*Γράφει η Έλενα Μπουλετή, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι επιτυχίες στο εξωτερικό

Μικρό διάστημα μετά τη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου στην Τουρκία, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τον Ταγίπ Ερντογάν «καλό ηγέτη». Οι δε ευρωπαϊκοί θεσμοί, λόγου χάρη η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE), αλλά κυρίως οι Ευρωπαίοι ηγέτες, είναι ακόμη πιο υποτονικοί απ’ ό,τι στο παρελθόν στην κριτική τους αναφορικά με την πολιτική που ακολουθείται από τον Τούρκο πρόεδρο και την κυβέρνησή του στο εσωτερικό της χώρας. Πέρα από τη συντηρητική πολιτική μετατόπιση που παρατηρείται σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη και έχει εν πολλοίς περιχαρακώσει τους Ευρωπαίους ηγέτες σε κοντόφθαλμες πολιτικές και «στα του οίκου των», η διοίκηση Τραμπ έχει πολλά κοινά στοιχεία –ιδιαίτερα σε επίπεδο συμβολισμών, προσωπικής προβολής και επικοινωνίας με την κυβέρνηση Ερντογάν, με κυριότερη την προσπάθεια εκμετάλλευσης της συγκυρίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας από τους δύο ηγέτες. Έτσι, οι παλιές απειλές του Προέδρου των ΗΠΑ έχουν φτάσει, κατά την προσφιλή του συνήθεια, στο άλλο άκρο, με δημόσιους επαίνους, ακόμη και όταν δεν είναι απαραίτητο ή ακόμη και όταν συνιστούν μήνυμα με πολλούς αποδέκτες, όπως συνέβη σε ομιλία του παρουσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Advertisement
Advertisement

Η πορεία επαναπροσέγγισης επισφραγίστηκε με τη συνάντηση των δύο ηγετών στη Χάγη, μια συνάντηση που ο Τούρκος πρόεδρος επιδίωκε για καιρό και που τελικά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων του ΝΑΤΟ. Ενώ οι δεσμοί των συμμάχων δοκιμάζονται και οι δαπάνες για εξοπλισμούς αποφασίστηκε να αυξηθούν, και μέσα από τις πιέσεις των ΗΠΑ, η Τουρκία είναι ήδη ο «χρήσιμος τρίτος» στα σχήματα ισχύος που διαμορφώθηκαν το τελευταίο διάστημα για τις ΗΠΑ και εν συνεχεία και για την Ευρώπη. Έτσι, δεν διεκδικεί πλέον για τον εαυτό της το ρόλο του σημαντικού περιφερειακού παίκτη, όπως έκανε μέχρι πρότινος, αλλά τον παίζει όντως, και ουδείς πλέον αμφισβητεί το γεγονός. Ακόμη και οι πλέον φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα εν τω μεταξύ κατέγραψαν ότι, αν και ο Έλληνας πρωθυπουργός βρέθηκε στη συνάντηση και παρότι έχει στο παρελθόν δηλώσει «προβλέψιμος» και, πιο πρόσφατα, «αξιόπιστος» σύμμαχος των ΗΠΑ, δεν είχε κάποια συνάντηση με τον πρόεδρο Τραμπ.

