Η σύγκρουση στη Γάζα αποτελεί μία από τις πιο περίπλοκες γεωπολιτικές εξισώσεις της σύγχρονης εποχής, όπου ένα κράτος με συντριπτική στρατιωτική, τεχνολογική και οικονομική υπεροχή αδυνατεί να επιβάλει μια οριστική στρατηγική νίκη έναντι ενός μη κρατικού δρώντα. Το Ισραήλ, αν και διαθέτει απόλυτη υπεροχή σε κάθε συμβατικό δείκτη ισχύος, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σύγκρουση που εντάσσεται στο φάσμα του ανταρτοπόλεμου, ο οποίος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά με στρατιωτικά μέσα.

Η ασφάλεια και η επιβίωση είναι τα θεμελιώδη στρατηγικά συμφέροντα του Ισραήλ. Με υπόβαθρο τις διαδοχικές αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις, το ισραηλινό δόγμα βασίζεται στην αποτροπή, τις προληπτικές επιθέσεις και τη διατήρηση στρατιωτικής υπεροχής για την προστασία της γεωπολιτικής κυριαρχίας. Ωστόσο η ασύμμετρη απειλή από οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ περιορίζει την αποτελεσματικότητα της συμβατικής ισχύος.

Advertisement
Advertisement

Απέναντί του, η Χαμάς δεν αποτελεί έναν τακτικό στρατό, αλλά έναν υβριδικό δρώντα που συνδυάζει στρατιωτική, πολιτική και κοινωνική δράση. Η οργάνωση έχει βαθιές ρίζες στην παλαιστινιακή κοινωνία, ελέγχοντας τη Γάζα από το 2007 και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως τον κύριο φορέα της παλαιστινιακής αντίστασης. Ιδεολογικά επιδιώκει την εξάλειψη του Ισραήλ, αλλά επιχειρησιακά γνωρίζει ότι η απόλυτη στρατιωτική νίκη δεν είναι ρεαλιστική. Αντί γι’ αυτό, ακολουθεί τη στρατηγική της διαρκούς φθοράς, με στόχο να αποδυναμώσει το Ισραήλ, να το αναγκάσει να εμπλέκεται σε παρατεταμένες συγκρούσεις και να επιδεινώνει τη διεθνή του εικόνα μέσω της χρήσης του αφηγήματος της παλαιστινιακής αντίστασης.

Η Χαμάς επιβιώνει μέσα από έναν διαρκή κύκλο συγκρούσεων που επαναλαμβάνεται εδώ και δεκαετίες. Κάθε φορά που το Ισραήλ τη συντρίβει στρατιωτικά, εκείνη αναδιοργανώνεται, επανεξοπλίζεται και επανέρχεται. Ιστορικά, οι ανταρτοπόλεμοι σπάνια καταστέλλονται με απόλυτη στρατιωτική νίκη των κρατικών δυνάμεων, καθώς οι αντάρτες επιδιώκουν τη φθορά του αντιπάλου σε στρατιωτικό, πολιτικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Από την Αλγερία και το Βιετνάμ έως το Ιράκ, οι κατοχικές δυνάμεις απέτυχαν να καμφθούν αντιστάσεις που ρίζωναν μέσα στην κοινωνία. Το ίδιο απέδειξε και ο Νότιος Λίβανος (1982–2000), όπου το Ισραήλ αναγκάστηκε να αποχωρήσει, καταδεικνύοντας ότι μια διαρκής κατοχή στη Γάζα θα σημάνει αναπόφευκτα έναν συνεχή ανταρτοπόλεμο.

Η οριστική εξάλειψη της Χαμάς είναι ανέφικτη όσο οι κοινωνικές, πολιτικές και γεωπολιτικές συνθήκες τη γεννούν. Ακόμη κι αν εκλείψει, κάποια άλλη οργάνωση θα αναδυθεί, καθώς το Παλαιστινιακό παραμένει άλυτο. Η Ιστορία διδάσκει ότι η καταστροφή ενός αντάρτικου δεν σημαίνει και το τέλος της αντίστασης που εκπροσωπεί. Γι’ αυτό η ισραηλινή στρατηγική δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε στρατιωτική επιχείρηση, καθώς αυτή οδηγεί σε φαύλο κύκλο αναπαραγωγής της σύγκρουσης.

