Η αιφνιδιαστική ενεργοποίηση της Διακλαδικής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης, της αποκαλούμενης Δύναμης Δέλτα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 2025, δεν μπορεί να εκληφθεί ως μια απλή στρατιωτική άσκηση• αντίθετα, συνιστά εξέλιξη μείζονος σημασίας, η οποία δύναται να λειτουργήσει ως σημείο καμπής στη δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Σχεδιασμένη ως μέτρο ετοιμότητας, η άσκηση λειτούργησε στην πράξη ως στρατηγικό μήνυμα προς την Άγκυρα, στον απόηχο της τουρκικής NAVTEX για την έξοδο του ωκεανογραφικού «Piri Reis» σε περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η κίνηση αυτή επανέφερε στο προσκήνιο πάγια τουρκικά επιχειρήματα περί αποστρατικοποίησης νησιών και αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε θαλάσσιες ζώνες, επιτείνοντας ένα ήδη τεταμένο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Advertisement
Advertisement

Η δεσμευμένη περιοχή από την τουρκική NAVTEX δεν είναι τυχαία. Η έκτασή της – από δυτικά της Λέσβου και νότια της Χίου έως τη νησίδα Καλόγερος – αγγίζει τον πυρήνα της ελληνικής στρατιωτικής υποδομής, δεδομένου ότι η Καλόγερος χρησιμοποιείται διαχρονικά ως πεδίο βολής. Το γεγονός ότι τμήμα της περιοχής αυτής επικαλύπτει ελληνικά χωρικά ύδατα και εμπίπτει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα καθιστά την τουρκική πρωτοβουλία ιδιαίτερα επιθετική και υψηλού ρίσκου. Πρόκειται για μια κίνηση που δοκιμάζει όχι μόνο τα όρια της ελληνικής αντοχής, αλλά και την ίδια την αποτελεσματικότητα των διεθνών κανόνων δικαίου της θάλασσας.

Η ελληνική αντίδραση υπήρξε διπλωματικά άμεση και στρατιωτικά αποφασιστική. Η αντι-NAVTEX που εκδόθηκε από τον σταθμό της Λήμνου υπενθύμισε την αποκλειστική ελληνική αρμοδιότητα στη δέσμευση θαλάσσιων περιοχών, ενώ παράλληλα ενεργοποιήθηκε η Διακλαδική Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης. Στελέχη Ειδικών Δυνάμεων αναπτύχθηκαν σε τριάντα νησιά, ενώ περισσότεροι από εξήντα σχηματισμοί αεροσκαφών και το σύνολο του ελληνικού στόλου τέθηκαν σε πλήρη ετοιμότητα. Η παρουσία φρεγατών, πυραυλακάτων, υποβρυχίων, αλλά και η πτήση μαχητικών Rafale, Mirage και F-16, συνοδευόμενες από κινήσεις ενίσχυσης στον Έβρο, προσέδωσαν στην «ΔΕΛΤΑ» χαρακτήρα ολοκληρωμένης στρατηγικής επίδειξης.

Η σημασία αυτής της κίνησης δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκομμένα από την ιστορική συνέχεια των ελληνοτουρκικών κρίσεων. Το 1987, η ανακοίνωση της Τουρκίας για έρευνες του «Σισμίκ» στο Αιγαίο προκάλεσε κινητοποίηση του ελληνικού στόλου και οδήγησε σε έντονη διπλωματική αντιπαράθεση που τελικά αποκλιμακώθηκε με την παρέμβαση των ΗΠΑ. Το 1996, η κρίση των Ιμίων κατέδειξε τη σημασία του «παράγοντα αιφνιδιασμός» και τη στρατηγική αξία μικρών νησίδων, οδηγώντας σε έναν ιδιότυπο «γκριζάρισμα» περιοχών του Αιγαίου. Το 2020, η κρίση με το «Oruc Reis» στην Ανατολική Μεσόγειο αποτέλεσε υπενθύμιση ότι οι ελληνοτουρκικές εντάσεις πλέον δεν περιορίζονται στο Αιγαίο, αλλά επεκτείνονται σε όλη τη θαλάσσια ζώνη από το Καστελλόριζο έως την Κρήτη, συνδέοντας άμεσα την ενεργειακή διάσταση με τη στρατηγική αντιπαράθεση.

