Η συνάντηση του Προέδρου των Η.Π.Α με τον Ρώσο ομόλογό του επί αμερικανικού εδάφους μονοπώλησε το ενδιαφέρον της διεθνούς επικαιρότητας. Παρόλο που δεν υπήρξαν ανακοινώσεις που να καταδεικνύουν την λήψη επίσημης απόφασης για το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία, μπορούν να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την επιλογή του τόπου συνάντησης και τις ισορροπίες στο περιφερειακό σύστημα του Βόρειου Ειρηνικού.
Η επιλογή της πολιτείας της Αλάσκας ως τόπος διεξαγωγής της συνάντησης μεταξύ των Προέδρων των Η.Π.Α και της Ρωσίας ενέχει μίας ιστορικότητας, καθώς αποτελούσε έδαφος του Τσαρικού καθεστώτος της Ρωσίας μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Έχει ένα συμβολικό χαρακτήρα για τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις, είτε στο πλαίσιο μιας ιστορικής συνεργασίας ή ως υπενθύμιση για τον ανταγωνισμό των δύο δυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Βέβαια, για την Ρωσία, υπήρχε ένα διαφορετικό πολιτικό καθεστώς στην εξουσία εκείνη την περίοδο, ωστόσο το Σοβιετικό παρελθόν έχει ενισχυθεί την τελευταία δεκαετία στην αφηγηματική πολιτική της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, με το καθεστώς Πούτιν να καλλιεργεί την εικόνα της ιστορικής συνέχειας με την ΕΣΣΔ. Είναι η πρώτη φορά που πραγματοποιείται επίσημη επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου σε έδαφος δυτικής χώρας τα τελευταία τρία χρόνια.
Η περιοχή έχει και γεωστρατηγική ισχύ, καθώς ο Βερίγγειος Πορθμός και η χερσόνησος της Αλάσκας αποτελούν σύνορα μεταξύ Ρωσίας και Η.Π.Α, σε εξαιρετικά κοντινή απόσταση. Δύο νησιά, το Μεγάλο Νησί του Διομήδη, που ανήκει στην Ρωσία, και το Μικρό Νησί του Διομήδη, της Αλάσκας, αποτελούν τα σύνορα μεταξύ τους. Επίσης, η περιοχή έχει πλούσιες ορυκτές ύλες, σε μια χρονική περίοδο που η ενεργειακή πολιτική έχει στραφεί προς την εκμετάλλευσή τους, ή, τουλάχιστον, προς την εξασφάλιση της κατοχής των πηγών. Κατά τον 18ο αιώνα, η Ρωσία ξεκίνησε αποστολές στην περιοχή της Αλάσκας, μέσω εξερευνήσεων, και εξελίχθηκε – ως εποικιστική πολιτική – με την εγκαθίδρυση μόνιμων κατοίκων στην περιοχή, αποτελώντας μέρος της επικράτειας του Τσαρικού καθεστώτος. Ο Τσάρος προσφέρθηκε, το 1866, να πουλήσει την Αλάσκα, τελικά, στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, με τις διαπραγματεύσεις να ολοκληρώνονται το 1867. Στα αρχεία του αμερικανικού κράτους υπάρχει η απόδειξη της καταβολής του ποσού της αγοράς, στα 7,2 εκ. δολάρια (Milestone Documents, “Check for the Purchase of Alaska, 1868). Παρόλο που υπήρξαν αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η Αλάσκα αποτέλεσε σημαντική πηγή για την χώρα, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα χρυσού στην περιοχή.
