Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η στατιστική έρευνα δεν αποκαλύπτει απλώς, με τον τεχνοκρατικό κι επιστημονικό της τρόπο, το επιφαινόμενο ενός πραγματικού γεγονότος αλλά φανερώνει με τρόπο παραστατικό και μη αμφισβητήσιμο την ουσιαστική αλήθεια τής κοινωνίας. Η πρόσφατη παγκόσμια έρευνα του ιδρύματος Pew Recearch Center[1], η οποία διεξήχθη και στην Ελλάδα, δεν αποκάλυψε απλώς κάτι που εμπειρικά γνωρίζουμε για τη χώρα μας, αλλά επιβεβαίωσε την καθημερινή βιωματική μας αντίληψη περί της συστημικής παθολογίας και της σηπτικής ανεπάρκειας τού πολιτικού μας βίου.
Οι πολίτες δηλώνουν σε ένα ασύλληπτα υψηλό ποσοστό, 8 στους 10 Έλληνες, ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας χρειάζεται σημαντικές αλλαγές, πλήρη και ριζική αναμόρφωση ενώ το ίδιο περίπου ποσοστό δηλώνει πως οι πολιτικοί δεν είναι ούτε ειλικρινείς, ούτε επαρκείς, ούτε κατανοούν τις ανάγκες τους! Εν ολίγοις, το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται ούτε τα κόμματα ούτε καν το Κοινοβούλιο, με τη νεολαία να δείχνει εξόχως προβληματισμένη καθόσον θεωρεί ότι δεν ακούγεται η φωνή της, φανερώνει ότι δεν έχουμε πια να κάνουμε με μια συγκυριακή συνθήκη ή μια πρόσκαιρη αγανάκτηση, αλλά με μια βαθιά κρίση πολιτικής αποσύνθεσης.
Η Ελλάδα, που υπήρξε το εργαστήρι της πολιτικής και της Δημοκρατίας, δεν έχει πια να επιδείξει ούτε ιδέες, ούτε πρόσωπα, ούτε παραδείγματα που να εμπνέουν και να δημιουργούν μεγάλα και αληθινά συναισθήματα και όνειρα ιδανικά στη συνείδηση των πολιτών. Και τούτο προφανώς δεν οφείλεται στην έλλειψη θεσμών ή διοικητικών μηχανισμών αλλά ενδεχομένως στην έλλειψη ικανών πολιτικών προσώπων που μπορούν να ενσαρκώσουν αληθώς και πλήρως τα ιδανικά του τόπου μας κατά την άσκηση της εξουσίας τους, έξω από τις μικροπολιτικές επιδιώξεις κάθε κομματικού φατριασμού. Από τη στιγμή που ο υπουργός δε λογοδοτεί κι ο βουλευτής δεν ενεργεί κατά συνείδηση αλλά καθ’ υπόδειξη κομματική, ο πολίτης γίνεται απαισιόδοξος καθόσον παύει να ελπίζει, αφού δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει, εν τοις πράγμασι, οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.
Η απαισιοδοξία όμως, δεν είναι απλώς μια πρόσκαιρη ψυχολογική διάθεση, αντιθέτως, συνιστά μια ισχυρή εσωτερική κραυγή, μια ενδογενώς σοβαρή και πάγια υπαρξιακή τοποθέτηση απέναντι στο μέλλον του. Νιώθοντας ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, αποσύρεται στον εαυτό του με αποτέλεσμα η ισχύς τού κοινωνικού ιστού να αποδυναμώνεται καθημερινά ολοένα και περισσότερο. Ο στραγγαλισμός όμως της δύναμης και της ισχύος της κοινωνίας καθιστά τη Δημοκρατία ένα ισχνό σαρκίο, έναν αδειανό τύπο νομής και διαχείρισης της εξουσίας από έναν κλειστό και απροσπέλαστο κύκλο επαγγελματιών της πολιτικής που ζουν μακριά από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Είναι μια Δημοκρατία που λειτουργεί σαν βιτρίνα, η οποία δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προβάλει, σαν ένα σύγχρονο αρχετυπικό δράμα, την απόγνωση του σημερινού Έλληνα ως ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ψήφος δεν εκφράζει γνώμη, εκφράζει απελπισία, ο Κανένας καθίσταται καταλληλότερος για πρωθυπουργός, οι θεσμοί παύουν να αποτελούν εργαλεία υπηρέτησης του κοινού συμφέροντος αλλά ασπίδες προστασίας των ισχυρών. Και στην κοινή γνώμη κυριαρχεί η αντίληψη ότι η πολιτική δεν είναι πια ένα υψηλό και σπουδαίο, για την κοινωνία, λειτούργημα αλλά ένα κλειστό επάγγελμα και μάλιστα εξόχως προσοδοφόρο.
Το 70% των Ελλήνων, σύμφωνα με την έρευνα, δεν πιστεύει ότι είναι εφικτό να συμβεί μια αποτελεσματική αλλαγή. Ενδεχομένως όμως, μέσα από αυτή τη στατιστική απόγνωση, ο Έλληνας να μπορέσει επιτέλους να συνειδητοποιήσει ότι η δύναμή του δεν είναι η ψήφος του αλλά η ενεργή συμμετοχή του στα κοινά. Η Δημοκρατία άλλωστε δε χαρίζεται, τούτο είναι ιστορική βεβαιότητα.
Κώστας Θερμογιάννης
https://thermoyiannis.gr
[1] People Around the World Want Political Change, but Many Doubt It Can Happen | Pew Research Center