Γράφει ο Στάθης Κυριακίδης, Υποναύαρχος (εα), Στρατηγικός Αναλυτής, και Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Strategy International.
*
Η αεροπορική επιδρομή του Ισραήλ κατά στόχων της ηγετικής ομάδας της Χαμάς στο έδαφος του Κατάρ, δημιουργεί νέα δεδομένα στη Μέση Ανατολή. Για πρώτη φορά γίνεται επίθεση στο έδαφος μίας ανεξάρτητης χώρας που αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή, είναι στενός σύμμαχος των ΗΠΑ (εδρεύει η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση τους στον Κόλπο) και είναι ο κύριος διαμεσολαβητής μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Η ενέργεια του Ισραήλ ήταν υψηλού ρίσκου για πολλούς λόγους. Καταρχήν ήταν βέβαιο ότι θα εξέθετε – για μία ακόμη φορά – τις ΗΠΑ οι οποίες, εάν μεν είχαν ενημερωθεί και συμφώνησαν υπονομεύουν τη δική τους αξιοπιστία και πολιτική επιρροή στην περιοχή, αν όμως δεν γνώριζαν, αποδέχονται de facto το ανεξέλεγκτο της δράσης του Ισραήλ, το οποίο έχει αυτοαναγορευθεί στον απόλυτο και αδιαμφισβήτητο Ηγεμόνα στην Μέση Ανατολή.
Κατά δεύτερον, η επίθεση δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας στο Κατάρ, το οποίο είχε αναλάβει – με την όποια επιτυχία – το βασικό διαμεσολαβητικό ρόλο στην προσπάθεια τερματισμού της κρίσης στη Γάζα. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η παρουσία της ηγετικής ομάδας της Χαμάς στο έδαφος του Κατάρ τελούσε υπό την ανοχή, αν όχι έγκριση, τόσο των ΗΠΑ, όσο και του Ισραήλ, ώστε να διατηρείται ο ελάχιστος δίαυλος επικοινωνίας. Αν οι Ηγέτες της Χαμάς δεν αισθάνονται ασφαλείς στο Κατάρ, δεν μπορούν να είναι ασφαλείς πουθενά (πχ Κωνσταντινούπολη) και συνεπώς δεν δύνανται να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης για τη Γάζα.
Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Νετανιάχου είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και – από τούδε – κάθε ενέργειά του θα είναι υψηλού ρίσκου, τόσο για τον ίδιο και το κράτος του Ισραήλ, όσο και για την περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα. Με ισχυρή εσωτερική αντίδραση και ακόμη πιο ισχυρή πίεση από τη διεθνή κοινότητα, η στήριξη των ΗΠΑ είναι ότι του έχει απομείνει, όσο αυτή διαρκεί… Είναι ξεκάθαρο, ότι το όραμα του είναι να αναγνωρισθεί ως ένας από τους Εθνάρχες του Ισραήλ, δίπλα στον Μπεν Γκουριόν, τον Μοσέ Νταγιάν και την Γκόλντα Μεγιερ και να εξαλείψει τον ισλαμικό εξτρεμισμό από το έδαφος και τα σύνορα του Ισραήλ. Βέβαια, για κάθε νεκρό παιδί στα συντρίμμια της Γάζα, πολλά συνομήλικα του γίνονται εύκολη λεία της ακραίας ρητορικής, δημιουργώντας έτσι την επόμενη γενιά τρομοκρατών, που δεν θα ενσωματωθεί και θα επανακάμψει με την πάροδο του χρόνου.
Την έντονη λαϊκή αντίδραση με τη μορφή μαζικών διαδηλώσεων του ισραηλινού λαού, ακολούθησε η ισχυρή παγκόσμια αποδοκιμασία της στρατηγικής Νετανιάχου, με την σχεδόν καθολική αποδοχή από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (12/9), της πρότασης Γαλλίας και Σαουδικής Αραβίας, για λύση δύο κρατών με τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Αυτή περιλάμβανε θέσεις όπως την απερίφραστη καταδίκη της επίθεσης της Χαμάς (της 7/10/23), την καταδίκη των ισραηλινών στρατιωτικών επιχειρήσεων με θύματα αμάχους, τον αποκλεισμό της Χαμάς από την όποια λύση και την ειρηνευτική διαδικασία για διεθνή αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους.
Οι 142 χώρες που ψήφισαν υπέρ, έναντι 10 κατά και 12 αποχών, έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ, ότι δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω ανοχή στην ανεξέλεγκτη δράση του Νετανιάχου και, παρά το γεγονός ότι το ψήφισμα δεν έχει νομική δεσμευτική ισχύ, παράγει – εν τούτοις – ένα πολύ ισχυρό πολιτικό αποτέλεσμα, προάγγελο εξελίξεων. Στήριξη σε ΗΠΑ και Ισραήλ, πέραν της αναμενόμενης Ουγγαρίας, παρείχε η Αργεντινή και η Παραγουάη, καθώς και κρατίδια-δορυφόροι των ΗΠΑ (Παλάου, Μικρονησία, Ναούρου κλπ). Στους ‘ουδέτερους’ θα βρει κανείς και ευρωπαϊκές χώρες απόλυτα εξαρτημένες από τις ΗΠΑ, όπως τη Βόρεια Μακεδονία, την Αλβανία, την Τσεχία και τη Μολδαβία.
