Η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης (12.7.2015) καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη με κατάληξη ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Προβλέπει προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Επομένως είναι ένα προσύμφωνο για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία.
Καθώς άρχισε να εφαρμόζεται το προσύμφωνο, οι πολιτικές αναταράξεις δυσκολεύουν την εφαρμογή του και προϊδεάζουν για τις επερχόμενες δυσκολίες ως την ολοκλήρωση της διαδικασίας τις επόμενες εβδομάδες. Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να αιτιολογήσουμε συμπυκνωμένα γιατί δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία, ενάντια σε ορισμένες αποφθεγματικού τύπου κριτικές.
Πρώτον, η εναλλακτική λύση ήταν και παραμένει μια άτακτη χρεοκοπία και χαοτική έξοδος από την Ευρωζώνη που θα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Οι διάφορες ιδέες που κυκλοφορούσαν εν κρυπτώ από μαθητευόμενους μάγους θα επέτειναν απλώς το χάος. Μια πρώτη ιδέα για το τι θα συμβεί αν δεν εφαρμοσθεί η συμφωνία της 12ης Ιουλίου μας έδωσαν οι εξελίξεις μετά την εισαγωγή των capital controls και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν μάλιστα καταλήξουμε σε επιστροφή στη δραχμή, που η κυβέρνηση δεν επιθυμεί, η χώρα θα εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού. Το ΔΝΤ έχει υπολογίσει ότι η υποτίμηση έναντι του Ευρώ θα ήταν 50%, πράγμα που θα σήμαινε δραστική μείωση της αξίας των καταθέσεων και άλλων αποταμιεύσεων, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα αυξάνονταν και θα ωθούσαν τον πληθωρισμό στο 35% και το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 8%. Η τελική συμφωνία με τους θεσμούς που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα σε βάθος δεκαετίας.
Δεύτερον, τα μέτρα ως σύνολο αντέχουν στην οικονομική κριτική καθώς δεν περιορίζονται σε αυξήσεις φόρων, επομένως ο συμβιβασμός, αν και όχι χωρίς προβλήματα, είναι με οικονομικά κριτήρια βιώσιμος, δεδομένου κιόλας ότι περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή (ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις + χρηματοδοτήσεις). Ο φόβος ότι θα αποτύχει ή ότι «έχει ήδη αποτύχει» είναι με οικονομικά κριτήρια αβάσιμος. Ειδικά τα στοιχεία της συμφωνίας που αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, βοήθεια και επενδύσεις είναι κρίσιμα για να εξουδετερωθούν οι υφεσιακές επιπτώσεις των νέων φορολογικών μέτρων.
Το επιχείρημα ότι μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και ένα αρχικό «σοκ» η οικονομία θα ανέκαμπτε γρήγορα κυρίως γιατί η υποτίμηση θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι έωλο γιατί, ανάμεσα σε άλλα, παραγνωρίζει ότι (α) με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα έκλεινε η στρόφιγγα των εξωτερικών πόρων, (β) η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα στον φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού και εν τέλει σε μια ακόμα σκληρότερη λιτότητα (γ) παραγνωρίζει τις διαρθρωτικές υστερήσεις της χώρας και (δ) σε τέτοιες διεργασίες πληρώνουν τον λογαριασμό οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες! Όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις χαοτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μεταβατικά η παντελής έλλειψη προετοιμασίας.
Τρίτον, είναι παραπλανητικό να συγκρίνεται η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής με τη Συνθήκη των Βερσαλιών η οποία τότε επέβαλε στη Γερμανία τεράστιες αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε στους γείτονες, ενώ η Σύνοδος Κορυφής προβλέπει αντίθετα την αποκατάσταση της ομαλής ροής δανείων και δωρεάν βοήθειας στην Ελλάδα. Τέτοιες ερμηνείες καθώς και ο ανέμελος χαρακτηρισμός της όλης διαδικασίας ως «πραξικοπήματος» αποκαλύπτουν άγνοια της ιστορίας και έλλειψη λογικής. Οπωσδήποτε τροφοδοτούν τα αρνητικά ανακλαστικά ευρύτερων κοινωνικών ομάδων και εμποδίζουν την ορθολογική συζήτηση για τα συγκεκριμένα μέτρα.
Και να μη λησμονούμε: «Δεν υπάρχει κακή κατάσταση που να μη μπορεί να γίνει χειρότερη!»