Επαίρονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι –και όχι μόνο–  για τη συμμετοχή της Chevron και της HELLENiQ Energy στη σχετική διαδικασία υποβολής προσφορών για την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων σε τέσσερις υπεράκτιες περιοχές νοτίως της Πελοποννήσου και νοτίως της Κρήτης. Αναμφίβολα σημαντική εξέλιξη, που θα καταστεί σημαντικότερη εφ’ όσον προκύψουν και άλλες προσφορές και κυρίως αν υπάρξουν αντίστοιχες διαδικασίες και σε άλλες περιοχές εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ. Από το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό και την επικοινωνιακή  διαχείριση της κατάθεσης της εν λόγω προσφοράς από την κοινοπραξία Chevron και HELLENiQ Energy, ανακύπτουν κάποιοι εύλογοι – φρονώ– προβληματισμοί.

Πρώτον, η Ελλάδα αποφάσισε να προκηρύξει διαγωνισμό για την κατάθεση προσφορών σε μη οριοθετημένη  –με την Λιβύη–  περιοχή ·λογική συνέπεια της κυβερνητικής απόφασης είναι πως αυτή η πρακτική μπορεί/οφείλει να ακολουθηθεί και σε άλλες μη οριοθετημένες περιοχές, τουτέστιν να προκηρυχθούν κι άλλοι διαγωνισμοί για θαλασσοτεμάχια που βρίσκονται εγγύτερα από τη μέση γραμμή με τα αντικείμενα κράτη –η μέση γραμμή συνιστά την πάγια θέση της Ελλάδας σχετικά με τις οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με όμορα κράτη.

Advertisement
Advertisement

Ακολούθως, από δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων φαίνεται να συσχετίζεται η χώρα προέλευσης, της μίας εκ των δύο εταιρειών που συνέπραξαν, με την επιτυχή ολοκλήρωση του εγχειρήματος καθώς και τη νομιμοποίηση των ελληνικών θέσεων. Ορθό επιχείρημα και σύμφωνο με τους πραγματικούς όρους που προσδιορίζουν τη διεθνή πολιτική, αλλά ασυνεπές εν σχέσει με τις κυρίαρχες θέσεις της ασκούμενης εγχώριας εξωτερικής πολιτικής όσον αφορά τη ταύτισή της με το διεθνές δίκαιο. Στις έως τώρα δηλώσεις γίνεται αντιληπτός ένας υπολανθάνων ετεροπροσδιορισμός των πράξεων μας, παρά την επί της αρχής σωστή θέση πως οι ενέργειες ενός κράτους οφείλουν να βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και να τύχουν της αποδοχής των τρίτων κρατών, από τη βούληση μίας εταιρείας που εδρεύει στο ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν όμως ανατιμούμε γεωπολιτικά τη στάση εταιρειών για τη συγκεκριμένη περίπτωση, πώς θα διαχειριστούμε στο μέλλον τη στάση της ίδιας ή άλλης εταιρείας που ενδεχομένως θα έχει διαφορετική άποψη από τη δική μας σχετικά με τη δικαιοδοσία σε κάποια άλλη περιοχή και δη ανατολικότερα; Επίσης η εν λόγω πρακτική λογικά απομειώνει και τη διαπραγματευτική μας θέση –συγκαιρινά και στο μέλλον– ως προς το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας στο βαθμό που επιδιώκουμε να αντλήσουμε νομιμοποίηση μόνο και μόνο από τη συμμετοχή στη διαδικασία εταιρειών οι οποίες προέρχονται από κράτη με έντονο γεωπολιτικό αποτύπωμα.

Παρεμπιπτόντως, οι τωρινοί πανηγυρισμοί – για την κατάθεση προσφοράς, όχι για την έναρξη των ερευνών, την ανακάλυψη και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων– αποδεικνύει την παντελώς ανεδαφική και επιζήμια προτέρα ενεργειακή πολιτική. Ας μην λησμονούμε ότι κατά την προηγούμενη περίοδο η κυβέρνηση αποφάσισε, δίχως η Ελλάδα να έχει τους οικονομικούς πόρους ή την ενεργειακή αυτάρκεια, να πρωτοστατήσει στην εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής για την «πράσινη» μετάβαση, αδιαφορώντας για το οικονομικό κόστος που επέφερε στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις και εν γένει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του αρμόδιου υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας: «Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εκπληρώνει το καθήκον της προς τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις της για μια Ελλάδα ενεργειακά ασφαλή, επενδυτικά ελκυστική και γεωπολιτικά ισχυρή». Όλα αυτά δηλαδή που υπονόμευσε η ίδια κυβέρνηση με την προηγούμενη ενεργειακή της πολιτική! Εν πάση περιπτώσει να μας εξηγήσουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, τα παιδιά μας –για το ευοίωνο  μέλλον των οποίων κόπτονται– τί έχουν περισσότερη ανάγκη κατά προτεραιότητα: την «πράσινη» μετάβαση ή την ενεργειακή ασφάλεια και τις επενδύσεις;

Αντί για πανηγυρικούς λόγους θα ήταν φρονιμότερη η αυτοκριτική, επωφελέστεροι οι χαμηλοί τόνοι και αναγκαία η επίγνωση της διεθνοπολιτικής συγκυρίας που δεν συγχωρεί καμία απολύτως ολιγωρία, δεν δείχνει συμπόνια στις όποιες ψευδαισθήσεις –ατομικές ή συλλογικές– και επιβάλλει ήδη αυξημένο κόστος σε όσους επιδιώκουν ετεροπροσδιορισμούς και διαρκώς ελπίζουν ότι οι άλλοι θα συμμεριστούν την αυτοκατανόησή τους. Αναμένουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, και κατ’ επέκταση η ελληνική, πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αποτελέσει το εφαλτήριο για έναν ευρύτερο αναστοχασμό, στο βαθμό που ανατροφοδοτεί κοινωνίες και ελίτ με δυσάρεστα μεν αλλά εξόχως διδακτικά παθήματα δε· ως τώρα in cassum.