Η σύγχρονη διεθνής σκηνή καταγράφει μια βαθιά ανατροπή στην ισορροπία ισχύος ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία. Το τριγωνικό αυτό παίγνιο εξουσίας εξελίσσεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς, καθώς οι διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organisation – SCO), των BRICS και άλλων θεσμικών περιφερειακών σχηματισμών  χαράσσουν έναν νέο γεωστρατηγικό χάρτη συμμαχιών και αντιπαραθέσεων και μια  συνειδητή θεσμική στρατηγική αμφισβήτησης της αμερικανικής οικονομικής ηγεμονίας.

Η ρωσοκινεζική σύγκλιση εντάσσεται στη λογική της σχολής του κλασικού ρεαλισμού όπου σε ένα αναρχικό διεθνές σύστημα, τα κράτη δρουν με γνώμονα την ισχύ και την ασφάλεια. Δύο μεγάλες δυνάμεις, αντιμετωπίζοντας μια κοινή απειλή,  τις Η.Π.Α. επιλέγουν να συνενώσουν δυνάμεις για να αποτρέψουν την αμερικανική ηγεμονία ως μία  στρατηγική εξισορρόπησης (balancing)  με στόχο την αποτροπή υπερβολικής συγκέντρωσης ισχύος σε έναν μόνο δρώντα, κατά τη σχολή του νεορεαλισμού.

Advertisement
Advertisement

Οι εξελίξεις αυτές συγκλίνουν προς ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπου η μετατόπιση ισχύος από τη Δύση προς την Ανατολή και η ανάδυση μη δυτικών θεσμών συγκροτούν ένα πιο ασύμμετρο αλλά ταυτόχρονα λειτουργικό περιβάλλον πολυπολικότητας, με την Ευρασία να αναδεικνύεται σε νέο γεωπολιτικό κέντρο βάρους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική αμφιθυμία και οι αποσπασματικές επιλογές της εποχής Τραμπ αποδεικνύονται όχι μόνο ανεπαρκείς, αλλά και παράγοντες που επιτάχυναν το γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της διεθνούς τάξης.

Η αντιπαράθεση Βορρά–Νότου έχει αναδειχθεί σε νέο πεδίο ισχύος στη διεθνή σκακιέρα, αλλά και σε χώρο καλλιέργειας εναλλακτικών πολιτικών αντιλήψεων, πολιτισμικών προτύπων και πρακτικών διακυβέρνησης. Στο νέο της  βιβλίο με τίτλο  Autocracy, Inc., η Anne Applebaum αποτυπώνει εύστοχα την ανάδυση ενός άτυπου συνασπισμού αυταρχικών καθεστώτων που επιχειρεί να διαμορφώσει ένα διαφορετικό μοντέλο παγκόσμιας τάξης, ανταγωνιστικό προς το φιλελεύθερο–δημοκρατικό υπόδειγμα της Δύσης.

Τα στρατηγικά αδιέξοδα της Δύσης στην εποχή Τραμπ

Η προσωποπαγής εξωτερική πολιτική του Τραμπ, αντί να διαρρήξει τον άξονα Πεκίνου–Μόσχας, λειτούργησε ως καταλύτης, επιταχύνοντας τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικότερου μηχανισμού εξισορρόπησης απέναντι στις ΗΠΑ. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν από τη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, προηγήθηκε η Σύνοδος της Αλάσκας 2025. Παρά τη συμβολική βαρύτητα του διαλόγου μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, η συνάντηση κορυφής όχι μόνο ολοκληρώθηκε χωρίς ουσιαστική συμφωνία ή εκεχειρία, αλλά λειτούργησε και ως καταλύτης για τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η στάση του Τραμπ απέναντι στον Ρώσο πρόεδρο —από την τελετουργική υποδοχή με τα «κόκκινα χαλιά» έως το περιεχόμενο και το πολιτικό βάρος των δηλώσεών του για την «πολύ καλή προσωπική σχέση» , αντικαταστάθηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες από την παραδοχή της απογοήτευσης του για τον Πούτιν , την ίδια χρονική περίοδο που το δίδυμο Ρωσία- Κίνα  τονίζουν προς πάσα κατεύθυνση τους στενούς δεσμούς συνεργασίας και τη συμπόρευση τους για μια νέα τάξη πραγμάτων.