Στην Αλάσκα υπάρχει μια ρωσική κληρονομιά στην πολιτιστική ταυτότητα της περιοχής, κυρίως σε θρησκευτικό επίπεδο. Κατά την διάρκεια του Τσαρικού καθεστώς, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε προχωρήσει στην οργάνωση ιεραποστολικών αποστολών και στην ίδρυση εκκλησιών στην περιοχή με πιστούς κυρίως τους ιθαγενείς της περιοχής (Vinkovetsky 2010,156). Μετά την πώληση της Αλάσκας, οι θρησκευτικές κοινότητες αναπτύχθηκαν σε τοπικό επίπεδο και συνεχίστηκε ο προσηλυτισμός, μέχρι και το 1917, όταν τερματίστηκε και η παρουσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην περιοχή (Vinkovetsky 2010,156). Έχουν παραμείνει ορισμένες ρωσικές κοινότητες Χριστιανών Παλαιάς Πίστης (“Old Believers”), που διαβιούν σε απομακρυσμένες περιοχές, μια θρησκευτική κοινότητα που είχε διαφοροποιηθεί από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία από τον 17ο αιώνα, και ορισμένες οικογένειες είχαν μεταναστεύσει στις Η.Π.Α κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Για το διακύβευμα της συνάντησης είχε αφεθεί να εννοηθεί ότι θα υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ των δύο επικεφαλής των κρατών για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε συμφωνία για άμεση κατάπαυση πυρός στην συνάντηση μεταξύ Τραμπ-Πούτιν, αλλά μίλησαν για την επιδίωξη να υπογραφεί στο μέλλον μία ειρηνευτική συμφωνία. Ωστόσο, η συνάντηση αυτή αναδεικνύει και τον γεωπολιτικό ρόλο της Αλάσκας και, γενικώς, τους στόχους των διεθνών δρώντων για την ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού. Η Αλάσκα ανήκει στο περιφερειακό σύστημα του Βόρειου Ειρηνικού και του Αρκτικού Κύκλου, και ο Ειρηνικός αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους στρατηγικής σημασίας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Η στρατιωτική παρουσία διεθνών δρώντων, όπως της Ρωσίας, της Κίνας και των Η.Π.Α, έχει αυξηθεί και οι ενδιαφερόμενες χώρες έχουν αναπτύξει σχέδια αποτροπής για την περιοχή. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι στις 24 Ιουλίου 2024, η Βορειο-Αμερικανική Διοίκηση Αεροπορικής Άμυνας (North American Aerospace Defense Command-NORAD) των Η.Π.Α. αναχαίτισε δύο κινεζικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα και δύο, αντίστοιχα, ρωσικά, σε κοινές ασκήσεις Ρωσίας-Κίνας στην ευρύτερη περιοχή. Όπως επισημαίνεται από Αμερικανούς αναλυτές, από το 2018 η Κίνα έχει αναβαθμίσει την παρουσία της στο Βόρειο Ειρηνικό ως στρατηγικό στόχο, εντείνοντας την συνεργασία της με την Ρωσία.
Οι εξελίξεις των πρόσφατων διαπραγματεύσεων θα δείξουν τις κινήσεις και τις προθέσεις των διεθνών δρώντων για το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία και τον αντίκτυπό τους στο μετα-συγκρουσιακό περιβάλλον της χώρας. Τα ερωτήματα που εγείρονται από την πρόσφατη συνάντηση σε επίπεδο Προέδρων είναι αρκετά, όπως για τον ρόλο των Η.Π.Α στην σύγκρουση, πώς θα εξελιχθούν οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις, και ποιά θα είναι η έκβαση του πολέμου, ύστερα και από την επίσημη επίσκεψη του Ουκρανού Προέδρου στην Ουάσινγκτον, μαζί με Ευρωπαίους επικεφαλής κρατών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υποθέσεις αυτές στοιχειοθετούνται λόγω της αναβάθμισης του Ειρηνικού σε υψηλής στρατηγικής σημασίας γεωπολιτικό χώρο στην διεθνή πολιτική. Είναι μια κατάσταση που δείχνει το ποσοστό δέσμευσης της εξωτερικής δράσης των εμπλεκόμενων κρατών στον χώρο αυτό ως προτεραιότητα έναντι άλλων διεθνών ζητημάτων. Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί η αλληλεπίδραση συμφερόντων μεταξύ διεθνών δρώντων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, σε συνεργατικό ή συγκρουσιακό επίπεδο. Η Αλάσκα είναι μια πολιτεία των ΗΠΑ που επηρεάζεται, έτσι, μπορεί να ληφθεί υπόψη και μια περαιτέρω γεωπολιτική παράμετρος της συνάντησης των δύο Προέδρων.
Παραπομπή
Vinkovetsky, Ilya. “Building a Diocese Overseas: The Orthodox Church in Partnership with the Russian-American Company in Alaska.” Ab Imperio 2010.3 (2010): 152-194.