Συρία: Η ειρήνη, όνειρο μακρινό

Οι ΗΠΑ, από την εποχή που η Τουρκική Κυβέρνηση δεν της επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τη βάση του Ινσιρλίκ στην επίθεση κατά του Ιράκ, διαπιστώνει ότι η Τουρκία μετατρέπεται σε όλο και πιο ανυπάκουο και προβληματικό σύμμαχο. Η εκφρασμένη εδώ και πολλούς μήνες επιθυμία της να σφραγιστούν τα σύνορα της Τουρκίας με την Συρία και το Ιράκ, προκειμένου να διακοπεί η ενίσχυση του Ισλαμικού Στρατού, δεν έχει υλοποιηθεί, ενώ και η ζητηθείσα απόσυρση των Τουρκικών μονάδων από το Ιράκ δεν ολοκληρώθηκε.
All Rights Reserved via Getty Images

Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στην Συρία, που άρχισαν στην Γενεύη στις 29.01.2016, γέμισαν με ελπίδες πολλούς Σύριους αλλά και Ευρωπαίους. Μεταξύ των Ευρωπαίων αυτών ήταν και όσοι ήλπιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα σταματήσει η ροή των προσφύγων, κάτι που βέβαια δεν συμφωνεί με τα στατιστικά δεδομένα του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, εφόσον πια οι Σύριοι αποτελούν ττην μειοψηφία όσων διασχίζουν το Αιγαίο. Οι πιο υποψιασμένοι βέβαια διαπίστωναν ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές, πριν ακόμα ξεκινήσουν, είχαν ήδη υπονομευθεί από τα νεοοθωμανικά παιχνίδια της γειτονικής και σύμμαχης χώρας, της Τουρκίας.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος του Άσαντ στην Τουρκία, τον Μάρτιο του 2011, πολλοί τις θεώρησαν απόηχο της Αραβικής άνοιξης, άλλοι πάλι διέκριναν την προσπάθεια να «ξεφορτωθούν» οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μία κυβέρνηση χώρας συμμαχικής προς τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία ήταν η μόνη που είχε σαφή πολιτική από την αρχή, αποσκοπώντας στην μετατροπή της Συρίας σε χώρα «υποτελή» στα συμφέροντά της, μέσω της αντικατάστασης των αλεβιτών (της πιο κοντινής προς την Δύση ισλαμικής τάσης) του Άσαντ, με ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες. Παράλληλα, στόχος της ήταν η περαιτέρω περιθωριοποίηση των Κούρδων της περιοχής και ο κατά το δυνατόν καλύτερος έλεγχός τους.

Τον Μάιο του 2015, χάρη στις αποκαλύψεις των δημοσιογράφων της εφημερίδας "Cumhurriet", αποδείχθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ο ρόλος της Τουρκίας στην στρατιωτική ενίσχυση των αντιπολιτευόμενων στο Συριακό καθεστώς ανταρτών, και κυρίως των ισλαμικών ομάδων, που όπως και ο Ισλαμικός Στρατός επιδιώκουν την επικράτηση του ισλαμικού Νόμου (της Σαρίας), αν και με διαφορετικά μέσα. Λόγω των υπογείων διασυνδέσεων αυτών των οργανώσεων, ακόμα και αν η Τουρκία δεν αποσκοπούσε στην ενίσχυση του Ισλαμικού Στρατού, φαίνεται ότι αυτό πιθανότατα συνέβαινε στην πράξη, για μεγάλο διάστημα.

Οι αποκαλύψεις αυτές (και όχι τα γεγονότα που αποκαλύφθηκαν) θεωρήθηκαν μεμπτά από την κυβέρνηση της Τουρκίας. Για τον λόγο αυτό, στις 26 Νοεμβρίου του 2015 (δηλαδή δύο ημέρες μετά την κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού και τις ρωσικές καταγγελίες που ακολούθησαν), ο εκδότης Τζαν Ντουντάρ και ο επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στην Αγκυρα, Ερντέμ Γκιουλ φυλακίστηκαν, κατηγορούμενοι για προδοσία και κατασκοπία, αντιμετωπίζοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης, ενώ άλλες ποινές επιβλήθηκαν ακόμα και στους εισαγγελείς και αξιωματικούς της χωροφυλακής, που διέταξαν την έρευνα στα φορτηγά που μετέφεραν τον σοβιετικής κατασκευής οπλισμό, παρά τις αντιρρήσεις των στελεχών της ΜΙΤ που τα συνόδευαν.