Στο πλαίσιο λοιπόν της ανάπτυξης αυτής της δυναμικής φαίνεται πως διαμορφώνεται συμφωνία για την αγορά μαχητικών Eurofighter Typhoon από την Τουρκία, με αντίτιμο που μπορεί να αγγίξει ακόμη και τα 5,6 δισεκατομμύρια δολάρια και να αφορά έως και 40 μαχητικά (ο ακριβής αριθμός και οι προδιαγραφές των αεροσκαφών δεν είναι γνωστά). Παράλληλα, ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν εγκαταλείπει, θεωρητικά τουλάχιστον, ούτε την προσπάθεια άρσης των περιορισμών για προμήθεια όπλων και από τις ΗΠΑ, ενώ ήδη πρέπει να θεωρείται σημαντική η άρση των ενστάσεων της Γερμανίας (οι διαπραγματεύσεις για τα Eurofighter φαίνεται πως είχαν παγώσει παλαιότερα λόγω της επιφυλακτικότητας της Γερμανίας να εγκρίνει άδεια εξαγωγής, καθώς υπήρχαν αντιρρήσεις σχετικά με την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε η Τουρκία). Τα Eurofighter κατασκευάζονται από κοινοπραξία τριών από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, των BAE Systems, Airbus και Leonardo, οπότε και ο πρόεδρος Ερντογάν έσπευσε πρόσφατα να δηλώσει: «Αν θέλει ο Θεός, πιστεύω ότι θα αποκτήσουμε τα μαχητικά μας το συντομότερο δυνατόν. Στις συναντήσεις μου με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ και τον Γερμανό Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς παρατήρησα τη θετική τους προσέγγιση στο θέμα». Στα παραπάνω πρόσθεσε και τις προπαρασκευαστικές επαφές με τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ για ένα νέο αεροπλανοφόρο, με σχόλιο που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι παραπέμπει επικοινωνιακά σε «γλώσσα» Τραμπ: «Συζητήσαμε αυτό το θέμα με τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ. Λέει: “Είμαστε μέσα”.  Αν θέλει ο Θεός, θα το πετύχουμε αυτό με τους Ισπανούς».

Και η καταπίεση στο εσωτερικό

Αυτές οι πρόσφατες διπλωματικές «επιτυχίες», όπως τουλάχιστον καταγράφονται στη γλώσσα και τον τρόπο αποτίμησης της πολιτικής από την τουρκική κυβέρνηση, αθροίζονται στο διπλό σύστημα επιρροής που ήδη έχει διαμορφωθεί τόσο με το τουρκολιβυκό μνημόνιο και τη Δυτική Λιβύη όσο και με την κυβέρνηση της Συρίας. Η τελευταία είναι θετικά διακείμενη προς την τουρκική κυβέρνηση, καθώς ο μεταβατικός πρόεδρος της Συρίας Αχμέντ αλ Σάραα έχει στηριχτεί από την τουρκική πλευρά για να ανέλθει και να παραμείνει στην εξουσία. Το πεδίο επιρροής της Τουρκίας λοιπόν, ακριβώς στη λογική της περιφερειακής δύναμης, είναι συγκεκριμένο, αλλά σημαντικό, και ενδέχεται να παίξει πολύ κρίσιμο ρόλο στο μέλλον. Ο «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» που διεξάγεται στη Συρία και δεν φαίνεται να σταματά σύντομα, πέρα από τις τραγικές επιπτώσεις στους ντόπιους πληθυσμούς και τις μειονότητες έδωσε –και εξακολουθεί να δίνει ευκαιρίες στην Τουρκία για έλεγχο της περιοχής με δύο επιδιώξεις: την επιρροή της στο διάδοχο καθεστώς και στους ξένους παράγοντες που θα θέλουν πρόσβαση σε αυτό, αλλά και την εποπτεία των κουρδικών δυνάμεων και πληθυσμών που βρίσκονται στα νότια σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία.

Έτσι, στη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Συρίας πριν από λίγες μέρες ο Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν είχε επικοινωνία για το θέμα με τον Αμερικανό ομόλογό του Μαρκ Ρούμπιο και φέρεται να δήλωσε αφενός πόσο η Άγκυρα υποστηρίζει τον εποικοδομητικό ρόλο που διαδραματίζει η Ουάσιγκτον στη Συρία και αφετέρου ότι είναι έτοιμη να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες για τον τερματισμό των συγκρούσεων. Κυρίως όμως ότι «η Τουρκία δεν θα επιτρέψει σε καμία περίπτωση σε τρομοκρατικές οργανώσεις να εκμεταλλευτούν την κατάσταση στο νότιο τμήμα της Συρίας». Εξέφρασε δηλαδή μια σαφή απειλή προς τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), βασικός κορμός των οποίων είναι η κουρδική πολιτοφυλακή YPG (Δυνάμεις Προστασίας του Λαού), την οποία η Άγκυρα συνδέει με το ΡΚΚ.

