Στην ευρύτερη γειτονιά της χώρας μας, συντελούνται εξελίξεις που μαρτυρούν ότι το παγκόσμιο σύστημα που οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ξηλώνεται και περνάμε σε μια πρώτη φάση, του καθεαυτού 21ου αιώνα.

Η 24η Φεβρουαρίου 2022 σήμανε την επιστροφή του πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να αντιπροσωπεύει την αφετηρία της θεαματικής επιστροφής των αυτοκρατορικών αξιώσεων της Μόσχας. Ένας πόλεμος που πλέον διεξάγεται με τα μέσα που παρέχει στην Ρωσία η Κίνα, το Ιράν (πριν να κλονιστεί από τα πλήγματα του Ισραήλ) και η Βόρεια Κορέα, και ο οποίος –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πλείστων όσων στρατηγικών κέντρων και επιτελείων μυστικών υπηρεσιών της Ευρώπης λειτουργεί και σαν ‘πρόβα τζενεράλε’ της ευρύτερης επιβολής που επιθυμεί να ασκήσει η Ρωσία σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη.

Advertisement
Advertisement

Παρομοίως επιδραστική υπήρξε και η 7η Οκτωβρίου του 2023, με την επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ –το μεγαλύτερο αντισημιτικό πογκρόμ μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ·που θα οδηγήσει στον πόλεμο και την ανοιχτή κατοχή της Γάζας από τα Ισραηλινά στρατεύματα· στην διαδοχική αντιπαράθεση του Ισραήλ με την Χεζμπολάχ, το Ιράν, και εσχάτως τους σουνίτες της Συρίας –που θα αποτελέσει την απαρχή μιας κλιμάκωσης μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας. Αυτές οι εξελίξεις, παράλληλα με τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του ισλαμικού ολοκληρωτισμού, αναδεικνύουν το συμμετρικό αδιέξοδο της φονταμενταλιστικής ισραηλινής δεξιάς και των σχεδίων της για ‘τελική λύση’ στη Γάζα, και εποικισμό της Δυτικής Όχθης.

Μακρύτερα από εμάς, αλλά και με αποφασιστική επίδραση στα ζητήματα που μας αφορούν, η αντιπαράθεση Ινδίας-Πακιστάν, η Κίνα που επιβουλεύεται την Ταϊβάν. Και σε ένα άλλο επίπεδο γενίκευσης, η κρίση του δυτικού πολιτισμού, της κοινωνικής συνοχής (στην Ευρώπη και της εθνικής, λόγω μεταναστευτικού) και της δημοκρατίας. Η άνοδος Ευρασιανικών δυνάμεων, με καθεστώτα ολοκληρωτικού τύπου και το πρόταγμά τους να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο σύστημα. Την Τουρκία, με την υποψηφιότητα που θέτει για την δική της ηγεμονία με τις πυρηνικές της φιλοδοξίες, και τα πλοκάμια της να εξαπλώνονται από την Ανατολική Μεσόγειο και την Κεντρική Ασία, μέχρι τις χώρες του Μαγκρέμπ και την Υποσαχάρια Αφρικη.

Αυτά και άλλα πολλά σηματοδοτούν το πέρασμά μας στον 21ο αιώνα. Ζούμε, λοιπόν, μια «εποχή των τεράτων». Τα στοιχεία της επόμενης εκδοχής του παγκόσμιου συστήματος διευκρινίζονται τώρα, μέσα από συγκρούσεις. Και όλες οι δυνάμεις –μικρές και μεγάλες– θα πρέπει να αγωνιστούν για να κατοχυρώσουν την θέση τους στον αυριανό κόσμο.

Μέσα στο δοσμένο πλαίσιο, ο Ελληνισμός έχει να αντιμετωπίσει μια διπλή πρόκληση. Είναι η Τουρκία με τις αυτοκρατορικές αξιώσεις. Είναι και το γεγονός ότι πιθανότατα, το παγκόσμιο σύστημα βιώνει μια μετάβαση σε μια νέα εποχή «αυτοκρατοριών», μεγάλων περιφερειακών συστημάτων όπου κυριαρχούν κράτη-πολιτισμοί.