Ο κύκλος αυτός αναπόφευκτα τροφοδοτείται από επτά αλληλένδετους παράγοντες που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ριζοσπαστικοποίησης οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε μελλοντικές συγκρούσεις, ενδεχομένως ακόμη πιο ακραίες και βίαιες:

Πρώτο και δομικό αίτιο, τη μακροχρόνια πολιτική αδιέξοδου, που γεννά την αντίσταση. Δεύτερο, το ιδεολογικό φίλτρο, με τον θρησκευτικό φανατισμό και την προπαγάνδα μέσω μέσων και εκπαίδευσης, που ενισχύουν την αδιαλλαξία, εμπνεόμενα εν μέρει από ευρύτερες τζιχαντιστικές ιδεολογίες όπως της Al-Qaeda ή του ISIS. Τρίτο, τέταρτο και πέμπτο τους κοινωνικούς παράγοντες: η βαθιά κοινωνική ενσωμάτωση του υβριδικού δρώντα (Χαμάς) στην παλαιστινιακή κοινωνία μέσω του δικτύου πρόνοιας, η οικονομική εξαθλίωση που βαθαίνει την απόγνωση, και η έλλειψη ποιοτικής μόρφωσης που στερεί από τις νέες γενιές τη δυνατότητα να βελτιώσουν το πνευματικό τους επίπεδο και τον τρόπο σκέψης. Έκτο, το ψυχολογικό αίτιο, με την απώλεια ζωών από τον κύκλο βίας που γεννά αίσθημα εκδίκησης. Τέλος, έβδομο, η εξωτερική υποστήριξη από κράτη όπως το Ιράν και το Κατάρ, που ενισχύει την ικανότητα της Χαμάς να διατηρεί δίκτυα ριζοσπαστικοποίησης μέσω χρηματοδότησης και όπλων

Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε φάση βαθιάς μετάβασης από το μονοπολικό στο Δικεντρικό–Πολυπολικό (τρέχουσα συγκυρία). Σε τέτοιες περιόδους, οι κρατικοί δρώντες σπεύδουν να επιλύσουν οριστικά τις εκκρεμότητες που τους βαραίνουν, ώστε να παγιώσουν τη δική τους εκδοχή πραγματικότητας πριν το νέο σύστημα σταθεροποιηθεί και θεσμοθετήσει τις ισορροπίες ισχύος. Αυτό ακριβώς παρατηρείται στην Ανατολική Ευρώπη, αναμένεται να εκδηλωθεί στη Νότια Σινική Θάλασσα και, στο ίδιο πλαίσιο, στη Μέση Ανατολή η Ιερουσαλήμ επιδιώκει να κλείσει οριστικά το παλαιστινιακό μέτωπο.

Advertisement

Δεδομένου ότι, όπως αναλύθηκε, το Ισραήλ αντιμετωπίζει έναν ανταρτοπόλεμο που αντλεί δύναμη από την κοινωνική δομή και τις συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων, η ιστορική εμπειρία δείχνει πως η εξάλειψή του με καθαρά στρατιωτικά μέσα είναι πρακτικά ανέφικτη. Οι ανταρτοπόλεμοι έχουν αποδειχθεί ανθεκτικοί ακόμη και απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, ενώ οι κατοχές δημιουργούν περισσότερους μαχητές αντί να τους εξαλείφουν. Υπό αυτό το πρίσμα, η εκτίμηση που διαμορφώνεται μέσα από το σχέδιο των 20 σημείων είναι ότι η ίσως Ιερουσαλήμ να επιδιώξει μόνιμη (σταδιακή) απομάκρυνση του παλαιστινιακού πληθυσμού από τη Γάζα, ως το μόνο μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει διαρκή ασφάλεια επί του πεδίου.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Γάζα έχει σε μεγάλο της μέρος ισοπεδωθεί, μετατρέποντας εκτεταμένες περιοχές σε ακατοίκητες ζώνες. Ούτε είναι τυχαίες οι δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ στις 11 Φεβρουαρίου 2025: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναλάβουν τη Γάζα, θα την αναπτύξουν ως τη Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής»

Παρά την πολιτική θύελλα που προκάλεσαν, οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως στιγμιαία υπερβολή, αλλά ως ένδειξη μιας στρατηγικής λογικής που αντιλαμβάνεται την οριστική δημογραφική και κοινωνική μεταβολή ως αναγκαία προϋπόθεση ασφάλειας και σταθερότητας στη Μέση Ανατολή. Η συμφωνία που προτείνεται μπορεί να λειτουργήσει ως πρακτικό κάλυμμα για έναν τμηματικό εκτοπισμό: η ρητορική της «ανάπτυξης» και της «αποκατάστασης» προσφέρει πολιτικό περίβλημα για έργα υποδομής και ανασχεδιασμό περιοχών, ενώ αποσπά την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης προς την ανοικοδόμηση και την οικονομική ανάπλαση. Στην πράξη, υπό το πρόσχημα της ανασυγκρότησης, η διαδικασία μετακίνησης πληθυσμού μπορεί να υλοποιηθεί σταδιακά, παράγοντας τετελεσμένα που ανατρέπονται δύσκολα.