Ο μόνος χειρισμός που διαφοροποιήθηκε από αυτό που τόσα χρόνια γνωρίζαμε ως αντιμετώπιση του κουρδικού από την τουρκική κυβέρνηση, δηλαδή την καταπίεση, τις έμμεσες και άμεσες διώξεις, την πολιτισμική αφομοίωση κ.λπ., είναι η σχετικά πρόσφατη πρωτοβουλία του κυβερνητικού συνασπισμού για «αφοπλισμό του PKK και τερματισμό της τρομοκρατίας» και, μόνο θεωρητικά, για την ειρηνική και ισότιμη συμπόρευση στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο για τους Κούρδους, Τούρκους πολίτες, που αποτελούν περίπου το 20% του πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο, το μόνο που επαναλαμβάνεται με σαφήνεια από την κυβερνητική πλευρά είναι οι διακηρύξεις, σε απόλυτο ύφος, για την πάταξη της τρομοκρατίας, τον αφοπλισμό, την επαναφορά των Κούρδων στον ίσιο δρόμο κ.ά. Μάλιστα, από μια δήλωση του Τούρκου Προέδρου, σύμφωνα με την οποία «τα τρία κόμματα, AKΡ, MHP (το κόμμα του Ντεβλέτ Μπαχτσελί) και το φιλοκουρδικό DEM, αποφάσισαν ότι από τώρα και στο εξής θα βαδίσουν μαζί στο ίδιο μονοπάτι», άρχισαν δημοσιογραφικές εικασίες μέχρι και για προεκλογική συνεργασία των τριών κομμάτων. Ωστόσο, η Περβίν Μπουλντάν, Αντιπρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και μέλος της αντιπροσωπείας του DEM στις επαφές με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, αναφερόμενη στη δήλωση αυτή, σχολίασε: «Ας μην το παρερμηνεύσουμε αυτό. Αυτή η συμμαχία είναι μια συμμαχία διαδικασίας. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια ακόμη πολιτική συμμαχία. Η γραμμή και η πορεία όλων είναι σαφείς. Φυσικά, ως κόμμα DEM, βρισκόμαστε στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας, αλλά η συμμαχία των κομμάτων ΑΚΡ και ΜΗΡ είναι εκείνη που πρέπει να επιλύσει το θέμα».

Τουτέστιν, από την κουρδική πλευρά που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις δεν διαφεύγει το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής κάποια σαφής διακήρυξη για δικαιώματα, νομοθετικά κατοχυρωμένα, για ισότιμη συμμετοχή στα κοινά, για μια κοινή αντίληψη της έννοιας του πολίτη για Τούρκους και Κούρδους (καθώς για πολλά χρόνια οι Κούρδοι θεωρούνταν «πολίτες δεύτερης κατηγορίας»). Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, ο Ερντογάν επέλεξε να απευθυνθεί στον φυλακισμένο Οτσαλάν ως συνομιλητή και όχι στην ηγεσία του DEM ή ακόμη και στο σύνολο του κουρδικού λαού. Αυτή η πατερναλιστική λογική «από τα πάνω», με συμβολική απεύθυνση σε έναν φυλακισμένο εδώ και δεκαετίες ηγέτη-αντάρτη, αντί για έναν σύγχρονο εκλεγμένο πρόεδρο ή για τους συμπροέδρους ενός πολιτικού κόμματος δικτυωμένου και νομιμοποιημένου στον κουρδικό λαό όπως το DEM, λέει πολλά και σε πολλά επίπεδα για τις μελλοντικές προθέσεις της κυβέρνησης Ερντογάν. Και οι Κούρδοι φυσικά γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται το οξύμωρο αυτό σχήμα καλύτερα από όλους. Ακόμη και η λογικοφανής αιτιολόγηση ότι όλη αυτή η προσπάθεια θα επιφέρει κοινωνική ηρεμία και ειρήνη διαψεύδεται στην πράξη από όσα συμβαίνουν παράλληλα στην τουρκική πολιτική σκηνή.