Η ήπια στάση που υιοθέτησε ο Τραμπ στο ζήτημα αυτής της  συνεργασίας Ρωσίας–Κίνας – δηλώνοντας πως δεν ανησυχεί αληθινά για την ενίσχυσή της – είναι απολύτως ενδεικτική του αιφνιδιασμού και της στρατηγικής αμηχανίας που φαίνεται να χαρακτηρίζουν πλέον τη σχέση του με τον Πούτιν.

Εντέλει, η πολιτική του Τραμπ με την επιλογή  να υπονομεύσει τη ρωσοκινεζική συνεργασία τελικά  μάλλον λειτούργησε αντίθετα ενισχύοντας  αφενός ακόμα περισσότερο  τη σχέση των δυο χωρών και αφετέρου υποβάθμισε τις ευρωατλαντικές  σχέσεις.  Η υποτίμηση του ρόλου της Ευρώπης ως εν δυνάμει ισορροπιστικού παράγοντα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: αντί να διασπαστεί ο άξονας Πεκίνου–Μόσχας, ενισχύθηκε σε πρωτοφανές επίπεδο.

Το ουσιαστικό διακύβευμα υπερβαίνει τη δημόσια ρητορική, επιβεβαιώνοντας τη μετάβαση από τη μεταψυχροπολεμική μονοπολικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα αναδυόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπου πολλαπλά κέντρα ισχύος διεκδικούν ρόλο στη νέα κατανομή δυνάμεων.

Advertisement

Αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνουν ιστορικά πως τα συμφέροντα και οι συστημικές δομές ισχύος υπερισχύουν των προσωπικών φιλικών σχέσεων ανάμεσα σε ηγέτες· η διένεξη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν μπορεί να εκλείψει ούτε να επιλυθεί μέσα από διαπροσωπικές πρωτοβουλίες, ειδικά στο σημερινό γεωστρατηγικό περιβάλλον ρευστότητας και πολυπολικής ισορροπίας

Νέες συμμαχίες και το παίγνιο ισχύος στην Ευρασία

Η Ευρασία καθίσταται το νέο κέντρο βάρους ενός πολυπολικού κόσμου, όπου η Κίνα, μέσα από θεσμικές, οικονομικές και συμβολικές κινήσεις, αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στον επανακαθορισμό της παγκόσμιας τάξης. Οι αναδυόμενες συμμαχίες με κεντρικό άξονα το τρίγωνο Κίνας–Ρωσίας–Ινδίας μετασχηματίζουν την Ευρασία σε τρία καίρια επίπεδα στρατηγικής: στην οικονομία και την ενέργεια, με τη δημιουργία εναλλακτικών διαδρόμων εμπορίου, μεταφορών και ενέργειας που μειώνουν δραστικά την εξάρτηση από τις δυτικές αγορές· στη νομισματική ανεξαρτησία, με την ενίσχυση της χρήσης εθνικών νομισμάτων στις διεθνείς συναλλαγές και την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του δολαρίου· και στους γεωπολιτικούς θεσμούς, όπου ο SCO και οι BRICS αναδεικνύονται σε στρατηγικούς ανταγωνιστές των παραδοσιακών δυτικών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και η G7, δημιουργώντας νέα κέντρα νομιμοποίησης και συνεργασίας.