Αυτή είναι και η αιτία της αντιφατικότητας ενός ψευδούς και εξαρτώμενου από ευρασιανικές δυνάμεις και κατ’ εξοχήν τη Ρωσία, εθνοκρατισμού. Ο τελευταίος, παρότι εύστοχα επισημαίνει μια υπαρξιακή απειλή για το έθνος, εντούτοις, δεν διαθέτει τις απαντήσεις για να την αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό μέχρι τα τώρα στάθηκε ικανός μόνον για να τροφοδοτήσει σχήματα μιας λαϊκιστικής αντιπολίτευσης, που ενδέχεται να καταλήξουν σε εντελώς αλλοπρόσαλλες κυβερνήσεις αν καταφέρουν και ψηφιστούν για να αναλάβουν την εξουσία (όπως συνέβη με την συγκυβέρνηση 5 Αστέρων – Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, ή εκείνην των ΣΥΡΙΖΑ & ΑΝΕΛ στην Ελλάδα).

Μια στενή και υποκινούμενη από τη Ρωσία «εθνοκρατική» άποψη στερεί από τον Ελληνισμό κρίσιμους πόρους για τον υπαρξιακό του αγώνα, κατεξοχήν την Ευρώπη, αλλά και άλλες περιφερειακές δυνάμεις εχθρικές προς την Τουρκία. Άλλωστε και η τελευταία στον αγώνα για την ηγεμονία, στοχεύει και πάλι σε μια νέο-οθωμανική αυτοκρατορική μεταμόρφωση υπερβαίνοντας το κεμαλικό έθνος-κράτος,

Advertisement

Έτσι στην λογική μιας ρωσοκίνητης εθνοκρατικής αναδίπλωσης η Ελλάδα κινδυνεύει να πέσει θύμα της ετερογονίας των σκοπών, και να επιταχύνει αντί να αποφύγει την υπαγωγή της σε δορυφόρο της τουρκικής ηγεμονίας. Ακριβώς λόγω της ανισομέρειας της ισχύος, και της γεωπολιτικής της απομόνωσης.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως το εθνικό κράτος έχει χάσει την αξία του μέσα σε αυτήν την νέα εποχή, όπως αφελώς πίστευαν οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Παραμένει ο θεματοφύλακας της εθνικής ισχύος, και χειρίζεται την άμυνα, την ασφάλεια, αλλά και την οικονομική αυτοδυναμία του έθνους –ιδίως στην Ευρώπη αλλά ταυτόχρονα καθίσταται συντελεστής μιας ισχυρής περιφερειακής συσσωμάτωσης.

Όσο για την Ευρώπη, και ευρύτερα την Δύση, αντιπροσωπεύει ταυτοχρόνως προοπτική και μεγάλο πρόβλημα.

Advertisement

Η Προοπτική είναι να καταστούμε ακριτική δύναμη μιας Ευρώπης ομοσπονδιακής και αυτοτελούς. Μόνο έτσι μπορεί να διασώσει στο εσωτερικό της τις ιστορικές κατακτήσεις του 19ου και του 20ου αιώνα, για την εθνική αυτοδιάθεση και την δημοκρατία, ακριβώς επειδή αποκτάει ισχύ και αυτοδυναμία σαν περιφερειακός οργανισμός. Μέσα σε έναν τέτοιο περιφερειακό οργανισμό, ο οποίος όμως έχει συνειδητοποιήσει τα πολιτικά και πολιτιστικά του όρια, μπορούμε μακροπρόθεσμα να θωρακιστούμε έναντι της νέο-οθωμανικής απειλής.

Το πρόβλημα, όμως, είναι πως η ίδια η Ευρώπη έχει υποστεί καθίζηση μέσα από μία κρίση πολιτισμού, δημοκρατίας, εθνικής και κοινωνικής συνοχής. Άρα απουσιάζουν πολλές από τις προϋποθέσεις για την ευρωπαϊκή αυτοτέλεια, και αυτή η Ευρώπη δεν μπορεί να παρέχει πολλούς αυτοματισμούς εθνικής ασφαλείας, για την Ελλάδα αν και θα ήταν τύφλωση να πούμε ότι δεν δίνει και κανέναν.

