Κατά το πέρας των τελευταίων δεκαετιών, η όλο και πιο εντεινόμενη αντικατάσταση του ανθρώπου από τα θεοποιημένα επιτεύγματα της μηχανικής προόδου – από κοινού με την συνεπακόλουθη εκμηχάνιση της καθημερινής ζωής σε οποιαδήποτε έκφανση αυτής – δεν αποτελεί μόνο ένα τεχνολογικό φαινόμενο ή περισπούδαστο «θαύμα» που αξίζει προσοχής από μία ερευνητική ομάδα σχετικών με το αντικείμενο επιστημόνων. Αντιθέτως, πρόκειται για μια ευρύτερη διαδικασία με σαφείς κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις που δύσκολα κανείς δύναται να διακρίνει με την πρώτη ματιά.
Δεν χωράει, πλέον, καμία αμφιβολία για το ότι η ραγδαία και αδιάκοπα εντεινόμενη τεχνολογική εξέλιξη όχι μόνο δεν λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα αυθαίρετα προσδιορισμένο «κενό χώρο» παρά ενσωματώνεται και εγκολπώνεται εντός ενός καθόλα περιπεπλεγμένου πλαισίου σχέσεων εξουσίας, θεσμών και, εν γένει, στο πλαίσιο βαθιά ριζωμένων στη βάση της κοινωνίας οικονομικών δομών που καθορίζουν νομοτελειακά το «πώς» και το «για ποιον» η όποια πρόοδος αξιοποιείται.
Η «μηχανή», ενυλώνοντας αποτελεσματικά την υφιστάμενη συσσωρευμένη γνώση και εργασία προηγούμενων γενεών, έρχεται σήμερα στο προσκήνιο συστηνόμενη ως αρωγός της ανθρώπινης πράξης αλλά, παράλληλα, και έμμεσα ως μια ξένη δύναμη που αντιπαρατίθεται ευθέως προς τον σύγχρονο άνθρωπο. Τούτο δεν απαιτεί ιδιαίτερη από τον έμπειρο αναγνώστη προσπάθεια στο να κατανοηθεί. Έχοντας ξεπεράσει προ πολλού το ευεργετικό στάδιο της απελευθέρωσης του καθημερινού ανθρώπου από τον περίσσιο κόπο, τα τεχνολογικά επιτεύγματα συχνά όχι μόνο υποκαθιστούν τον ανθρώπινο παράγοντα αλλά και τον καθιστούν ολότελα ανεπαρκή μέσα στις απαιτήσεις της ίδιας του της ζωής.
Με αυτόν τον καταλυτικό τρόπο, η τεχνολογία μεταλλάσσεται σε ανύποπτο χρόνο από χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του παραγωγικού ανθρώπου σε μηχανισμό συγκέντρωσης ισχύος μακριά από αυτόν – με ποιητικό, μάλιστα, αίτιο τον ίδιο τον άνθρωπο: εκείνος, δηλαδή, ο αριθμός ατόμων που κατέχει και ελέγχει με όρους αδιαπραγμάτευτης αποκλειστικότητας τα μέσα αυτοματοποίησης βρίσκεται σήμερα στην καταλυτικώς προνομιακή θέση καθορισμού του εργασιακού και οικονομικού μέλλοντος εκείνων που εξαρτώνται υπαρξιακά από την – πλέον – «καλοκουρδισμένη» εργασία τους.
Ακόμη περισσότερο, η βαθμιαία μετατόπιση από την ζωντανή εργασία στη μηχανοποιημένη παραγωγή δημιουργεί ipso facto μία βαθύτατη αντίφαση με πολλές ερμηνευτικές αποδόσεις. Η αξία της ανθρώπινης εργασίας – ή, ορθότερα, του ανθρώπινου μέρους της παραγωγικής διαδικασίας – υποβαθμίζεται και απομονώνεται σε ρόλους σχετικής επιστασίας, την ίδια στιγμή που η κερδοφόρος παραγωγικότητα εκτινάσσεται.