Η Κίνα αξιοποίησε τη Σύνοδο της Τιεντσίν όχι απλώς ως διπλωματική πλατφόρμα, αλλά ως καταλύτη για την προώθηση μιας συνεκτικής στρατηγικής για τη διεύρυνση και τη θεσμική ενίσχυση του SCO, με ανάπτυξη τραπεζικών και οργανωτικών δομών, την προώθηση οικονομικής αυτονομίας και θεσμών με στρατηγικό ορίζοντα έως το 2035,  φιλοδοξώντας  για μια  παγκόσμια ηγετική θέση σε ένα  πολυπολικό διεθνές σύστημα με χαρακτηριστικά  «αντιδυτικού άξονα».

Advertisement

Οι δηλώσεις του Κινέζου  Πρόεδρου για τη σχέση Πεκίνου–Μόσχας ως το  βήμα για «την οικοδόμηση ενός παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης πιο δίκαιου και πιο λογικού» και με τον  Πούτιν να τονίζει πως ότι η συνεργασία με τον Σι Τζινπίνγκ έφτασε σε «νέα ιστορικά ύψη», επιβεβαιώνει τη στρατηγική ώθηση που έχει λάβει η ευρασιατική συνεργασία και θέτει ερωτήματα για την πορεία της προς την  ολοκλήρωση και τη διαμόρφωση ενός νέου πολυπολικού συστήματος.

Η Ευρώπη σε στρατηγική αδράνεια;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζοντας μια αβεβαιότητα από τη διατλαντική συμμαχία και με εσωτερικά εμπόδια στην οικοδόμηση ενιαίας στρατηγικής κουλτούρας, συχνά εκλαμβάνεται ως παθητικός δρώντας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η δομή της ΕΕ – βασισμένη σε διακυβερνητικές διαδικασίες και ποικίλες εθνικές προτεραιότητες – καθιστά δυσχερή τη λήψη συλλογικών αποφάσεων σε κρίσιμες γεωπολιτικές συγκυρίες. Έτσι, ενώ η Ρωσία και η Κίνα ενισχύουν στρατηγικά την αυτονομία τους μέσω περιφερειακών συμμαχιών όπως οι SCO και BRICS, η Ευρώπη περιορίζεται είτε στο ρόλο του παρατηρητή είτε ακολουθεί παθητικά τις γραμμές των ΗΠΑ, χάνοντας την ευκαιρία να διαμορφώσει αυτόνομα τη δική της στάση.

Στρατηγική αδράνεια και ρίσκα

Αυτή η κατάσταση έχει σημαντικές συνέπειες: από τη μία πλευρά, περιορίζει την ικανότητα της Ένωσης να λειτουργήσει ως αυτόνομος ισορροπιστής στην ευρασιατική σκακιέρα· από την άλλη, ενδυναμώνει το ρόλο των αναδυόμενων δυνάμεων, αφού οι εξελίξεις πια διαμορφώνονται κατά κύριο λόγο από επιδιώξεις εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Επί της ουσίας, η Ένωση χάνει την πρωτοβουλία να εξασφαλίσει πως οι διεθνείς θεσμοί και οι κανόνες που διαμορφώνονται αντικατοπτρίζουν τις δημοκρατικές αξίες, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Advertisement

Περιορισμένη στρατηγική αυτονομία

Η έλλειψη κοινής στρατηγικής κουλτούρας και η εξάρτηση για την ασφάλεια από τις ΗΠΑ αντανακλάται ακόμα και στους χειρισμούς έκτακτων κρίσεων: η ΕΕ συνήθως αρκείται σε συμβολικές δηλώσεις ή περιορισμένες κυρώσεις κι όχι σε συντονισμένες, ουσιαστικές πρωτοβουλίες. Αυτή η αντιδραστικότητα περιορίζει ουσιαστικά το βάρος της Ευρώπης, τόσο στην ασφάλεια όσο και στην επαναδιαμόρφωση των ισορροπιών ισχύος σε έναν μεταβαλλόμενο διεθνή χώρο.

