«Ένας εξηντάρης καθηγητής, ιστορικός τέχνης, αναμετράται με τη ζωή και το μέλλον του που στατιστικά όλο και μικραίνει. Οι οικογενειακοί και ερωτικοί δεσμοί του, οι μνήμες, τα πάθη και τα απωθημένα του μπερδεύονται σε έναν κυκεώνα σκέψεων και προβληματισμών, υπαρξιακής και ηλικιακής κρίσης. Ανάμεσά τους, η αιώνια πάλη ανάμεσα στη φθορά και το πείσμα για νιότη και ζωή».
Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του 2052, του μυθιστορήματος των τριών. Ο Μάνος Στεφανίδης και ο Γιώργος Αριστηνός ανέλαβαν να γράψουν διαδοχικά μια ιστορία. Μπορεί να επέλεξαν αυτοί την αρχή και την εξέλιξή της, αλλά το τέλος το καθόρισε η Τεχνητή Νοημοσύνη, παίρνοντας τη θέση του τρίτου συγγραφέα. Η Joe, διά χειρός Μάνου Ιωαννίδη, έγραψε το φινάλε σε αυτό το δυστοπικό οργουελικό μυθιστόρημα που γοητεύει με τον έντονο φιλοσοφικό του άξονα.
Σε έναν κόσμο που η δημιουργικότητα παραδοσιακά θεωρείται ένα από τα τελευταία οχυρά της μοναδικότητας του ανθρώπου, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα ανατρεπτικό πείραμα: μια πεζογραφική σκυταλοδρομία που διερευνά το όριο μεταξύ ανθρώπινου ταλέντου και τεχνητής νοημοσύνης.
Η ιδέα του Μάνου Στεφανίδη να φτιάξουμε ένα σύγχρονης γενιάς μυθιστόρημα, βασισμένο στο «Μυθιστόρημα των Τεσσάρων», είχε για εμένα πολύ ενδιαφέρον κι αποτέλεσε μεγάλη πρόσκληση. Ο τρόπος που υλοποιήθηκε η ιδέα μπορεί να φαντάζει απλός, αλλά δεν ήταν. Όταν ο Μάνος Στεφανίδης και ο Γιώργος Αριστηνός έδωσαν τη λογοτεχνική σκυτάλη στη Joe, o Μάνος Ιωαννίδης ανέλαβε να συντάξει την αλληλουχία των εντολών που θα έπρεπε να δοθούν στο πρόγραμμα, προκειμένου να «γράψει». Εκείνος ήταν που χάραξε τον «δρόμο» που θα όδευε η ιστορία, χωρίζοντας θεματικά την πλοκή σε αναλυτικά κεφάλαια και υποκεφάλαια, με αυστηρό όριο λέξεων στο κάθε ένα. Αν είχε λάβει άλλες εντολές η Joe, η ιστορία θα είχε καταλήξει αλλιώς. Κοινώς, θα είχαμε άλλη ιστορία! Σε κάθε περίπτωση, φανερώνεται πως μπορεί η μηχανή να δημιουργεί, αλλά ο άνθρωπος καθοδηγεί κι ελέγχει.
Θα αναρωτηθεί κανείς τι συμβαίνει σε μια τέτοια περίπτωση και με το ύφος της γραφής. Κανείς δεν αρνείται πως το λογοτεχνικό ύφος είναι το ψυχικό αποτύπωμα του συγγραφέα. Εδώ, το ύφος γίνεται, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, συλλογικό και ρευστό, μιας και το A.I. κατάφερε να συμβαδίσει με το ύφος του Μάνου Στεφανίδη και του Γιώργου Αριστηνού.
Το 2052 είναι ένα υβριδικό μωσαϊκό, όπου τα όρια ανάμεσα στην ανθρώπινη διαίσθηση και την αλγοριθμική επεξεργασία γίνονται κι αυτά ρευστά. Το A.I. ανέλυσε τις λέξεις, την αφηγηματική ροή και τις συναισθηματικές κορυφώσεις των δύο συγγραφέων και με Αλληλουχία Εντολών (Prompt Chaining) (που δίνεται στον αναγνώστη, αναλυτικά, στο παράρτημα του βιβλίου), καθόρισε την κατάληξη. Αυτό εισάγει και την έννοια της υπολογιστικής δημιουργικότητας: η μηχανή δεν γράφει αυτό που «νιώθει», αλλά αυτό που «ορίζει» το σύμπαν που δημιούργησαν οι προκάτοχοί της και οι οδηγίες αυτού που την προγραμματίζει. Είναι πολύτιμη η συμβολή αυτού που δίνει τις εντολές στο μηχάνημα.
Η πρωτοτυπία του βιβλίου έγκειται και στο ότι στο τρίτο μέρος μετατοπίζεται το βάρος από τη γραφή στο editing. Η διαχείριση και ο έλεγχος του A.I. απαιτούν μια «ειδική» μορφή κριτικής σκέψης. Ο άνθρωπος από δημιουργός μετατρέπεται σε «μαέστρο», που κατευθύνει τη μηχανή για να φτάσει το έργο στην ολοκλήρωσή του. Με αυτό τον τρόπο η λογοτεχνία σταματά να είναι καθρέφτης του ανθρώπου και γίνεται πρίσμα, όπου μέσω της τεχνητής νοημοσύνης το φως της ανθρώπινης εμπειρίας διαθλάται, φτιάχνοντας κάτι εντελώς καινούργιο, απρόβλεπτο και ‒γιατί όχι‒ γοητευτικό.
Πολλά γράφονται κι ακούγονται για την τεχνητή νοημοσύνη, την «εισβολή» της στη ζωή μας, το νομικό και ηθικό πλαίσιο της χρήσης της και το κατά πόσο θα δράσει κατακτητικά στην ανθρώπινη δημιουργία. Ως εκδότης ήθελα να δοκιμάσω την καινοτομία. Ως σκεπτόμενος άνθρωπος ήθελα να διερευνήσω τα όρια ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανή. Δεν πιστεύω στις Κασσάνδρες. Πιστεύω πως τον άνθρωπο δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει κανείς. Μπορεί να τον βοηθήσει, να τον συμπληρώσει, να τον αναδείξει. Αλλά όχι να τον υποσκάψει ή να τον παραγκωνίσει.
Στο 2052, δεν επιδιώκουμε την αντικατάσταση του συγγραφέα από τη μηχανή, αλλά τη διερεύνηση μιας συνεργατικής νοημοσύνης. Κι αυτό αποδεικνύεται αφενός με τη συνοχή και αλληλοσυμπλήρωση των τριών μερών του βιβλίου, αφετέρου με το πώς ο ανθρώπινος παράγοντας χάραξε τα όρια της «μηχανής». Το βιβλίο αυτό είναι η απόδειξη ότι η τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει τον «καμβά». Το «χρώμα», όμως, και η τεχνοτροπία παραμένουν ανθρώπινα δημιουργήματα.
Νικόλαος Νίκας
Εκδότης