Την τελευταία περίοδο, έχουμε καταστεί μάρτυρες της κατάρρευσης της αποτροπής στο μεσανατολικό χώρο. Το σύστημα ισορροπίας ισχύος, το οποίο εξασφάλιζε μια σχετική σταθερότητα, ανήκει στο παρελθόν και οι βασικοί πόλοι επιχειρούν να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση, διεκδικώντας το μέγιστο δυνατό μερίδιο από τους νέους συσχετισμούς. Εξ ορισμού, το πλέγμα αποτροπής θεμελιώνεται μέσω της καλλιέργειας της πεποίθησης προς όλες τις πλευρές ότι το κόστος της ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης είναι σαφώς μεγαλύτερο από το όφελος της ειρήνης. Με αυτόν τον τρόπο, η ορθολογική εκτίμηση περί ασύμφορου του πολέμου καταλήγει σε μια δεδομένη ισορροπία ισχύος.

Η αποτροπή δύναται να είναι ενεργητική, με το κράτος να λαμβάνει μέτρα προβολής της ισχύος του προς αποστολή των ανάλογων μηνυμάτων προς τους υπαρκτούς ή επίδοξους αντιπάλους του. Ενδέχεται να είναι παθητική με τη δημιουργία στρατηγικού περιβάλλοντος ακατάλληλου για τον αντίπαλο να επιτεθεί (όπως έγραφε ο Thomas Schelling: «Μπορώ να σταματήσω το αυτοκίνητό σου βάζοντας το δικό μου στο δρόμο σου – Η αποτρεπτική απειλή μου είναι παθητική, καθώς η απόφαση της σύγκρουσης ανήκει σε εσένα»). Δύναται, επίσης, να είναι ακούσια, προκύπτοντας δηλαδή ως συστημικό παρεπόμενο (π.χ. η Ελλάδα και η Τουρκία απέφυγαν την ευθεία σύγκρουση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εν ονόματι… της διασφάλισης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ) και τέλος, μπορεί να είναι και εκούσια μέσω του σχεδιασμού πλέγματος ισορροπίας ισχύος (όπως συνέβη, π.χ., κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου με τη δημιουργία της Μικρής Αντάντ και της Βαλκανικής Αντάντ υπό τις ευλογίες… της Μεγάλης Αντάντ προς εξισορρόπηση των αναθεωρητικών δυνάμεων).

Advertisement
Advertisement

Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής σήμερα, παρατηρείται η ακριβώς αντίθετη πορεία. Κύριοι δρώντες εκτιμούν ότι έχουν την ευκαιρία εκκαθάρισης της κατάστασης και δρομολόγησης των εξελίξεων κατά τις δικές τους βουλήσεις εν όψει (ή μάλλον εν μέσω) των μείζονων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων με τη δημιουργία του σινικού (BRI) και του αμερικανικού (IMEC) διαδρόμου. Θεωρούν ότι η δράση τρομοκρατικών οργανώσεων ως αντιπρόσωποι αποσταθεροποιητικών κρατικών δρώντων είναι ανεπίτρεπτη, καθότι δημιουργεί – κατά τη μαοϊκή ρήση – «μεγάλη αναταραχή» που δύναται να οδηγήσει σε «θαυμάσια κατάσταση» προς προφανές όφελος των αναθεωρητικών εξ ανατολών δυνάμεων.

Δεδομένου ότι η απαρχή του πολέμου σημαίνει αποτυχία της αποτροπής, βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο διαχείρισης της εν λόγω κατάρρευσης. Το Ισραήλ, ως διαχρονικά απειλούμενο και ενεργητικά κινούμενο, πραγματοποιεί προπαρασκευαστικές ενέργειες επί του πεδίου για μια πιθανώς γενικευμένη ένοπλη συμπλοκή διαμέσου του ελέγχου της κλιμάκωσης και με ορίζοντα την αποκατάσταση της αποτροπής σε όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο σημείο ισορροπίας για το εθνικό συμφέρον του. Τελικός σκοπός είναι αυτονόητα η εμπέδωση συσχετισμών καθ’ οιονδήποτε τρόπο, που θα το οδηγήσουν στην επικράτηση στην περίπτωση γενικευμένου πολέμου.