Αναγκαία η στρατηγική αφύπνιση και αυτονομία

Αν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει κεντρικό ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις και να προστατεύσει τις αξίες που διακηρύσσει, οφείλει να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία με στόχο να καταστεί πρωταγωνιστής – όχι ακόλουθος – του Παγκόσμιου Βορρά. Αυτό προϋποθέτει τολμηρές θεσμικές τομές, κοινή αμυντική ένωση σε μια ενιαία εξωτερική πολιτική με έμφαση στην τεχνολογική και ενεργειακή ανεξαρτησία, ώστε να διαμορφώσει συνειδητά τους όρους του πολυπολικού κόσμου που αναδύετα

Στο Μεταβαλλόμενο (Volatility), Αβέβαιο (Uncertainty), Πολύπλοκο (Complexity) και Ασαφές (Ambiguity) διεθνές περιβάλλον — το γνωστό πλαίσιο Μ.Α.Π.Α./VUCA, η Ευρώπη παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική της διακυβερνητικής συνεργασίας και αδυνατεί να ασκήσει τον στρατηγικό της ρόλο. Αντί να προδιαγράφει τις εξελίξεις, τις ακολουθεί, με αποτέλεσμα να τοποθετείται στο περιθώριο των μεγάλων αποφάσεων της εποχής, ακριβώς τη στιγμή που η αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος αξιών δοκιμάζεται ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα μοντέλα: το δημοκρατικό και το αυταρχικό.

Advertisement

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Σι Τζινπίνγκ, με τις οποίες κάλεσε τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Ναρέντρα Μόντι να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας «δικαιότερης» και «πολυπολικής» παγκόσμιας τάξης, συνιστούν ευθεία Πρόκληση στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων και σηματοδοτούν την προσπάθεια της Κίνας να αναδειχθεί σε κεντρικό πυλώνα του αναδυόμενου γεωπολιτικού συστήματος.

Advertisement

Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει κρίσιμο: ποια κράτη και με ποια χαρακτηριστικά θα συγκροτήσουν αυτή τη νέα τάξη; Εάν το μέλλον της διεθνούς διακυβέρνησης οικοδομηθεί σε καθεστώτα με έλλειμμα δημοκρατικής λογοδοσίας και συστηματικές παραβιάσεις δικαιωμάτων, τότε η Ευρώπη, αν επιμείνει στον ρόλο του παθητικού παρατηρητή, κινδυνεύει να απωλέσει όχι μόνο τη στρατηγική της σημασία αλλά και την ίδια της την ταυτότητα. Η λανθασμένη αμερικανική πολιτική της προηγούμενης δεκαετίας όχι μόνο δεν αποδυνάμωσε τον ρωσοκινεζικό άξονα, αλλά τον ενίσχυσε, επιταχύνοντας την ανάδυση ενός ευρασιατικού πόλου ισχύος.

Σήμερα, η Δύση καλείται να επαναπροσδιορίσει τον στρατηγικό της βηματισμό μέσα από αναγκαίες επαναπροσεγγίσεις, την ανανέωση της διατλαντικής εμπιστοσύνης και την ανάπτυξη νέων εργαλείων ισχύος, προκειμένου να διατηρήσει θέση συνδιαμορφωτή στους κανόνες της νέας παγκόσμιας τάξης.

Η ιστορική εμπειρία υπενθυμίζει ότι στην διεθνή πολιτική η αστάθεια αποτελεί τον κανόνα και η τάξη, η δικαιοσύνη και η ηθική την εξαίρεση. Η σημερινή πραγματικότητα δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως άθροισμα συγκυριακών συμμαχιών, αλλά απαιτεί ανάλυση των δομικών μεταβολών υπό το πρίσμα των θεωριών διεθνών σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η αξιοποίηση του strategic foresight ως μεθοδολογικού εργαλείου καθίσταται επιτακτική, προκειμένου να αποτυπωθούν οι μελλοντικές τάσεις, να εκτιμηθούν οι πιθανές διαδρομές του διεθνούς συστήματος και να καταστεί δυνατή η χάραξη προληπτικών —και όχι απλώς αντιδραστικών— στρατηγικών επιλογών.

Advertisement