Περισσότερο, αντιπροσωπεύει ένα πεδίο πάλης. Απαιτεί μια πολιτική του ελληνισμού μέσα στην Ευρώπη, συγκεκριμένες συμμαχίες και προσπάθεια ώστε να αποτραπούν άλλες αγγλοσαξωνικές ή ίσως και γερμανικές εκδοχές της. Σενάρια, δηλαδή, όπου η ίδια αποδέχεται μια συγκυριαρχία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με την Τουρκία, με την τελευταία να διεκδικεί επίσης κρίσιμες λειτουργίες της ευρωπαϊκής παραγωγής αλλά και της ρύθμισης των μεταναστευτικών ροών προς αυτήν. Προφανώς, αυτή η εκδοχή της Ευρώπης «μέχρι την Βιέννη» έχει ξαναϋπάρξει.

Advertisement

Ο Ελληνισμός, επομένως, καλείται να παλέψει απέναντι σε αυτό το φάσμα των αρνητικών ενδεχομένων. Και η μεγαλύτερη αδυναμία είναι η έλλειψη προετοιμασίας του.

Η ηγεσία του, πνευματική, πολιτική, και οικονομική ενώ αγγίζει κάποιες από τις πλευρές των προκλήσεων, επιδεικνύει αδυναμία να τις ενσωματώσει στο επίπεδο της ιδεολογίας και της στρατηγικής. Είναι δεμένη με έναν παρασιτισμό που οργανώθηκε σε προηγούμενες φάσεις της παγκοσμιοποίησης, και πιστεύει εντελώς ανορθολογικά ότι με κάποιον τρόπο οι ευνοϊκές συνθήκες με κάποιον τρόπο θα εποανέλθουν. Πάσχει γι’ αυτόν τον λόγο, θα λέγαμε, από ‘συστημική ιδιωτεία’.

Απουσία αντανακλαστικών όμως χαρακτηρίζει και την κοινωνία: δεκαετίες κυριαρχίας ενός κατ’ ουσίαν φιλελεύθερου κοινωνικού καθεστώτος, έστω και επηρεασμένου από τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και τον ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, την άφησε να παραδέρνει στον λαβύρινθο της ατομικής ευδαιμονίας. Ή σήμερα, στην στέρησή της, την διάρρηξη εμπιστοσύνης, το μίσος και την ματαίωση που γεννά η συνειδητοποίηση ότι πλέον είναι ανέφικτη, αν και παραμένει μοναδικό ιδεώδες και σημείο αναφοράς.

Advertisement

Η συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, σε ηγεσία και βάση, βρίσκεται σε διαφορά φάσης από την πραγματικότητα, και θα πρέπει να συντονιστεί. Αυτό είναι το επίδικο της ιδεολογικής ανανέωσης. Αν στην προηγούμενη φάση, είχαμε έναν εθνομηδενισμό με μια δυναμική που πήγαζε από την ίδια λογική του συστήματος της παγκοσμιοποίησης, και επομένως, το πολιτικό στοίχημα αφορούσε την προάσπιση του έθνους ενώπιόν του, σήμερα το ζήτημα τίθεται διαφορετικά.

Advertisement

Γι’ αυτό και δεν μιλάμε για την υποκινούμενη από ολιγάρχες και πετρελαιάδες, δήθεν πατριωτική πολιτική (συχνά τόσο δημαγωγική που προσλαμβάνει επιθεωρησιακές, γκροτέσκες διαστάσεις) που προσιδιάζει σε «προπονητές κερκίδας», ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική. Αυτή η κριτική βρίσκει πράγματι έδαφος σε μια κυβερνητική πολιτική που παραπαίει, όπως συμβαίνει στη Λιβύη και με την «ελληνοτουρκική ύφεση», ωστόσο δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να προτείνει.

