Η αναβάθμιση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς από τον οίκο FTSE Russell στην κατηγορία των Ανεπτυγμένων Αγορών, μαζί με τη νέα αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον ιαπωνικό οίκο R&I, συνιστούν κάτι παραπάνω από τεχνικές ειδήσεις για τους «μυημένους» των χρηματαγορών.
Πρόκειται για δύο κομβικές κινήσεις που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα “φαίνεται” στο διεθνές οικονομικό στερέωμα.
Για τον απλό πολίτη ή τον μικρομεσαίο επιχειρηματία, αυτά τα νέα μπορεί να μοιάζουν μακρινά. Στην πραγματικότητα, όμως, αγγίζουν όλους:
- Επηρεάζουν πόσο φθηνά μπορεί το κράτος να δανείζεται, άρα και τι περιθώριο έχει για κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές.
- Ενισχύουν την εικόνα της χώρας στα μάτια των μεγάλων θεσμικών επενδυτών, οι οποίοι μπορούν να κατευθύνουν σημαντικά κεφάλαια σε υποδομές, επιχειρήσεις και ομόλογα.
- Δημιουργούν νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης για ελληνικές εταιρείες που θέλουν να μεγαλώσουν ή να στραφούν στις διεθνείς αγορές.
Η αναβάθμιση από τον FTSE σημαίνει πρακτικά ότι μεγάλα διεθνή funds, τα οποία είχαν “κλειδωμένες” τις ελληνικές μετοχές επειδή η χώρα ανήκε στην κατηγορία των «προηγμένων αναδυόμενων», μπορούν πλέον να επενδύουν σε ελληνικούς τίτλους όπως κάνουν στις ώριμες οικονομίες. Παράλληλα, η αξιολόγηση “BBB” από τον R&I ενισχύει την εικόνα της χώρας στην ασιατική επενδυτική κοινότητα, ανοίγοντας δίαυλους κεφαλαίων από περιοχές που παραδοσιακά είναι επιλεκτικές.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι “λύθηκαν όλα”. Οι αναβαθμίσεις λειτουργούν σαν μια σπάνια στιγμή διεθνούς εμπιστοσύνης, ένα παράθυρο ευκαιρίας. Αν η Ελλάδα δεν το αξιοποιήσει, θα κλείσει.
Η ελληνική οικονομία έχει προχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί σε ένα περιβάλλον όπου:
- Η φορολογική και ρυθμιστική αστάθεια αποθαρρύνει τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.
- Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν χρηματοδότηση σε βιώσιμους όρους.
- Η δικαιοσύνη καθυστερεί, η γραφειοκρατία παραμένει εμπόδιο και η στρατηγική για τις κεφαλαιαγορές είναι αποσπασματική.
- Το επενδυτικό αφήγημα δεν έχει μετατραπεί σε καθημερινό πλεονέκτημα για την κοινωνία — στις υποδομές, στις δουλειές, στα εισοδήματα.
Αυτό είναι το κρίσιμο «δεύτερο ημίχρονο». Οι αγορές, οι επενδυτές και οι διεθνείς οίκοι έστειλαν θετικό σήμα. Τώρα η κυβέρνηση και οι θεσμοί πρέπει να δείξουν ότι μπορούν να μετατρέψουν τη διεθνή εμπιστοσύνη σε πραγματικό πλούτο για τη χώρα — όχι μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και για τον μικρομεσαίο που δυσκολεύεται να πάρει δάνειο, για τον νέο που θέλει να μείνει στην Ελλάδα, για τον πολίτη που πληρώνει φόρους και περιμένει καλύτερες υπηρεσίες.
Οι αναβαθμίσεις είναι σημαντικές. Αλλά η ουσία δεν βρίσκεται στους τίτλους, ούτε στα δελτία Τύπου. Βρίσκεται στην ικανότητα της χώρας να περάσει από τη “θεωρία της εμπιστοσύνης” στην πράξη της ανάπτυξης.
Αν αυτό το στοίχημα κερδηθεί, τότε ναι — η Ελλάδα δεν θα είναι απλώς μια “ανεπτυγμένη αγορά” στους πίνακες των διεθνών οίκων· θα είναι μια πραγματικά ανεπτυγμένη οικονομία για τους πολίτες της.