Μπορεί στην εποχή μας οι άνθρωποι να ζουν περισσότερο από ποτέ, μα πάντα οι γυναίκες ζούσαν περισσότερο από τους άνδρες– και αυτό δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο φαινόμενο, καθώς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στα θηλαστικά η μέση διάρκεια ζωής των θηλυκών είναι περίπου κατά 12% μεγαλύτερη από αυτή των αρσενικών. Πάντως σε πολλά είδη πτηνών, εντόμων και ερπετών τα αρσενικά ζουν συχνά περισσότερο από τα θηλυκά.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Popular Mechanics οι λόγοι φαίνονται να είναι γενετικοί: Θεωρείται πως τα δύο χρωμoσώματα Χ των θηλυκών θηλαστικών μπορεί να τα προστατεύουν από επιβλαβείς γενετικές μεταλλάξεις- μια προστασία που τα αρσενικά δεν έχουν, καθώς έχουν ένα Χ και ένα Υ. Αυτό αλλάζει στα πτηνά, όπου τα πράγματα είναι αντίστροφα.
Η γενετική ωστόσο δεν είναι ο μόνος λόγος που τα θηλυκά θηλαστικά και τα αρσενικά πτηνά έχουν πλεονέκτημα. Για να λύσει το «μυστήριο», διεθνής ομάδα ερευνητών, των οποίων ηγήθηκε η Γιοχάνα Στερκ του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ στη Λειψία της Γερμανίας, διερεύνησε τους παράγοντας που μπορεί να αυξήσουν ή να μειώσουν τη διάρκεια ζωής αρσενικών και θηλυκών. Αρχεία ζωολογικών κήπων πάνω σε πάνω από χίλια είδη πτηνών και θηλαστικών φαίνονται να υποστηρίζουν την προαναφερθείσα υπόθεση – το αποκαλούμενο «heterogametic sex hypothesis»- όπως και δεδομένα από την άγρια φύση. Ωστόσο δεν εξηγεί τις εξαιρέσεις- όπως πχ το ότι τα θηλυκά αρπακτικά πτηνά ζουν περισσότερο από τα αρσενικά.
Όπως προκύπτει, η σεξουαλική επιλογή ενδεχομένως να είναι αυτό που καθορίζει το ποιος ζει περισσότερο: Το ένα φύλο ενός είδους μπορεί να επιτυγχάνει επιπλέον διάρκεια ζωής χρησιμοποιώντας πάρα πολλούς πόρους για να αναπτύσσει και να διατηρεί χαρακτηριστικά τα οποία παρέχουν πλεονέκτημα στην προσέλκυση συντρόφων. Επίσης είναι δυνατόν η αναπαραγωγή η ίδια να «κόβει» χρόνια από τη διάρκεια ζωής ενός φύλου. Τα ποσοστά επιβίωσης μπορεί να μειώνονται από το stress που προκαλεί η κυοφορία, η γέννα ή η ωοτοκία και η φροντίδα των παιδιών, αν και, στην περίπτωση του ανθρώπινου είδους, αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει τη μέση διάρκεια ζωής των γυναικών. Η ομάδα της Στερκ εστίασε κυρίως σε δεδομένα από πληθυσμούς ζώων, επειδή τα ζώα που ζουν σε έναν ζωολογικό κήπο δεν εκτίθενται σε κινδύνους από θηρευτές, ασθένειες, τραυματισμούς ή λιμοκτονία.
«Τα ζώα συχνά ζουν σημαντικά περισσότερο σε ζωολογικούς κήπους από ό,τι στην άγρια φύση, και η αφθονία πόρων και η ελεγχόμενη αναπαραγωγή σε ζωολογικούς κήπους μπορεί να μειώνει το κόστος επιβίωσης του ατόμου σε σχέση με την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή» αναφέρει η ομάδα στην έρευνά της, η οποία δημοσιεύτηκε στο Science Advances.
Στους ζωολογικούς κήπους τα θηλυκά θηλαστικά είχαν ακόμα μεγαλύτερο πλεονέκτημα ως προς τη διάρκεια ζωής, της τάξης του 16%, με τα αρσενικά πτηνά να έχουν 6%. Ωστόσο έκπληξη προκάλεσε το ότι τα αρσενικά πτηνά ζούσαν κατά μέσο όρο 5 φορές περισσότερο στην άγρια φύση, και τα θηλυκά θηλαστικά 1,5 φορές περισσότερο. Υπήρχαν επίσης κάποια θηλαστικά που αποτελούν εξαιρέσεις: Περίπου 5% των αρσενικών θηλαστικών στους ζωολογικούς κήπους και 7% στη φύση ζουν περισσότερο από τα θηλυκά, και το ίδιο ισχύει και στα πτηνά, με 4% των θηλυκών στους ζωολογικούς κήπους και λίγο πάνω από 2% στα φύση να ζουν περισσότερο από τα αρσενικά.
Άλλοι παράγοντες ενδεχομένως να είναι η πολυγαμία και η μονογαμία. Τα αρσενικά στα πολυγαμικά είδη συχνά είναι αντιμέτωπα με σκληρό ανταγωνισμό για να βρουν σύντροφο. Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέγεθος και «όπλα» όπως τα δόντια και τα νύχια μπορεί να παρέχουν πλεονέκτημα όσον αφορά στην εύρεση θηλυκών συντρόφων, μα επίσης χρησιμοποιούν πολλή ενέργεια και άλλους σωματικούς πόρους, μειώνοντας τη διάρκεια ζωής τους. Τα πιο πολλά πουλιά τείνουν να είναι μονογαμικά (τουλάχιστον, σε σχέση με τα θηλαστικά) και χωρίς την ίδια πίεση, οπότε τα αρσενικά στα οποία δεν παρατηρείται φυλετικός διμορφισμός (σημαντική εμφάνιση στη μορφή μεταξύ θηλυκών και αρσενικών) συχνά ζουν περισσότερο.
Επίσης, κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής των θηλυκών φαίνεται να είναι κοινό φαινόμενο και στους χιμπατζήδες και τους γορίλες, υποδεικνύοντας πως πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό το οποίο φαίνεται να είναι κοινό και γερά ριζωμένο στην εξελικτική μας ιστορία.