Advertisement

Για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, οι διώξεις, φυλακίσεις, εξαιρέσεις, παρεμβάσεις κ.λπ. στο εσωτερικό της Τουρκίας ενάντια στην αντιπολίτευση συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό. Μετά τον Ιμάμογλου σειρά έχει ο ηγέτης της τουρκικής αντιπολίτευσης Οζγκιούρ Οζέλ, ο οποίος, με αφορμή μια μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τη συμπλήρωση εκατό ημερών φυλάκισης του πρώτου, αποκαλεί τον πρόεδρο Ερντογάν «αρχηγό Χούντας». Απ’ ό,τι φαίνεται, ήδη στοιχειοθετείται υπόθεση σε βάρος του Οζέλ. Λίγο νωρίτερα, από τις 42 συλλήψεις που έγιναν στη διαδήλωση, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για διαφθορά σε βάρος του Τουντς Σογιέρ, του δημοφιλούς πρώην δημάρχου Σμύρνης, και άλλων 156 στελεχών του κόμματος της αντιπολίτευσης σε διάφορα μέρη της χώρας. Τις πρώτες μέρες του Ιούλη συνελήφθησαν επίσης ο δήμαρχος της πόλης των Αδάνων στη νότια Τουρκία Ζεϊντάν Καραλάρ, ο δήμαρχος του Αντίγιαμαν στην ανατολική Τουρκία Αμπντουραχμάν Τουτντερέ και ο δήμαρχος της Αττάλειας Μουχιτίν Μποτζέκ. Όλη αυτή η κυβερνητική οργή εις βάρος της αντιπολίτευσης (η οποία προηγείται 5 μονάδες του κόμματος του Ερντογάν και φαίνεται πως ωφελείται δημοσκοπικά όταν σκληραίνει το λόγο της) δεν κάνει φυσικά διακρίσεις μεταξύ Κούρδων και μη, αλλά διώκει συλλήβδην την αντιπολίτευση και ό,τι προσομοιάζει σε αντιπολίτευση. Για παράδειγμα, φυλακίστηκαν οι συντάκτες του περιοδικού Λε Μαν και το τεύχος του αποσύρθηκε επειδή σε ένα σκίτσο του εμφανιζόταν ο Μωάμεθ να μιλάει με τον Μωυσή. Ο σκιτσογράφος εξήγησε ότι σκοπός του ήταν να μιλήσει για «δικαιοσύνη υπέρ του καταπιεσμένου μουσουλμανικού λαού που δολοφονείται από το Ισραήλ», αλλά ο εισαγγελέας είδε δημόσια προσβολή των θρησκευτικών αξιών.

Είναι σαφές λοιπόν ότι υπάρχει μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια στην τουρκική κοινωνία για την κυβέρνηση, η δε αντιπολίτευση βλέπει τη διαφορά της με το AKP να αυξάνεται (τώρα προηγείται με 5 μονάδες) όσο οξύνει την κριτική της εις βάρος του κυβερνητικού συνασπισμού. Η καταστολή και οι διώξεις συνιστούν την στερεότυπη απάντηση της κυβέρνησης σε κάθε -αντιπολιτευτική ή άλλη- κριτική. Έτσι γίνεται φανερή τόσο η προσπάθεια του κυβερνητικού συνασπισμού να παραμένει συνεχώς στην εξουσία -μια εξουσία σχεδόν απόλυτη- αλλά και την ανικανότητά -πέρα από την απροθυμία του- να το επιδιώξει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.  Εύλογες λοιπόν οι αμφιβολίες των Κούρδων του DEM για την ειλικρίνεια των κυβερνητικών προθέσεων καθώς ο Πρόεδρος πιθανόν να ενδιαφέρεται να ανοίξει το θεσμικό δρόμο για μια νέα δική του προεδρική θητεία και τίποτε άλλο. Η δε διεθνής συγκυρία προς το παρόν τον βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. 

H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 27ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ

Advertisement