Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης – Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστημίου Πειραιώς
*
Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους ηγέτες στον Λευκό Οίκο, ανέδειξε τόσο τη δυναμική όσο και τις εσωτερικές αντιφάσεις της δυτικής στρατηγικής έναντι της ουκρανικής κρίσης. Αν και δεν κατέληξε σε μια ολοκληρωμένη ειρηνευτική συμφωνία, κατέστησε εμφανή τον μεταβατικό χαρακτήρα της διεθνούς πολιτικής και τις κεντρικές διαστάσεις που αποκωδικοποιούν τον διπλωματικό χαρακτήρα και τις γεωπολιτικές της παραμέτρους –ισορροπία ισχύος, διαπροσωπική διπλωματία και οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ μεγάλων και μικρών κρατών επανακαθορίζουν τα όρια του εφικτού.
Η πρώτη διάσταση αφορά την επίδειξη σχετικής ενότητας στη Δύση. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις –με τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς να θέτει ως προϋπόθεση την κατάπαυση του πυρός και τον Εμανουέλ Μακρόν να εκφράζει ανοιχτά δυσπιστία για τις ρωσικές προθέσεις– η κατάληξη ήταν η συμφωνία σε μια κοινή φόρμουλα για απευθείας συνομιλίες του Πούτιν με τον Ζελένσκι. Αυτό δείχνει πώς η θεωρία της συμμαχικής συνοχής επιβεβαιώνεται εμπράκτως: σε συνθήκες εξωτερικής απειλής, ακόμη και ετερογενείς δρώντες τείνουν να συσπειρώνονται, παρά τις διαφορές τους, ώστε να μειώσουν το «συλλογικό κόστος» της αδράνειας. Ωστόσο, η ενότητα αυτή δεν αναιρεί τις διαφορετικές στρατηγικές κουλτούρες μεταξύ της Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών. Ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναζητούν μια λύση που θα μειώσει το κόστος της μακροχρόνιας εμπλοκής, ο Τραμπ επιχειρεί να αναδείξει τον εαυτό του ως τον αποκλειστικό μεσολαβητή με τη Μόσχα, προτάσσοντας περισσότερο το στοιχείο της προσωπικής διαχείρισης παρά τη συλλογική θεσμική διαπραγμάτευση.
Η δεύτερη διάσταση συνδέεται με το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας. Ο Τραμπ διατύπωσε ασαφείς υποσχέσεις περί «πολύ καλής προστασίας» χωρίς να δεσμευθεί σ’ ένα σχήμα ανάλογο με το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ. Η στρατηγική αυτή θυμίζει την πρακτική της «στρατηγικής ασάφειας» που έχει χρησιμοποιηθεί σε αντίστοιχες ιστορικές περιπτώσεις –όπως το ζήτημα της Ταϊβάν– επιτρέποντας στην υπερδύναμη να καθησυχάζει τους συμμάχους της χωρίς να εγκλωβίζεται σε αυτόματη εμπλοκή. Για τον Ζελένσκι, που συμπύκνωσε τις απαιτήσεις του στη φράση «τα πάντα», η αμφισημία αυτή συνιστά στρατηγικό κενό. Στην ουσία, η ασφάλεια της Ουκρανίας εξακολουθεί να εξαρτάται όχι από μια θεσμοποιημένη εγγύηση, αλλά από τη μεταβαλλόμενη πολιτική βούληση της Ουάσιγκτον. Το γεγονός αυτό εντάσσει την Ουκρανία σε μια σχέση εξάρτησης που φέρει τα χαρακτηριστικά της λογικής προστάτη–πελάτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυτονομία της.
Η τρίτη διάσταση αφορά την προσωπική διπλωματία του Τραμπ, η οποία εκδηλώθηκε με την απευθείας τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Ο Αμερικανός πρόεδρος προβάλλει την ιδέα ότι η κρίση μπορεί να επιλυθεί μέσω διαπροσωπικής διαχείρισης, παρακάμπτοντας τα πολυμερή σχήματα. Η διεθνής ιστορία προσφέρει παραδείγματα όπου τέτοιες προσωπικές σχέσεις ηγετών λειτούργησαν ως καταλύτες –από τη σχέση Ρίγκαν–Γκορμπατσόφ έως τη συνάντηση Νίξον–Μάο–, ωστόσο η ουκρανική περίπτωση διαφέρει, καθώς ο Πούτιν εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει τον Ζελένσκι ως ισότιμο συνομιλητή. Αυτό περιορίζει δραματικά τις πιθανότητες μιας ουσιαστικής συνάντησης κορυφής και ενισχύει την εντύπωση ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί τον διάλογο περισσότερο ως τακτική καθυστέρησης και διάσπασης της δυτικής συνοχής, παρά ως ειλικρινή αναζήτηση λύσης.
Εμπειρικά, η στάση της Ρωσίας συνάδει με προηγούμενα παραδείγματα: από τον πόλεμο στη Γεωργία το 2008 έως τις συμφωνίες του Μινσκ το 2014, η Μόσχα έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει τη διαπραγμάτευση ως μέσο αποτροπής διεθνούς πίεσης χωρίς να υποχωρεί σε ζητήματα ουσίας. Η τωρινή επιμονή της να αποκλείσει κάθε παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία δείχνει ότι θεωρεί το ζήτημα αυτό θεμελιώδες για τη διατήρηση της δικής της σφαίρας επιρροής.
Μέσα σε αυτό το περίπλοκο πλαίσιο, η ανακοίνωση του Ζελένσκι για την πρόθεση αγοράς αμερικανικών όπλων αξίας 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με αιχμή τα συστήματα Patriot, αποκαλύπτει τη στρατηγική επιλογή του Κιέβου να επενδύσει στη σκληρή ισχύ, ενισχύοντας περαιτέρω την εξάρτησή του από την Ουάσιγκτον. Η επιλογή αυτή δεν έχει μόνο στρατιωτική σημασία, αλλά και βαθιά πολιτική διάσταση, καθώς δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα στην περιφερειακή ισορροπία ισχύος. Η Ουκρανία μετατρέπεται σε κρίσιμο πελάτη της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας, ενσωματώνοντας την επιβίωσή της σε μια σχεδόν μονοδιάστατη σχέση με την υπερδύναμη.
Συνολικά, η συνάντηση στον Λευκό Οίκο ανέδειξε περισσότερο τις αντιφάσεις παρά τις λύσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη διατήρηση του ηγετικού τους ρόλου στη Δύση και την αναζήτηση απευθείας δίαυλων με τη Ρωσία· η Ευρώπη παραμένει διχασμένη, ακολουθώντας τις εξελίξεις· η Ρωσία εμφανίζεται πρόθυμη για διάλογο χωρίς να προβαίνει σε ουσιαστικές παραχωρήσεις· και η Ουκρανία, εγκλωβισμένη στη δίνη της σύγκρουσης, επενδύει όλο και περισσότερο σε μια σχέση εξάρτησης που υπονομεύει την αυτονομία της.
Η ειρήνη παραμένει ένας μακρινός στόχος, ενώ η τρέχουσα φάση μοιάζει περισσότερο με μια περίπλοκη παρτίδα στην διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, όπου οι όροι σταθερότητας θα καθοριστούν όχι μόνο από τις προθέσεις των ηγετών αλλά και από τις δομικές παραμέτρους του διεθνούς συστήματος.
Πρώτη δημοσίευση στο imerazante