Η παραδοξότητα του ως άνω αποτελέσματος έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι σε επίπεδο αγοράς εντοπίζεται αφθονία προσφοράς αγαθών, ενώ σε επίπεδο κοινωνίας σημειώνεται εργασιακή επισφάλεια, ελαστικοποίηση του διαδραματιζόμενου ανθρώπινου ρόλου και γενικευμένος αποκλεισμός.
Ως εκ τούτου, μία «μη ανθρωποκεντρική» εκμηχάνιση ταυτοτικώς τω τρόπω δεν λειτουργεί με γνώμονα την άμβλυνση των υπαρχουσών ανισοτήτων αλλά, τουναντίον, συμβάλλει με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο στην εμβάθυνση, τον μετασχηματισμό και την ένταση αυτών – δανειζόμενη την εργαλειοποίηση ενός προοδευτικού και εκσυγχρονιστικού αφηγήματος/μανδύα.
Αδιαμφισβήτητες είναι, ωστόσο, και οι εξίσου σημαντικές κοινωνιολογικές προεκτάσεις αυτής της κατασκευασμένης πραγματικότητας. Η αθρόα εισχώρηση των μηχανικών επιτευγμάτων δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της παραγωγής ή στον εργασιακό βίο. Κάθε άλλο, σημειώνεται με αλματώδεις ρυθμούς σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης καθημερινής ζωής, διεισδύοντας στη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του, τους άλλους και το περιβάλλον στο οποίο μέχρι σήμερα κατείχε ενεργό και κυρίαρχο ρόλο.
Αντιλαμβανόμενοι, για παράδειγμα, τον ιστορικό χωροχρόνο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η ανθρώπινη σκέψη και δράση, συνειδητοποιούμε την ταχύτητα με την οποία συνετελέσθη η μετάβαση από το αιωνόβιο δίπτυχο «σκούπα-και-φαράσι» στον καινοτόμο πρόγονο της ηλεκτρικής σκούπας των μέσων του 19ου αιώνα (“hand-pumped vacuum cleaner”) και από εκεί στη σημερινή απόλυτη «σκούπα-ρομπότ» που τόσο αθώα και παθητικά παρακολουθεί ο σύγχρονος άνθρωπος από τον τριθέσιο καναπέ του.
Ο κάθε υγιής προβληματισμός, όμως, δεν μπορεί να μείνει στην ασφαλή εκτίμηση της παθητικότητας του σύγχρονου ατόμου. Θα ήταν μία μεγάλη παράλειψη η μη αναφορά σε κάτι ακόμα περισσότερο ανησυχητικό: η μηχανοποίηση όλων των πτυχών της ζωής οδήγησε τον άνθρωπο χωρίς ο ίδιος να το αντιληφθεί να «συγκρίνεται» με τη μηχανή και να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του με όρους λειτουργικότητας και απόδοσης, μετατρέποντας τον εαυτό του σε παρακολούθημα και «ανθρωπομηχανή» που οφείλει να βελτιστοποιείται, να αναβαθμίζεται, να επιμορφώνεται και να προσαρμόζεται στις όλο και αυξανόμενες, διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι μόνο το κάθε επιμέρους άτομο αλλά το συνολικό σώμα της κοινωνίας που εν ριπή οφθαλμού μεταμορφώνεται σε ένα απαθές ποσοτικό σύστημα όπου το κάθε τι ανθρώπινο δεν εκτιμάται ποιοτικά αλλά μετριέται με δείκτες, κώδικες και αλγορίθμους.