Αυτή η εξέλιξη όμως, πυροδότησε και μία ακόμα, δυνητικά πολύ σοβαρότερη: Την έκτακτη Διάσκεψη Κορυφής στη Ντόχα (15/9) των Ηγετών της Αραβικής Λίγκας (Arab League) από κοινού με αυτούς του Οργανισμού για την Ισλαμική Συνεργασία (Organisation of Islamic Cooperation – OIC). Είναι η τρίτη κοινή Διάσκεψη των δύο Οργανισμών από το 2023, και όλες έγιναν με σκοπό την αντιμετώπιση της ισραηλινής επιθετικότητας στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Στην Διάσκεψη συμμετέχουν και μη αραβικά ισλαμικά κράτη, όπως το Ιράν και η Τουρκία. Πέραν της στήριξης στο Κατάρ και του σαφούς πολιτικού μηνύματος, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η απερίφραστη καταδίκη των ενεργειών του Ισραήλ και η υιοθέτηση μιας ακόμη πιο σκληρής ρητορικής, είναι τα μόνα βέλη στη φαρέτρα του αραβικού/ ισλαμικού κόσμου.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι υπάρχουν και μέτρα που μπορεί να ασκήσουν ισχυρή πίεση σε Ισραήλ και – ιδιαίτερα – σε ΗΠΑ. Για παράδειγμα η απειλή για αναστολή λειτουργίας των δύο μεγαλύτερων στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ, σε Κατάρ και Μπαχρέιν αντίστοιχα, ο περιορισμός των εμπορικών συναλλαγών, η καταγγελία και ενδεχόμενη αποχώρηση από τις Αβραμικές συμφωνίες (Abrahamic Accords), οι οποίες μάλιστα θα επεκτείνονταν και σε άλλες αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, κάτι που πλέον φαντάζει αδύνατο. Σημειωτέον ότι συμπληρώσαμε 5 χρόνια από το πρώτο ‘κύμα’ αυτών των συμφωνιών για την ομαλοποίηση των σχέσεων κάποιων αραβικών χωρών με το Ισραήλ, κάτι που ο Πρόεδρος Τραμπ θεωρεί – και δικαιολογημένα – ένα από τα πλέον εμβληματικά επιτεύγματα της πρώτης θητείας του στο Λευκό Οίκο. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η έλλειψη ενότητας του αραβικού (και μουσουλμανικού) κόσμου, τα αποκλίνοντα εθνικά συμφέροντα, η εχθρότητα μεταξύ ορισμένων χωρών και οι διμερείς σχέσεις τους με τις ΗΠΑ, είναι παράγοντες που πολύ δύσκολα θα οδηγήσουν σε λήψη σκληρών πρακτικών μέτρων κατά του Ισραήλ (και των ΗΠΑ).
Όσον αφορά τη χώρα μας, η οποία διατηρεί σημαίνοντα ρόλο στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Ε., ως εκλεγμένο μη μόνιμο μέλος του, συντάχθηκε ξεκάθαρα με το ψήφισμα του Παρισιού και του Ριάντ, διατηρώντας ωστόσο – σωστά αυτή τη φορά – χαμηλούς τόνους, ίσως αναλογιζόμενη τα επικοινωνιακά λάθη του πρόσφατου παρελθόντος. Η δήλωση του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ περί μελλοντικής αναγνώρισης Παλαιστινιακού κράτους, συνοδεύτηκε από τη διευκρίνιση ότι κάτι τέτοιο θα γίνει στον κατάλληλο χρόνο, δεδομένης και της στρατηγικής σχέσης της Ελλάδος με το Ισραήλ.
Η απόλυτη βέβαια παραφωνία στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων μας, ήταν η τελείως άσκοπη, άκαιρη και άκρως επικίνδυνη επίσκεψη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλου του Γ’ στον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν, η οποία συνοδεύτηκε από τις ανάλογες φιλοφρονήσεις που υπογράμμιζαν τον ουσιαστικό διαμεσολαβητικό ρόλο της Τουρκίας και την ανάδειξη της σε παράγοντα και εγγυητή ασφάλειας και σταθερότητας στην Μέση Ανατολή. Η άστοχη αυτή επίσκεψη, κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία, θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του Πατριαρχείου και δυναμιτίζει τις διμερείς σχέσεις της Ελλάδος με το Ισραήλ. Συνεπώς, η χώρα μας όφειλε να παρέμβει και να την αποτρέψει. Στην απίθανη περίπτωση, δε, που δεν γνώριζε, θα πρέπει να επανεξετάσει σοβαρά τον τρόπο επικοινωνίας και συνεργασίας με το εν λόγω Πατριαρχείο, ώστε να μπορεί να επηρεάσει τις ενέργειες και την πολιτική του εκάστοτε Πατριάρχη, όπως ακριβώς έγινε και κατά τα γεγονότα του 2005, που οδήγησαν στην αποπομπή του Ειρηναίου και την ανάδειξη στο θρόνο του Θεόφιλου του Γ’.