Παράλληλα, ήδη από το Νοέμβριο του 2014, η εφημερίδα Guardian επεσήμανε την οικονομική ενίσχυση του Ισλαμικού Στρατού, μέσω εξαγωγών πετρελαίου από τις περιοχές που ελέγχουν στην Συρία και το Ιράκ προς την Τουρκία. Επίσης, γνωστή ήταν η διευκόλυνση που παρείχαν οι Τουρκικές αρχές στην πρόσβαση των εθελοντών που ενίσχυαν τις γραμμές των ισλαμιστών, όσο και στην ανάρρωση των τραυματιών του Ισλαμικού Στρατού σε Τουρκικά νοσοκομεία.

Η παρουσίαση αποδείξεων από τη Ρωσία για το ρόλο της Τουρκίας στην οικονομική ενίσχυση του Ισλαμικού Στρατού, μέσω του λαθρεμπορίου πετρελαίου, οδήγησε τόσο τους Αμερικανούς, όσο και τους Ρώσους στον βομβαρδισμό των πετρελαιοφόρων οχημάτων τουρκικής ιδιοκτησίας και των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων που είναι υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Στρατού. Μέχρι τότε, λίγοι είχαν δώσει σημασία στην σχετική απόφαση του ΟΗΕ τον Φεβρουάριο του 2015, που κατέγραφε ως έγκλημα την ενίσχυση του Ισλαμικού Στρατού, μέσω του λαθρεμπορίου πετρελαίου, με βάση την οποία κανονικά θα έπρεπε να υπάρξουν κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας.

Εδώ σημειώνουμε ότι σύμφωνα με στρατιωτικό αναλυτή, που συμμετείχε σε σχετική τηλεοπτική συζήτηση στο Γαλλικό κανάλι TV5, ο ρόλος αυτός της Τουρκίας ήταν γνωστός στις ΗΠΑ εδώ και πολύ καιρό, δεν είχαν ξεκινήσει όμως βομβαρδισμοί, κατόπιν διαβημάτων της Τουρκίας για να μην υπάρξουν αθώα θύματα (δηλαδή οι Τούρκοι οδηγοί των βυτιοφόρων). Συμπλήρωσε δε ότι και αφού ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί των βυτιοφόρων, τα αμερικανικά αεροπλάνα προειδοποιούσαν τους Τούρκους οδηγούς να απομακρυνθούν από τα φορτηγά, πριν τα βομβαρδίσουν (!).

Οι Ρώσοι υποστήριξαν ότι τα βυτιοφόρα αυτά ανήκαν σε εταιρία συμφερόντων του γιου Ερντογάν, ενώ η εμπορία του πετρελαίου από τις κατεχόμενες από τον Ισλαμικό Στρατό περιοχές του Ιράκ και της Συρίας συντονιζόταν από τον γαμπρό του Ερντογάν (νυν Υπουργό Ενέργειας της Τουρκίας). Εάν ισχύει αυτό, δεν είναι απίθανο η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους να αποτέλεσε πράξη αντεκδίκησης του Ερντογάν προς τη Ρωσία.

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν ο κ. Νταβούτογλου συμφωνούσε με την πράξη αυτή του Ερντογάν. Ο κ. Νταβούτογλου, ο κατά πολλούς πραγματικός κυβερνήτης της Τουρκίας (χαρακτηριστικό είναι το γεγονός που έλαβε χώρα στην Τουρκική Βουλή στις 21.01.2016 και θεωρήθηκε συμβολικής σημασίας, όπου ο Προεδρεύων της Τουρκικής Βουλής ζήτησε να φύγει ο Υπουργός Ενέργειας και γαμπρός του Ερντογάν από την θέση του κ. Νταβούτογλου, όπου είχε καθίσει κατά λάθος), αν και ποτέ δεν έκρυψε τα νεοοθωμανικά του σχέδια για την Τουρκία, είναι συνήθως πιο προσεκτικός στις αντιδράσεις του.

Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Νταβούτογλου προσπάθησε άλλη μια φορά να διαχειριστεί την κατάσταση, αξιοποιώντας την δεινότητά του στις διαπραγματεύσεις και το δίκτυο επηρεασμού των ανώτερων στελεχών της γραφειοκρατίας των ΗΠΑ, του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. που διαθέτει η Τουρκία. Για τον σκοπό αυτόν, προσπάθησε να επαναφέρει την ψυχροπολεμική λογική, που μετά τις οργανωμένες τρομοκρατικές ενέργειες του Ισλαμικού Στρατού στην Γαλλία και αλλού και τις μεμονωμένες επιθέσεις φανατικών ισλαμιστών στις ΗΠΑ, οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να ξεπεράσουν, λόγω της προτεραιότητας που αντιπροσωπεύει πλέον γι αυτούς, ο Ισλαμικός Στρατός.