Η ακολουθία αυτών των επεισοδίων αποκαλύπτει μια επαναλαμβανόμενη δομή «δοκιμασιών ισχύος», μέσω των οποίων η Άγκυρα επιχειρεί αφενός να ελέγξει την ελληνική αντίδραση και αφετέρου να διαμορφώσει τετελεσμένα στο πεδίο. Κάθε κρίση, από το Σισμίκ έως το Oruc Reis, λειτουργεί ως κρίκος σε μια αλυσίδα στρατηγικής αμφισβήτησης, όπου η Τουρκία αξιοποιεί τον αιφνιδιασμό και τη δημιουργία ασάφειας για να υπονομεύσει το υφιστάμενο status quo. Υπό αυτό το πρίσμα, η τρέχουσα κρίση δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός αλλά εντάσσεται σε μια διαχρονική λογική αναθεώρησης, αποκτώντας όμως αυξημένο βάρος λόγω της χρονικής συγκυρίας στην οποία εκδηλώθηκε.

Σύντομα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, ενώ η συμφωνία της Ελλάδας με την Chevron για έρευνες νοτίως της Κρήτης διαμορφώνει νέα δεδομένα στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, συνδέοντας άμεσα τη διπλωματία με την ενεργειακή γεωπολιτική.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική στρατηγική καλείται να κινηθεί σε ένα λεπτό ισοζύγιο. Από τη μία πλευρά, η χώρα οφείλει να αποδείξει ότι διαθέτει την επιχειρησιακή ικανότητα και τη βούληση να υπερασπιστεί την κυριαρχία της. Από την άλλη, πρέπει να αποφύγει τη διολίσθηση σε μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, όπου ένα τυχαίο περιστατικό ή ένα λάθος υπολογισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε θερμή κρίση. Η παραδοσιακή προσφυγή σε εξωτερικούς εξισορροπητές – κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και την ΕΕ – παραμένει θεμελιώδης, όμως η τουρκική στρατηγική στηρίζεται στην επιμονή και στην τακτική πρόκληση τετελεσμένων, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η αμυντική διαχείριση δεν επαρκεί.

Advertisement

Το κρίσιμο ερώτημα που αναδύεται είναι αν η «ΔΕΛΤΑ» θα περιοριστεί σε μια συγκυριακή επίδειξη ή αν θα αποτελέσει αφετηρία για μια συνεκτική στρατηγική αποτροπής. Η Ελλάδα χρειάζεται μια μόνιμη αρχιτεκτονική ασφάλειας, ικανή όχι μόνο να αποθαρρύνει προκλήσεις, αλλά και να καταδεικνύει ότι κάθε παραβίαση θα επιφέρει συγκεκριμένο κόστος. Μια τέτοια στρατηγική θα ενίσχυε τον ρόλο της χώρας ως αξιόπιστου συμμάχου και σταθεροποιητικού παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ωστόσο, η φύση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης εμπεριέχει πάντοτε το στοιχείο του απροόπτου. Οι διμερείς σχέσεις λειτουργούν όπως ένα πεδίο «σεισμικής δραστηριότητας»: μπορεί να δίνουν συχνές δονήσεις χαμηλής έντασης, αλλά η απειλή ενός ισχυρού σεισμού παραμένει διαρκής. Η τρέχουσα συγκυρία αποτελεί υπενθύμιση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καίριο σταυροδρόμι: αν καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει την «ΔΕΛΤΑ» ως εργαλείο μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής αποτροπής, μπορεί να αναβαθμίσει θεμελιωδώς τη γεωπολιτική της θέση• διαφορετικά, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια πολιτική παθητικής άμυνας, με την πρωτοβουλία κινήσεων να παραμένει στην Άγκυρα.

Πρώτη δημοσίευση στο imerazante.gr

Advertisement