Η Ελλάδα χρειάζεται να γίνει Φινλανδία, με λίγα λόγια, και όχι «Ουγγαρία της Μεσογείου» υπό μια ηγεσία τύπου Ορμπάν, προσωποπαγή και φιλορωσική.

Η Φινλανδία συνδυάζει την διεκδίκηση ενός πλαισίου δημοκρατίας και κοινωνικής ευημερίας, με ένα αίσθημα συστράτευσης όλης της κοινωνίας για την αντιμετώπιση της εξ Ανατολών απειλής –της Ρωσίας, στην δική τους περίπτωση. Για την στράτευσή τους χρησιμοποιούν ένα μείγμα ετήσιας θητείας –εντατικής όμως εκπαίδευσης– και ενεργών εφεδρειών με συχνές επανεκπαιδεύσεις μέχρι τα 60.

Advertisement

Είναι το μοντέλο του πολίτη-οπλίτη, ιδωμένο από την σκοπιά του 21ου αιώνα. Και σε ό,τι αφορά στον Ελληνισμό, ως προς την ιδεολογική του θεμελίωση, θα πρέπει να επιστρέψουμε στον Επιτάφιο του Περικλή, και να ξαναδούμε τις πολιτιστικές και ανθρωπολογικές του προϋποθέσεις ώστε να αποκτήσουμε ένα σταθερό σημείο αφετηρίας για την ανανέωση της σύγχρονης δημοκρατικής ιδεολογίας στην Ελλάδα. Που σήμερα παραμένει ένα πουκάμισο αδειανό μέσα στον κυκεώνα των σκανδάλων, των κρατικών δυσλειτουργιών (ενίοτε φονικών, όπως είδαμε στα Τέμπη) και του τεράστιου ελλείμματος εμπιστοσύνης ως προς τους θεσμούς, και την Πολιτεία εν γένει.

Η ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας έχει αναφερθεί βέβαια στο ‘μοντέλο Φινλανδίας’ για τις ένοπλες δυνάμεις. Η κυβέρνηση όμως αποφεύγει να πραγματοποιήσει το κρίσιμο βήμα προς μια αντίστοιχη κατεύθυνση. Εδώ θα ήταν αφ’ ενός η θέσπιση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο, δίχως δικαίωμα αναβολής για σπουδές οι οποίες θα έπονται, και με δικαίωμα στην στράτευση των γυναικών· και η ενεργοποίηση των εφεδρειών τουλάχιστον μέχρι τα 60 για την ουσιαστική επανεκπαίδευση της κοινωνίας στις νέες μορφές πολέμου (που αν και τεχνολογικά προωθημένες, όπως είδαμε στην Ουκρανία προϋποθέτουν την συστράτευση ολόκληρης της κοινωνίας).

Η κυβέρνηση όμως φοβάται, και αποφεύγει τις μεταρρυθμίσεις αυτές. Διότι είναι έξω από τον δικό της σκληρό ιδεολογικό πυρήνα ο οποίος περιστρέφεται γύρω από το δίδυμο «κανονικότητα» και «αμεριμνησία» (με κατ’ εξοχήν εκφραστή αυτού του ρεύματος τον Γ. Γεραπετρίτη, αν και σε σύμπλευση με το Μεγάρο Μαξίμου είναι η αλήθεια). Και γιατί θέλει να αποφύγει το μεγάλο πολιτικό κόστος, διότι η θέσπιση ανάλογων μέτρων θα προκαλούσε ένα τεράστιο πολιτικό ζήτημα μέσα στην κοινωνία.

Η μάχη όμως θα πρέπει να δοθεί. Μπορεί να ακούγεται σκληρό ή ακόμα και ανεδαφικό – κι αυτό συνιστά εξ άλλου και το μέτρο της πλαδαρότητας που έχουμε αγγίξει. Αλλά μόνον έτσι θα αλλάξει το κλίμα μέσα στην κοινωνία και τις ελίτ, και θα καταφέρουμε να συγχρονιστούμε με τις προκλήσεις της εποχής μας. Εξ άλλου, αυτές δεν θα μας ρωτήσουν για να μας παρασύρουν στην δίνη της κλιμάκωσης…