Γεγονός είναι ότι η Ρωσική ανάμειξη, σε συνδυασμό με την υποστήριξη που παρέχουν στο καθεστώς του Άσαντ εθελοντές της Χεζμπολάχ και σιίτες του (πλέον νομιμοποιημένου) Ιράν, έχει αλλάξει πλέον τα δεδομένα. Για πολλούς μήνες, η κύρια δύναμη των Δυτικών εναντίον του Ισλαμικού Στρατού ήταν οι Κούρδοι μαχητές του PYD, οι οποίοι μετά την ηρωική αντίσταση ανδρών και γυναικών στην μάχη του Κομπανί, συνέχισαν την επιτυχημένη δράση τους για την απελευθέρωση των εδαφών τους από τον Ισλαμικό Στρατό, με αντίτιμο βέβαια χιλιάδες νεκρούς. Το τελευταίο όμως διάστημα, οι δυνάμεις του Συριακού Στρατού του Άσαντ, υπό την σκέπη των Ρωσικών βομβαρδιστικών, έχουν ανακάμψει και πετυχαίνουν συνεχόμενες νίκες κατά του Ισλαμικού Στρατού, καθώς και κατά των άλλων αντιπολιτευόμενων ομάδων.

Η Τουρκία ξανά προσπάθησε να ελέγξει το παιχνίδι, εν όψει της έναρξης των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας για την δράση εναντίον των δυνάμεων του Ισλαμικού Στρατού και την ειρήνευση στην Συρία. Ένα περίπου μήνα πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων, σε συνάντηση στο Ριάντ, οργανώσεων που πολεμούν τον Άσαντ, κατάφερε να επιτύχει την ενιαία εκπροσώπησή τους σε μια οργανωμένη ομάδα (HNC-High Negotiations Committee). Σε αυτήν συμμετέχουν, εκτός από τις μετριοπαθείς δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, οι ισλαμικές ομάδες, με μόνη εξαίρεση τον Συριακό κλάδο της Al-Qaida. Αντίθετα, μετά τους εκβιασμούς της Άγκυρας, έχουν αποκλεισθεί οι Σύριοι Κούρδοι του PYD (Democratic Union Party) και οι σύμμαχοί του (yezidis, Άραβες, χριστιανοί, κλπ), που όλο αυτό το διάστημα πολέμησαν δίπλα-δίπλα για την ανακατάληψη των εδαφών τους από τον Ισλαμικό Στρατό.

Βέβαια η πραγματικότητα δεν συμφωνεί πάντα με τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κ. Νταβούτογλου. Οι δυνάμεις του Συριακού Στρατού του Άσαντ, υπό την σκέπη των Ρωσικών βομβαρδιστικών, την ίδια ημέρα που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις άρχισαν τον αποκλεισμό του Χαλεπιού και συγκεκριμένα των βόρειων συνοικιών του, που εδώ και χρόνια είναι στα χέρια των Ισλαμιστών ανταρτών. Η πτώση του Χαλεπιού (εκτός από σημαντικές παράπλευρες απώλειες και αυξανόμενο κύμα προσφύγων) θα επιφέρει το σημαντικότερο μέχρι τώρα πλήγμα κατά των Ισλαμιστών στην Συρία. Στο μεταξύ, οι διαπραγματεύσεις στην Γενεύη έχουν διακοπεί από τις 04.02.2016 και μέχρι τις 25.02.2016.

Το εναλλακτικό σχέδιο (Plan B) της Τουρκίας είναι η επέμβαση του Τουρκικού Στρατού στην Συρία. Παρά τις χλιαρές διαψεύσεις της Τουρκικής Κυβέρνησης, τα σχέδια εισβολής που κατήγγειλαν οι Ρώσοι είχαν προαναγγελθεί, κατά την επίσκεψη του Αντιπροέδρου Μπάιντεν στην Τουρκία, σε πρόσφατες ανακοινώσεις της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και σε δημοσιοποιημένες Μελέτες του Αμερικανικού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών Stratfor.

Είναι περιττό να πει κανείς τι μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια επέμβαση του Τουρκικού Στρατού, η οποία δεν θα είναι εύκολο να περιοριστεί σε τοπικό επίπεδο, αλλά εύκολα να εξελιχτεί σε μια απρόβλεπτη παγκόσμια ανάφλεξη. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ότι πλέον δεν αρκείται να επωφελείται από τα γεγονότα αλλά τα προκαλεί, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα οφέλη της.

Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή την στάση των άλλων Δυνάμεων.