Advertisement

Μια τέτοια στρατηγική, όσο κι αν κρίνεται αποτελεσματική από την άποψη της υψηλής στρατηγικής και της αποτροπής, δεν είναι συμβατή με τη διεθνή νομιμότητα· για το λόγο αυτό, η πολιτική προσπάθεια συνοδεύεται από πρωτοβουλίες και αφηγήματα (όπως το προτεινόμενο πλαίσιο των «20 σημείων») που αποσκοπούν στην ευρύτερη αποδοχή και τη νομιμοποίηση της διαδικασίας. Ωστόσο, η νομιμοφανής διαδρομή δεν ακυρώνει την ουσία: το πολιτικό περίβλημα διευκολύνει τη τεχνική και διοικητική υλοποίηση της μετακίνησης, περιορίζοντας το πολιτικό κόστος και διευκολύνοντας την υιοθέτηση πρακτικών που, υπό άλλες συνθήκες, θα συναντούσαν ισχυρή διεθνή αντίσταση.

Η ολοκλήρωση ενός τέτοιου σχεδίου θα αναδιαμορφώσει ριζικά το γεωπολιτικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου. Μια Γάζα απογυμνωμένη από τον παλαιστινιακό πληθυσμό θα μετατραπεί σε ζώνη υπό αυξημένο ισραηλινό έλεγχο, προσφέροντας στρατηγικό βάθος, θαλάσσια ασφάλεια και την εξουδετέρωση μιας μόνιμης εστίας ανταρτοπόλεμού. Ωστόσο, εάν δεν υπήρχε το ενδεχόμενο μιας πολιτικής λύσης, όπως αυτή που προτείνεται μέσω του σχεδίου των είκοσι σημείων του Τραμπ, η απουσία νομιμοποίησης θα μπορούσε να προκαλέσει έντονη διεθνή αντίδραση και να ανοίξει νέα μέτωπα πολιτικής και διπλωματικής αντιπαράθεσης, μετατρέποντας το κέρδος της ασφάλειας σε πεδίο διαρκούς γεωπολιτικού κόστους.

Για τον λόγο αυτό, η Ιερουσαλήμ επέλεξε να κινηθεί πρώτα στρατιωτικά και στη συνέχεια να μεταβεί σε πολιτικό επίπεδο, αποδεχόμενη μια μορφή συμφωνίας που λειτουργεί ως μεταβατικός μηχανισμός νομιμοποίησης των τετελεσμένων. Ενέργησε έτσι στο μεταβατικό ρήγμα του διεθνούς συστήματος, σε μια συγκυρία όπου η δυνατότητα παγίωσης των νέων δεδομένων είναι μεγαλύτερη, ενώ μετέπειτα η ανατροπή τους θα καταστεί εξαιρετικά δυσχερής. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν η εξέλιξη αυτή προέκυψε οργανικά ή αν αποτέλεσε εξαρχής μέρος ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού;

Advertisement

Αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εικόνα σκληρών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βενιαμίν Νετανιάχου να αποτέλεσε μέρος μιας συνειδητής στρατηγικής σκηνοθεσίας με επικοινωνιακό υπόβαθρο. Η καθυστέρηση  στην ανακοίνωση αποτελέσματος μετά τη συνάντησή τους στον Λευκό Οίκο, ακολουθούμενη από τη μεταγενέστερη διαρροή περί έντονης τηλεφωνικής αντιπαράθεσης, πιθανόν να στόχευε στη διαμόρφωση μιας διττής εντύπωσης. Αφενός, ότι το σχέδιο των είκοσι σημείων δεν υπήρξε προϊόν προκαταρκτικής συνεννόησης, αλλά ανεξάρτητη αμερικανική πρωτοβουλία που δεν υπαγορεύεται από το Ισραήλ. Αφετέρου, ότι ο Νετανιάχου βρέθηκε υπό πίεση από την Ουάσινγκτον να αποδεχθεί ρυθμίσεις που προάγουν τη σταθερότητα αντί της ισραηλινής επέκτασης. Με αυτό τον τρόπο, η αμερικανοϊσραηλινή πλευρά φαίνεται να εξασφάλισε σημαντικό επικοινωνιακό και ψυχολογικό πλεονέκτημα, παρουσιάζοντας το σχέδιο στους Παλαιστίνιους και στον αραβικό κόσμο ως αποτέλεσμα δύσκολων αλλά εποικοδομητικών διαπραγματεύσεων και ως αυτόνομη αμερικανική πρωτοβουλία, όχι ως μονομερή επιβολή.

Ήδη τίθεται το ερώτημα αν το σχέδιο για τη Γάζα υπήρξε προσχεδιασμένο. Ο γράφων είχε τονίσει την ημέρα της τρομοκρατικής επίθεσης, στις 7 Οκτωβρίου 2023, ότι ο ισραηλινός αιφνιδιασμός δεν πείθει, υπονοώντας πως η επίθεση ίσως αφέθηκε να εξελιχθεί ως εργαλείο στρατηγικής νομιμοποίησης, ανάλογο με το τουρκικό πραξικόπημα του 2016.

Advertisement