειμένα εξωτερικά σύνορα και αποτέλεσε τον κύριο λόγο της καθυστέρησης ένταξής της στο χώρο Σένγκεν.
Από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, η αλματώδης αύξηση της εισόδου παράτυπων μεταναστών στην Ευρώπη από την Αφρική ή την Ασία οδήγησε σε εντάσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης, κάποια από τα οποία άρχισαν να αμφισβητούν την χρησιμότητα του συστήματος Σένγκεν θεωρώντας ότι τους εμποδίζει να ελέγξουν την παράνομη είσοδο αλλοδαπών στο έδαφός τους που είχαν εισέλθει παράνομα από άλλες χώρες της Ένωσης (κυρίως αυτές με εξωτερικά σύνορα). Η Γαλλία, πριν λίγα χρόνια, είχε θέσει θέμα προσωρινής αναστολής της εφαρμογής των δεσμεύσεων βάσει του Σένγκεν για την ελεύθερη μετακίνηση εντός της ΕΕ λόγω της αύξησης των μεταναστών από την Τυνησία και τη Λιβύη που έμπαιναν στη χώρα από την Ιταλία. Και άλλες χώρες ανά διαστήματα έθεταν, ανεπίσημα, το ίδιο ζήτημα.
Ο κανονισμός συνόρων Σένγκεν - το κύριο νομικό κείμενο που ρυθμίζει τον έλεγχο των συνόρων - προβλέπει τη δυνατότητα προσωρινής επαναφοράς του ελέγχου των εσωτερικών συνόρων από ένα κράτος «όταν υφίσταται σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια». Αυτό έχει συμβεί σε κάποιες περιπτώσεις: στην περίπτωση της Γαλλίας που αναφέρθηκε πιο πάνω αλλά και άλλες φορές (από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ το 2006 και από την Ιταλία στη σύνοδο της Ομάδας των 8 στη Γένοβα το 2001). Ο στόχος της ρύθμισης αυτής, όμως, είναι να προστατεύσει τα κράτη από την ανέλεγκτη και ανεξέλεγκτη είσοδο ανθρώπων από άλλα κράτη μέλη όχι από τρίτες χώρες (που παραμένει πάντα αρμοδιότητα του κράτους).
Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης - αλλά και λόγω των διοικητικών της υστερήσεων - αντιμετωπίζει σε πολύ έντονο βαθμό το πρώτο κύμα των μικτών μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Παρότι αρκετοί μετανάστες έχουν ως τελικό προορισμό την Ελλάδα, αρκετοί απλώς θέλουν να περάσουν από εδώ για κάποια άλλη χώρα της Ένωσης. Ο πόλεμος στη Συρία επιδείνωσε την ήδη δύσκολη κατάσταση. Όπως και για τα περισσότερα από τα προβλήματα της χώρας μας, η ευθύνη επιρρίφθηκε - από πολιτικούς και μέρος της κοινής γνώμης - στη συμμετοχή στην Ε.Ε. - στη συγκεκριμένη περίπτωση στο χώρο Σένγκεν. Στο πλαίσιο αυτό διακινείται η άποψη ότι η (προσωρινή ό όχι) έξοδός μας από το Σένγκεν θα μειώσει τη μεταναστευτική πίεση (για τον κ. Χαϊκάλη θα μας επιτρέψει να τους «ξεφορτωθούμε» προς την Εσπερία και μετά να ξαναμπούμε στο Σένγκεν και ούτε γάτα ούτε ζημιά).
Αυτό που αγνοούν όσοι υποστηρίζουν την θέση αυτή είναι ότι η αναστολή της συμμετοχής της χώρας στο χώρο Σένγκεν, πέραν των θεσμικών προβλημάτων που θα δημιουργήσει (δεν είναι νοητή η μη συμμετοχή ενός κράτους σε μια ενωσιακή πολιτική κατ' επιλογή του) δυσχεραίνει την έξοδο από - όχι την είσοδο στην - χώρα. Η επιβολή ελέγχων από ένα κράτος που αναστέλλει την εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας επιτρέπει στα άλλα κράτη μέλη να επαναφέρουν τους ελέγχους για όσους φθάνουν από την Ελλάδα. Η πλειοψηφία των μεταναστών που θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα προς την Δυτική Ευρώπη φεύγουν είτε παράνομα (κυρίως κρυμμένοι μέσα στα πλοία της γραμμής της Ιταλίας ή διασχίζοντας την Αδριατική με επικίνδυνα μικρά σκάφη) είτε μέσω των επίσημων εξόδων με πλαστά έγγραφα. Η ροή αυτή δεν θα αλλάξει αν βγούμε από το χώρο Σένγκεν, απλώς οι έλεγχοι στην άλλη πλευρά θα γίνουν ακόμα αυστηρότεροι.
Εσφαλμένη είναι και η εντύπωση ότι η μη συμμετοχή στο χώρο Σένγκεν θα μειώσει την είσοδο μεταναστών που θέλουν να φθάσουν στη Δυτική Ευρώπη γιατί θα είναι πιο δύσκολη η διέλευση από τη χώρα. Το παράδειγμα της Βουλγαρίας - χώρας εκτός Σένγκεν με μεγάλη μεταναστευτική πίεση τον τελευταίο καιρό - δείχνει ότι οι μεταναστευτικές ροές δεν λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή ή όχι μιας χώρας σε μια ζώνη ελεύθερης κυκλοφορίας. Άλλοι παράγοντες (η γεωμορφολογία, τα δίκτυα διακινητών, η ευκολία εισόδου κ.α) που δεν αλλάζουν με μια πολιτική απόφαση (και μάλιστα άσφαιρη στη συγκεκριμένη περίπτωση) παίζουν σημαντικότερο ρόλο.
Είναι προφανές ότι ο χειρισμός των μικτών μεταναστευτικών ροών είναι δύσκολος, σύνθετος και ιδίως υπερεθνικός. Δεν μπορεί να λυθεί ούτε από την Ελλάδα μόνη της, ούτε με αποφάσεις που επιβαρύνουν την ίδια τη χώρα μάλλον, αλλά με καλόπιστη συνεργασία και ουσιαστική εφαρμογή της κοινοτικής αλληλεγγύης - που ακόμα είναι ανεπαρκής στον τομέα αυτό. Η Ελλάδα μπήκε δύσκολα στο Σένγκεν και εδώ και χρόνια η χώρα εγκαλείται για τον ελλιπή έλεγχο στα εξωτερικά της σύνορα. Μια οικειοθελής αποχώρηση θα δυσχεράνει τη ζωή των μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα και θα απομονώσει ακόμα περισσότερο την χώρα από την Ευρώπη. Εκτός αν αυτός είναι ο τελικός στόχος.