Σε αυτό το πνεύμα, πραγματοποιήθηκαν και οι πρόσφατοι ισραηλινοί βομβαρδισμοί στη Συρία, προκειμένου το καθεστώς της Δαμασκού να αναστείλει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εις βάρος των Δρούζων. Όσοι είχαν σπεύσει να θεωρήσουν τη στρατηγική συμπεριφορά του Ισραήλ εναντίον του Άσαντ ως αποδοχή του υποβοηθούμενου από την Τουρκία Γκολάνι, προφανώς έσφαλαν. Αντιθέτως, η τουρκική πολιτική στη Συρία συνεχίστηκε σύμφωνα με τις βουλές του Ερντογάν, αλλά όσο χρειαζόταν για να εξουθενωθεί περαιτέρω η Δαμασκός, να εξισορροπηθεί η επιρροή της στο Λίβανο και βασικά να αποχωρήσει ο σύμμαχος του Ιράν Άσαντ.

Τώρα, που όλα τα ανωτέρω πραγματοποιήθηκαν, σειρά έχει ο Γκολάνι, ο βαθμός «συμμόρφωσης» του οποίου θα κρίνει και το μέλλον του, αν και μια ενδεχόμενη – έστω μερική – ευθυγράμμιση με το Ισραήλ θα σήμαινε ευθεία ρήξη με την Τουρκία, ενώ μια συνέχιση της ταύτισής του με την Άγκυρα θα κατέληγε στην οριστική στρατηγική εκμηδένιση της Συρίας. Το βέβαιο είναι ότι το Ισραήλ και η Τουρκία κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, με τις πιθανότητες μεταξύ τους συνεννόησης να είναι εξαιρετικά περιορισμένες, καθόσον οι μείζονες στρατηγικοί σκοποί τους δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση εκπτώσεων στην κινούμενη άμμο της Συρίας. Η ευθεία πολεμική σύγκρουσή τους είναι μάλλον απίθανη, αλλά αυτό δεν είναι το μείζον. Το μείζον έγκειται στο γεγονός ότι ανταγωνίζονται επί μιας «ανοιχτής πληγής», που θα παράγει διαρκώς λόγους ρήξης, διένεξης και ανταγωνισμού, με ό,τι τούτο συνεπάγεται για τις στρατηγικές πρωτοβουλίες, που οφείλει να αναλάβει η χώρα μας.

Η αποτροπή δύναται να είναι ενεργητική, με το κράτος να λαμβάνει μέτρα προβολής της ισχύος του προς αποστολή των ανάλογων μηνυμάτων προς τους υπαρκτούς ή επίδοξους αντιπάλους του. Ενδέχεται να είναι παθητική με τη δημιουργία στρατηγικού περιβάλλοντος ακατάλληλου για τον αντίπαλο να επιτεθεί (όπως έγραφε ο Thomas Schelling: «Μπορώ να σταματήσω το αυτοκίνητό σου βάζοντας το δικό μου στο δρόμο σου – Η αποτρεπτική απειλή μου είναι παθητική, καθώς η απόφαση της σύγκρουσης ανήκει σε εσένα»). Δύναται, επίσης, να είναι ακούσια, προκύπτοντας δηλαδή ως συστημικό παρεπόμενο (π.χ. η Ελλάδα και η Τουρκία απέφυγαν την ευθεία σύγκρουση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εν ονόματι… της διασφάλισης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ) και τέλος, μπορεί να είναι και εκούσια μέσω του σχεδιασμού πλέγματος ισορροπίας ισχύος (όπως συνέβη, π.χ., κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου με τη δημιουργία της Μικρής Αντάντ και της Βαλκανικής Αντάντ υπό τις ευλογίες… της Μεγάλης Αντάντ προς εξισορρόπηση των αναθεωρητικών δυνάμεων).

Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής σήμερα, παρατηρείται η ακριβώς αντίθετη πορεία. Κύριοι δρώντες εκτιμούν ότι έχουν την ευκαιρία εκκαθάρισης της κατάστασης και δρομολόγησης των εξελίξεων κατά τις δικές τους βουλήσεις εν όψει (ή μάλλον εν μέσω) των μείζονων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων με τη δημιουργία του σινικού (BRI) και του αμερικανικού (IMEC) διαδρόμου. Θεωρούν ότι η δράση τρομοκρατικών οργανώσεων ως αντιπρόσωποι αποσταθεροποιητικών κρατικών δρώντων είναι ανεπίτρεπτη, καθότι δημιουργεί – κατά τη μαοϊκή ρήση – «μεγάλη αναταραχή» που δύναται να οδηγήσει σε «θαυμάσια κατάσταση» προς προφανές όφελος των αναθεωρητικών εξ ανατολών δυνάμεων.

Advertisement

Δεδομένου ότι η απαρχή του πολέμου σημαίνει αποτυχία της αποτροπής, βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο διαχείρισης της εν λόγω κατάρρευσης. Το Ισραήλ, ως διαχρονικά απειλούμενο και ενεργητικά κινούμενο, πραγματοποιεί προπαρασκευαστικές ενέργειες επί του πεδίου για μια πιθανώς γενικευμένη ένοπλη συμπλοκή διαμέσου του ελέγχου της κλιμάκωσης και με ορίζοντα την αποκατάσταση της αποτροπής σε όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο σημείο ισορροπίας για το εθνικό συμφέρον του. Τελικός σκοπός είναι αυτονόητα η εμπέδωση συσχετισμών καθ’ οιονδήποτε τρόπο, που θα το οδηγήσουν στην επικράτηση στην περίπτωση γενικευμένου πολέμου.

Σε αυτό το πνεύμα, πραγματοποιήθηκαν και οι πρόσφατοι ισραηλινοί βομβαρδισμοί στη Συρία, προκειμένου το καθεστώς της Δαμασκού να αναστείλει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εις βάρος των Δρούζων. Όσοι είχαν σπεύσει να θεωρήσουν τη στρατηγική συμπεριφορά του Ισραήλ εναντίον του Άσαντ ως αποδοχή του υποβοηθούμενου από την Τουρκία Γκολάνι, προφανώς έσφαλαν. Αντιθέτως, η τουρκική πολιτική στη Συρία συνεχίστηκε σύμφωνα με τις βουλές του Ερντογάν, αλλά όσο χρειαζόταν για να εξουθενωθεί περαιτέρω η Δαμασκός, να εξισορροπηθεί η επιρροή της στο Λίβανο και βασικά να αποχωρήσει ο σύμμαχος του Ιράν Άσαντ.

Τώρα, που όλα τα ανωτέρω πραγματοποιήθηκαν, σειρά έχει ο Γκολάνι, ο βαθμός «συμμόρφωσης» του οποίου θα κρίνει και το μέλλον του, αν και μια ενδεχόμενη – έστω μερική – ευθυγράμμιση με το Ισραήλ θα σήμαινε ευθεία ρήξη με την Τουρκία, ενώ μια συνέχιση της ταύτισής του με την Άγκυρα θα κατέληγε στην οριστική στρατηγική εκμηδένιση της Συρίας.

Advertisement

Το βέβαιο είναι ότι το Ισραήλ και η Τουρκία κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, με τις πιθανότητες μεταξύ τους συνεννόησης να είναι εξαιρετικά περιορισμένες, καθόσον οι μείζονες στρατηγικοί σκοποί τους δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση εκπτώσεων στην κινούμενη άμμο της Συρίας. Η ευθεία πολεμική σύγκρουσή τους είναι μάλλον απίθανη, αλλά αυτό δεν είναι το μείζον. Το μείζον έγκειται στο γεγονός ότι ανταγωνίζονται επί μιας «ανοιχτής πληγής», που θα παράγει διαρκώς λόγους ρήξης, διένεξης και ανταγωνισμού, με ό,τι τούτο συνεπάγεται για τις στρατηγικές πρωτοβουλίες, που οφείλει να αναλάβει η χώρα μας.