Η δημοσιογραφία θα έπρεπε να θέτει ερωτήσεις και όχι να τις απαντάει. Η άποψη του δημοσιογράφου δεν χωράει στο ρεπορτάζ που κάνει. Η σημερινή ανάγκη για να «πουληθούν περισσότερα φύλλα» και να «καταγραφούν περισσότεροι αναγνώστες διαδικτυακά» έχει πλήξει ανεπανόρθωτα και την ποιότητα της δημοσιογραφίας. Πρέπει να ξαναθυμηθούμε πως για να μεταδοθεί σωστά ένα γεγονός πρέπει να το ζήσεις και να το (εξ)ερευνήσεις όσο καλύτερα μπορείς, ώστε να το κατανοήσει και ο αναγνώστης. Και προ πάντων, πως οι άνθρωποι θέλουν να διαβάζουν για κάτι που τους αφορά, που αγγίζει τη δική τους ζωή.
Καταρχάς, μια αλλοιωμένη είδηση ποτέ δε μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη πληροφορία ούτε, κατά συνέπεια, προϊόν κριτικής επεξεργασίας και εξαγωγής συμπερασμάτων. Δεύτερον, το ίδιο το άτομο λειτουργεί με αποτυχία, ταυτόχρονα, τόσο ως δέκτης όσο και ως πομπός ειδήσεων. Το κυριότερο όμως αρνητικό αποτέλεσμα είναι ότι εμποδίζεται η παραγωγή γόνιμης κριτικής και επεξεργασίας της είδησης. Το άτομο όχι μόνο δεν λαμβάνει αντικειμενική πληροφόρηση αλλά δέχεται, υιοθετεί και, σε πολλές περιπτώσεις, διαδίδει ψευδείς ειδήσεις. Έτσι όμως ανακόπτεται η σκέψη και εξαφανίζεται η κρίση.
Συγκεκριμένα, με την απόφαση 96/2016, το Ειρηνοδικείο Αθηνών επιδίκασε αποζημίωση 5.869 ευρώ για ηθική βλάβη σε οφειλέτη δικηγόρο, επειδή η τράπεζα στην οποία υπήρχε η οφειλή δεν τον ενημέρωσε σχετικά με τη διαβίβαση των δεδομένων του σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, από την οποία στη συνέχεια δέχθηκε κλήσεις για να ενημερωθεί για την ληξιπρόθεσμη οφειλή του και να διαπραγματευθεί τον τρόπο και χρόνο αποπληρωμής της.