Στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας-και παρά τις φαινομενικά θετικές εξελίξεις της προηγούμενης Πέμπτης στη mini σύνοδο-για ακόμα μια φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση φανέρωσε μέσω των θεσμικών της παραγόντων, με ομοβροντία δηλώσεων, το πιο σκληρό και αντιδημοκρατικό της πρόσωπο. Οι ωμές, απροκάλυπτες παρεμβάσεις στον εσωτερικό τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας μιας χώρας, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας, καταδεικνύει για πολλοστή φορά τον τρόπο με τον οποίο πορεύεται πολιτικά και λειτουργεί εν γένει η Ένωση.
Είναι καταφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να αφήσει την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει το πρόγραμμά της: είτε θα την εξαναγκάσει να εγκαταλείψει πλήρως τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ακολουθώντας δηλαδή και συνεχίζοντας μια άτεγκτη, βαθιά αντικοινωνική νεοφιλελεύθερη πολιτική με μια σειρά νέων υφεσιακών μέτρων είτε θα προσπαθήσουν να την ανατρέψουν μέσω της οικονομικής ασφυξίας. Θα επιχειρήσουν δηλαδή με άλλα λόγια να τελέσουν ένα πραξικόπημα με οικονομικούς όρους.
Οι λόγοι που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται, όπως έχει αρχίσει και γίνεται ξεκάθαρο, να κάνει την παραμικρή ουσιαστική υποχώρηση στην προσφάτως δημοκρατικά εκλεγμένη και με ισχυρή εντολή ελληνική κυβέρνηση είναι ένας οικονομικός και ένας πολιτικός, που συνδέονται βέβαια μεταξύ τους.
Ο οικονομικός λόγος είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και αρκετά χρόνια δείχνει μια δογματική προσήλωση στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, όπου κυρίαρχο είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό συνιστά τη βάση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και επικαθορίζει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και του κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά. Η πολιτική διαμορφώνεται πλήρως από τις επιλογές και τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού φορέα και της αντίστοιχης ελίτ. Με άλλα λόγια η πολιτική στην Ευρώπη δεν ασκεί καμία επιρροή στην οικονομική υποδομή της Ένωσης και έχει εκπέσει λειτουργώντας απλά ως θεματοφύλακας των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος-όπως έχει τονισθεί πολλές φορές ακόμα και από στελέχη των δανειστών, όπως του ΔΝΤ-που η ήδη χρεοκοπημένη Ελλάδα κατέφυγε το 2010 στον οικονομικό μηχανισμό στήριξης, για να διασωθούν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες και όχι φυσικά η ελληνική κοινωνία.
Επομένως σε μια Ευρώπη όπου οι πολιτικές της ηγεσίες με προεξάρχουσα αυτή της γερμανικής έχουν παραδοθεί πλήρως στην επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αγόμενες και φερόμενες από τις επιλογές και αποφάσεις του, είναι αδύνατον να γίνει ανεχτή έστω και στο ελάχιστο μια αριστερή κυβέρνηση ακόμα και αν αυτή καταρχήν είναι πρόθυμη να κινηθεί μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος θέλοντας απλά να επιστρέψει στις κεϊνσιανές αρχές επανασυστήνοντας ένα αναπτυξιακό οικονομικό μοντέλο και εγκαταλείποντας αυτό της αυστηρής λιτότητας. Με άλλα λόγια δηλαδή, η ελληνική κυβερνητική πολιτική παρόλο που αποδέχεται το γενικό πλαίσιο, αυτό του καπιταλισμού, η πολιτική της δεν μπορεί γίνει ανεκτή διότι ακριβώς προτεραιότητα και γνώμονας άσκησής της δεν είναι τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Εκτός όμως από τον οικονομικό λόγο η ελληνική κυβερνητική πολιτική δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, πόσω μάλλον αποδεκτή από την Ευρώπη και κυρίως από τη γερμανική κυβέρνηση και για έναν άλλο λόγο, πολιτικό.
Αν δοθεί στην ελληνική κυβέρνηση το περιθώριο και οι «ανάσες» που ζητάει για να εφαρμόσει την πολιτική της-που μπορεί να βρίσκεται στο ίδιο πλαίσιο, αλλά στον αντίποδα της ασκούμενης ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης πολιτικής όπως αυτή επιβάλλεται από τη γερμανική πολιτική ηγεσία, που με τη σειρά της ενεργεί ως άριστος εντολοδόχος των χρηματοπιστωτικών ελίτ-τότε αν αυτή η πολιτική πετύχει και όχι μόνο λογιστικά αλλά και κοινωνικά θα αποκαλυφθεί στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών η γύμνια της ασκηθείσας ευρωπαϊκής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια όπως χαράχθηκε και επιβλήθηκε από τη γερμανική πολιτική ηγεσία καθ' υπόδειξη των τραπεζών. Και είναι βέβαιο πώς μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους αυτής της πολιτικής και αυτών των πολιτικών που εξυπηρέτησαν πειθήνια όλα αυτά τα χρόνια τα συμφέροντα των τραπεζών εις βάρος των κοινωνιών.
Αυτός είναι λοιπόν και ο λόγος που οι πολιτικές ηγεσίες με πρώτη και καλύτερη τη γερμανική θα προσπαθήσουν με κάθε μέσο να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, η διάσωση των πολιτικών τους βίων.
Συνοψίζοντας λοιπόν ο οικονομικός λόγος που δεν πρόκειται οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες να αφήσουν την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει το πρόγραμμά της είναι για να «διασωθούν» τα συμφέροντα των τραπεζών και ο πολιτικός για να «διασωθούν» οι ίδιοι.
Παρόλα αυτά μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο και τον εξαιρετικά δυσμενή συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων για την ελληνική αριστερή κυβέρνηση, αυτή καλείται να βρει λύσεις και να πετύχει στο μέτρο του εφικτού, καταλήγοντας σε έναν «έντιμο» συμβιβασμό. Για να υπάρχουν όμως ρεαλιστικές πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απρόσκοπτη και ενεργή στήριξη της κυβέρνησης από το σύνολο της κοινωνίας. Μόνο ίσως τότε μπορέσει να κάνει την ιστορική υπέρβαση υπερκεράζοντας τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Και ευτυχώς μέχρι στιγμής φαίνεται ότι έχει την κοινωνική στήριξη.