Γράφει ο Γιώργος Ατσαλάκης Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων.

*

Advertisement
Advertisement

Ο νέος οικονομικός κύκλος που ξεκίνησε το 2025 έχει χαρακτηριστικά πολιτισμικής διαμάχης μεταξύ δημοκρατικών συστημάτων διακυβέρνησης που έχει αναπτύξει ο Δυτικός πολιτισμός και αυταρχικών χωρών, των οποίων οι υπέρμετρα φιλόδοξες ηγεσίες τους ονειροπολούν να αναβιώσουν τις χαμένες  αυτοκρατορίες τους (Τουρκία, Ιράν, Ρωσία, Κίνα κλπ.). Οι περισσότερες χώρες διέχυσαν τον πλούτο από τον τριπλασιασμό του παγκόσμιου ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια από $30 σε %110 τρις, για να αυξήσουν την ευημερία των λαών τους.  Οι  παραπάνω 4 χώρες όμως έχοντας αυτοκρατορικό παρελθόν στερούν από τους λαούς τους τον πλούτο που συνέλεξαν από την ευημερία που δημιούργησε το διεθνές εμπόριο μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο εξ αίτιας της ασφάλειας των θαλασσίων εμπορευματικών ροών που εξασφάλιζαν κυρίως οι ΗΠΑ με τους συμμάχους τους στην παγκόσμια τάξη πράγματων που εγκαθίδρυσαν.  Οι λαοί τους δεν αντιδρούν μπροστά στην υπόσχεση ότι μπορεί να ξαναγίνουν αυτοκρατορίες.

Η πρόσφατη πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύει μια σαφή στρατηγική μετατόπιση υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών και σε βάρος της Κίνας. Στην συμφωνία των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 5%, έρχεται να προστεθεί το νέο διατλαντικό πλαίσιο εμπορικής συνεργασίας, που εδραιώθηκε μέσα από τη συμφωνία της 27ης Ιουλίου, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μια εμπορική διευθέτηση αλλά συμβολίζει μια ευρύτερη γεωπολιτική στροφή της Ευρώπης, ενισχύοντας την αμερικανική σφαίρα επιρροής σε μια περίοδο αυξανόμενης αντιπαράθεσης ΗΠΑ–Κίνας.

Η σχέση Ευρώπης–Κίνας τα τελευταία χρόνια υπήρξε περίπλοκη και αμφίσημη. Η ΕΕ έχει ένα  τεράστιο εμπορικό έλλειμα ύψους 303 δις για  το 2024, καθώς εισάγει 517 δις ευρώ από την Κίνα και εξάγει 214 δις ευρώ προς τη Κίνα. Η ΕΕ με εμπορικό πλεόνασμα $236 δις (ή $161 δις αφαιρουμένων των υπηρεσιών) με τις ΗΠΑ κάλυπτε εν μέρει το εμπορικό έλλειμα με την Κίνα. Από τη μία πλευρά, η Κίνα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, προσφέροντας πρόσβαση σε τεράστιες αγορές και πρώτες ύλες. Από την άλλη πλευρά, η εντεινόμενη ανησυχία για τις πολιτικές του Πεκίνου —από τις πρακτικές μεταφοράς τεχνολογίας μέχρι την υποστήριξη της Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας— έχει υπονομεύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η Ευρώπη αρχικά επιχείρησε να κρατήσει μια «στρατηγική αυτονομία», αποφεύγοντας την πλήρη ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ στον οικονομικό ανταγωνισμό με την Κίνα. Ωστόσο, η τρέχουσα συγκυρία φαίνεται να έχει περιορίσει αυτήν την πολυτέλεια.

Η νέα συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ προβλέπει εκτεταμένη αγορά αμερικανικών εξαγωγών από την Ευρώπη, ιδίως σε πετρέλαιο, υγροποιημένο φυσικό αέριο και άλλες κρίσιμες πρώτες ύλες, ενισχύοντας τη διατλαντική ενεργειακή διασύνδεση. Παράλληλα, προωθεί επενδύσεις σε κοινές υποδομές και τεχνολογίες, συμβάλλοντας στην ενίσχυση ενός μπλοκ που μπορεί να ανταγωνιστεί αποτελεσματικότερα την Κίνα σε τομείς υψηλής στρατηγικής σημασίας, όπως οι ημιαγωγοί και τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αυτή η εμπορική και ενεργειακή σύγκλιση, πέρα από το άμεσο οικονομικό όφελος, στέλνει ένα σαφές γεωπολιτικό μήνυμα: η Ευρώπη είναι διατεθειμένη να προτάξει τη διατλαντική ενότητα έναντι της διατήρησης ίσων αποστάσεων με το Πεκίνο.

Η Κίνα, από την πλευρά της, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σύνθετο στρατηγικό δίλημμα. Η αμερικανική πολιτική «δευτερογενών κυρώσεων» στοχεύει πλέον όχι μόνο τη Ρωσία, αλλά και τα κράτη που συνεχίζουν να στηρίζουν τη ρωσική οικονομία, μεταξύ αυτών την Κίνα και την Ινδία. Οι απειλές για δασμούς 100% σε κινεζικά προϊόντα που εισέρχονται στην αμερικανική αγορά, εφόσον το Πεκίνο παρακάμψει τις κυρώσεις, συνιστούν κίνδυνο που θα μπορούσε να έχει καταστροφικές οικονομικές συνέπειες. Ουσιαστικά, ένα τέτοιο μέτρο θα οδηγούσε σε μερικό αποκλεισμό των κινεζικών προϊόντων από τις ΗΠΑ και θα αύξανε την έκθεση κινεζικών τραπεζών και εταιρειών σε διεθνείς ποινές.