Σε τελικό στάδιο ανάλυσης, η σημειωθείσα εκμηχάνιση του ανθρώπινου βίου, που πέρασε αστραπιαία από το στάδιο της εποικοδομητικής «σύμπραξης» σε εκείνο της μαζικής «αντικατάστασης», θέτει σαφέστατα πολιτισμικά ερωτήματα περί της ίδιας της ύπαρξης του ατόμου σε ένα αφιλόξενο περικείμενο που από ανθρωποκεντρικό μετατράπηκε βίαια σε «μηχανοκεντρικό». Εάν, πράγματι, η ανθρώπινη σκέψη, η εγκεφαλική δημιουργικότητα και το πηγαίο συναίσθημα αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει υποκατάστατες διαδικασίες από την «μηχανή-θεό», τότε πρέπει να γίνει κατανοητό πως και η έννοια της ανθρώπινης μοναδικότητας τίθεται υπό ξεκάθαρη αμφισβήτηση. Στην θλιβερή αποδοχή μίας τέτοιας περίπτωσης, δεν χωρεί αντίλογος στο ότι η τεχνολογία – ή, μάλλον, οι δημιουργοί της – έχει πάψει συνειδητά να λειτουργεί ως μέσο ελευθερίας και τείνει να κυριαρχήσει καθοριστικά του κάθε τι ανθρώπινου διά της κεκαλυμμένης αναγκαστικής επιβολής.
Ο σημερινός άνθρωπος βρίσκεται ενώπιον μίας βαρυσήμαντης, μεγάλης πρόκλησης. Τούτη, βέβαια, δεν είναι σε καμία περίπτωση η απάντηση στο εάν και πόσο θα προχωρήσει η τεχνολογία – κάτι το οποίο είναι δεδομένο – ή το μέχρι που δύναται να φτάσει όσον αφορά τον ρόλο της σε όλο το εύρος της ανθρώπινης ζωής. Κάτι τέτοιο μόνο και μόνο στη σκέψη θα ήταν φαιδρό εκ προοιμίου. Το πραγματικό ζήτημα σήμερα είναι το ποια κοινωνική λογική πρόκειται να διαχειριστεί την τεχνολογική πρόοδο στα χρόνια που ακολουθούν και πώς. Θα συνεχίσει, άραγε, να λειτουργεί ως χρήσιμο εργαλείο συλλογής ισχύος στα χέρια τον λίγων, πολλώ δε μάλλον αποξένωσης και αποχαυνωτικού ελέγχου; Ή πρόκειται να μετατραπεί σε κοινό, πανανθρώπινο αγαθό και μέσο για την απελευθέρωση του καθημερινού χρόνου και των δυναμικών της ανθρώπινης δημιουργικότητας;
Εμπειρικοϊστορικά έχει αποδειχθεί ότι το κάθε τί τείνει ωφελιμιστικά προς το πρώτο ενδεχόμενο αλλά, εν προκειμένω, ο παραπάνω προβληματισμός μένει να απαντηθεί από τους ανθρώπους του μέλλοντος και να υλοποιηθεί από τους ανθρώπους του παρόντος – εάν θέλουν και μπορούν… Μέχρι στιγμής, ωστόσο, τούτο το οποίο μπορεί να ειπωθεί με επαρκή βεβαιότητα είναι η δυσοίωνη διττότητα της φύσης του φαινομένου της εκμηχάνισης των πάντων, τόσο ως ξεκάθαρη προειδοποίηση όσο και ως ταυτόχρονη πρόκληση. Από τη μία, τα σημερινά δεδομένα στο πεδίο δείχνουν με κάθε εύληπτο μέσο τον υπαρκτό κίνδυνο μίας μελλοντικής κοινωνίας που τα μέλη της θα προσδιορίζονται ως συμπληρωματική προέκταση της παντοδύναμης μηχανής-«εκμεταλλευτή».
Από την άλλη, φέρνουν στην επιφάνεια νέους, γόνιμους και ελπιδοφόρα αφυπνιστικούς πολιτικοοικονομικούς και κοινωνιολογικούς προβληματισμούς οι οποίοι, με τη σειρά τους, ενδέχεται να οδηγήσουν στην άμεση δράση και τη θεμελίωση μίας ποιοτικά ανώτερης κοινωνίας όπου η μηχανή θα αξιοποιηθεί πρωτίστως για την απελευθέρωση ό,τι πιο ανθρώπινου αυτή κρύβει μέσα της.
Μελισσάρης Δημήτριος
BA, MSc – NKUA
Young Scholar – FAINST & Researcher – CCEIA/UNIC