Οι ΗΠΑ, από την εποχή που η Τουρκική Κυβέρνηση δεν της επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τη βάση του Ινσιρλίκ στην επίθεση κατά του Ιράκ, διαπιστώνει ότι η Τουρκία μετατρέπεται σε όλο και πιο ανυπάκουο και προβληματικό σύμμαχο. Η εκφρασμένη εδώ και πολλούς μήνες επιθυμία της να σφραγιστούν τα σύνορα της Τουρκίας με την Συρία και το Ιράκ, προκειμένου να διακοπεί η ενίσχυση του Ισλαμικού Στρατού, δεν έχει υλοποιηθεί, ενώ και η ζητηθείσα απόσυρση των Τουρκικών μονάδων από το Ιράκ δεν ολοκληρώθηκε.

Παράλληλα, ενώ οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ότι οι Κούρδοι της Συρίας αποτελούν τους πιο αξιόπιστους συμμάχους τους και γι αυτό κατ' επανάληψη τους ενίσχυσαν με πολεμικό υλικό, δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να αποφύγουν τον Τουρκικό εκβιασμό, «εμείς ή αυτοί». Το κυριότερο, οι ΗΠΑ δεν είναι ακόμα σε θέση να σταθμίσουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της (μέχρι στιγμής) επιτυχημένης αμφισβήτησης των στρατηγικών αποφάσεών τους, από το «σκληρό παιχνίδι» της Τουρκίας.

Άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, συναίνεσαν στον αποκλεισμό των Κούρδων από τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, ενώ παράλληλα δεν αποδέχονται το ενδεχόμενο παραμονής του Ασάντ στην εξουσία για «πολιτικά ορθούς λόγους», όπως ήταν παλαιότερα η χρησιμοποίηση χημικών από τον Άσαντ (που βέβαια στην συνέχεια χρησιμοποίησαν και οι αντίπαλοί του και πιο πρόσφατα η δημοσίευση φωτογραφιών των θυμάτων του Συριακού καθεστώτος. Είναι ασφαλώς πρωτόγνωρη η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η πάλαι ποτέ περίφημη Γαλλική διπλωματία, που πλέον, μαζί με τις προτεραιότητές της, έχει χάσει την αίγλη και την δυναμική της.

Τέλος θα πρέπει να εξετάσουμε από πού αντλεί η Τουρκική διπλωματία αυτήν την δύναμη, δύναμη που έχει εμφανίσει τόσο στο επίπεδο της Ε.Ε και της Συμφωνίας των δύο χωρών για το μεταναστευτικό/προσφυγικό, όσο και στο επίπεδο του ΟΗΕ και των εξελίξεων στο Κυπριακό.

Η έναρξη της επικοινωνιακής ενδυνάμωσης της Τουρκίας, μέσω των lobbies που την στηρίζουν συμπίπτει χρονικά με την επί σειρά ετών συμμαχία της με τα αντίστοιχα κέντρα που προωθούσαν τα ισραηλινά συμφέροντα. Είναι βέβαια γεγονός, ότι μετά τα γεγονότα του Mavi Marmara προ εξαετίας, το Ισραήλ διέκοψε την υποστήριξή του προς την Τουρκία, ενώ η επικοινωνιακή δύναμη της Τουρκίας έχει αυξηθεί σημαντικά έκτοτε, κάτι που κατά τηνμ γνώμη μου, δείχνει ότι ακόμα και χωρίς αυτήν την αρχική υποστήριξη, η Τουρκία θα πετύχαινε τον σκοπό της. Πλέον, ακόμα και η με Αμερικανική παραίνεση προσπάθεια συμφιλίωσης του Ισραήλ με την Τουρκία, γίνεται σε άλλο πλαίσιο και με αντικειμενικό σκοπό την εξυπηρέτηση των Τουρκικών και όχι των Ισραηλινών συμφερόντων.

Συμπερασματικά, επισημαίνουμε ότι θα πρέπει το νωρίτερο να μπει ένα φρένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις στις επιδιώξεις και τακτικές αυτές της Τουρκίας, που απειλούν ευθέως την παγκόσμια ειρήνη.

Παράλληλα, ο Ελληνισμός, που δεν έχει κατανοήσει ακόμα το μέγεθος της Τουρκικής απειλής ούτε έχει αποφασίσει να αντιδράσει, όπως και όσο μπορεί, στις αντίστοιχες Τουρκικές κινήσεις στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, καθώς και στο Κυπριακό, προς το παρόν γίνεται μάρτυρας των τουρκικών μεθοδεύσεων και της Ελληνικής υποχωρητικότητας και αδράνειας.

Δημοφιλή