Μπροστά σε αυτήν την πίεση, η Κίνα έχει ήδη επιδείξει διάθεση αντίδρασης, αυξάνοντας δραματικά τους δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα και εντείνοντας τις προσπάθειες για αποδολαριοποίηση των συναλλαγών της. Η στροφή προς πληρωμές σε γιουάν και η χρήση εναλλακτικών διεθνών συστημάτων πληρωμών αποτελούν βασικά εργαλεία για την παράκαμψη του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον, το Πεκίνο επεξεργάζεται λύσεις για την ενεργειακή του ασφάλεια, όπως η ενίσχυση των δεξαμενόπλοιων και η επέκταση των χερσαίων αγωγών από τη Ρωσία, σε περίπτωση που οι θαλάσσιες ροές διαταραχθούν λόγω των δυτικών πιέσεων.

Advertisement

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εξαγωγικούς προορισμούς της Κίνας. Αν η ΕΕ, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ ευθυγραμμιστούν πλήρως, όπως δείχνουν οι τελευταίες συμφωνίες, τότε το Πεκίνο θα αναγκαστεί να σταθμίσει προσεκτικά την αντοχή του σε έναν παρατεταμένο οικονομικό πόλεμο, ιδιαίτερα σε μια περίοδο εσωτερικής οικονομικής επιβράδυνσης. Η εξάρτηση της Κίνας από τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αγορές παραμένει κομβική, και η απώλεια πρόσβασης σε αυτές θα μπορούσε να έχει βαθιές συνέπειες για την κοινωνική και οικονομική της σταθερότητα.

Η ενεργειακή διάσταση είναι επίσης κρίσιμη. Η Κίνα εισάγει πάνω από το 15% του πετρελαίου της και ένα σημαντικό τμήμα φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Οποιαδήποτε διακοπή αυτών των ροών θα την υποχρέωνε να στραφεί σε αγορές της Μέσης Ανατολής ή της Αφρικής με υψηλότερες τιμές και αυξημένο πολιτικό ρίσκο. Η απλή απειλή κυρώσεων έχει ήδη κάνει πολλές κινεζικές τράπεζες και επιχειρήσεις πιο επιφυλακτικές στις συναλλαγές με ρωσικές οντότητες, δείχνοντας ότι ο αμερικανικός οικονομικός μοχλός παραμένει εξαιρετικά ισχυρός.

Για την Ευρώπη, η επιλογή της σύμπλευσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύει τη θέση της στη δυτική συμμαχία και εδραιώνει ένα κοινό μέτωπο απέναντι σε Ρωσία και Κίνα, Τουρκία, Ιράν  που διαταράσσουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Η οικονομική και στρατηγική σύγκλιση επιτρέπει τον καλύτερο συντονισμό σε θέματα ελέγχου εξαγωγών, επενδυτικού ελέγχου και αντιμετώπισης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στο διεθνές εμπόριο. Παράλληλα, η ΕΕ φαίνεται να αποδέχεται ότι η παγκόσμια τάξη μεταβαίνει σε ένα καθεστώς πιο σκληρού ανταγωνισμού, όπου η ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων και η στρατηγική αυτονομία συνδέονται άμεσα με τις διατλαντικές σχέσεις.

Advertisement

Η κλιμάκωση των μέτρων κατά της Κίνας και της Ρωσίας δείχνει ότι οι εμπορικοί πόλεμοι μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε γεωπολιτικά εργαλεία πίεσης. Η Ευρώπη, αν και παραδοσιακά επιδίωκε ισορροπίες, φαίνεται πλέον να υιοθετεί μια πιο σκληρή γραμμή, ευθυγραμμιζόμενη με τις ΗΠΑ για να διασφαλίσει τα στρατηγικά της συμφέροντα. Η νέα αυτή πραγματικότητα πιθανότατα θα καθορίσει τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ για την επόμενη δεκαετία, με επίκεντρο τη συνεργασία με την Ουάσινγκτον και τον σταδιακό περιορισμό της εξάρτησης από το Πεκίνο και αναγκαστικά θα πρέπει να μειώσει τα 303 δις εμπορικό έλλειμα με την Κίνα, για να αντισταθμίσει την σταδιακή απώλεια των $161 δις πλεονάσματος με τις ΗΠΑ.

Συνολικά, η στροφή της ΕΕ προς τις ΗΠΑ και κατά της Κίνας αντικατοπτρίζει την αναγνώριση μιας νέας παγκόσμιας πραγματικότητας: η οικονομική ισχύς και η γεωπολιτική ασφάλεια είναι αλληλένδετες. Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από αβέβαιο ενεργειακό περιβάλλον, αναδυόμενες τεχνολογικές αντιπαραθέσεις και έντονες γεωπολιτικές συγκρούσεις, η Ευρώπη επέλεξε να θωρακίσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και με το κόστος της απομάκρυνσης από την Κίνα. Η επιλογή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε νέα ισορροπία ισχύος, αλλά και σε παρατεταμένη περίοδο διεθνούς αστάθειας, όπου οι οικονομικοί και πολιτικοί πόλεμοι θα συνυπάρχουν και θα αλληλοτροφοδοτούνται.

Advertisement