Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, στις 29 Ιουλίου, σηματοδοτούν μια νέα φάση στις σχέσεις Άγκυρας–Ουάσιγκτον, όπου η ενεργειακή συνεργασία και η αμυντική τεχνολογία συνυφαίνονται σε ένα ενιαίο πλαίσιο στρατηγικού παζαριού. Η διερεύνηση συμφωνίας για την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι συζητήσεις για κοινές γεωτρήσεις υδρογονανθράκων και η πιθανή συμπαραγωγή τεχνολογιών μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (SMR) αποτυπώνουν μια ατζέντα που ξεπερνά την παραδοσιακή ενεργειακή διπλωματία. Στον πυρήνα της βρίσκεται η φιλοδοξία της Τουρκίας να παγιώσει τον ρόλο της ως διαμεσολαβητικού κόμβου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ενισχύοντας παράλληλα τη διαπραγματευτική της ισχύ έναντι της Δύσης.
Η χρονική σύμπτωση αυτών των επαφών με την αναζωπύρωση του ζητήματος των F-35 δεν είναι τυχαία. Η Ουάσιγκτον φαίνεται να αναζητεί «μέση λύση» στο αδιέξοδο που προκάλεσε η αγορά του ρωσικού συστήματος S-400 από την Τουρκία, ενώ οι δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη Τομ Μπάρακ αναβαθμίζουν ρητορικά την Άγκυρα από απλό σύμμαχο του ΝΑΤΟ σε περιφερειακό πυλώνα ασφαλείας που εκτείνεται από τη Μεσόγειο έως την Κεντρική Ασία. Η στρατηγική αυτή συνδέεται με μια ιστορική παράδοση της τουρκικής διπλωματίας: από την αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης μετά το αμερικανικό εμπάργκο του 1975, έως την ένταξή της στον ευρωατλαντικό ενεργειακό σχεδιασμό μέσω του αγωγού Baku–Tbilisi–Ceyhan, και από τη συνεργασία με τη Ρωσία στον πυρηνικό σταθμό Akkuyu έως τους αγωγούς TurkStream.
Στο θεωρητικό επίπεδο, η περίπτωση της Τουρκίας ανταποκρίνεται στην θεωρία των μεσαίων δυνάμεων (middle power theory). Ως μεσαία δύναμη, διαθέτει την ικανότητα να επηρεάζει την περιφερειακή ατζέντα και να λειτουργεί ως ρυθμιστής μεταξύ ανταγωνιστικών πόλων ισχύος. Η πολιτική της ακολουθεί στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνων, ισορροπώντας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα μια πολυδιαυλική εξωτερική πολιτική, δημιουργώντας δίκτυα αλληλεξαρτήσεων με παίκτες όπως το Αζερμπαϊτζάν και το Κατάρ.
Η ευρωπαϊκή διάσταση αυτής της στρατηγικής είναι κρίσιμη: η Ε.Ε. παραμένει ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, ενώ η ενεργειακή διαφοροποίηση της Ευρώπης από τη Ρωσία αναδεικνύει την Άγκυρα ως κομβικό διάδρομο προς την Κασπία. Ωστόσο, η σύνδεση της αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης με το Κυπριακό θέτει όρια που η Τουρκία επιδιώκει να παρακάμψει μέσω διαδικαστικών παραχωρήσεων χωρίς ουσιαστική αλλαγή πολιτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική της Άγκυρας στο Αιγαίο εντάσσεται σε μια σταθερή γεωπολιτική λογική. Η ιδέα της «συνεκμετάλλευσης» δεν είναι καινούργια· ήδη από το 1991, οι Ηνωμένες Πολιτείες προώθησαν σχέδιο «πολιτικής διευθέτησης» της υφαλοκρηπίδας στη βάση της αμοιβαιότητας, επιχειρώντας να μετατρέψουν ένα νομικό ζήτημα σε διαπραγματευόμενο πολιτικό θέμα. Όπως καταδεικνύει η θεωρία της εξαναγκαστικής διπλωματίας (coercive diplomacy), η μονομερής πίεση υπέρ διαπραγματεύσεων μπορεί να ενθαρρύνει την αναθεωρητική πλευρά να κλιμακώσει την απειλή χρήσης ισχύος.
Η Τουρκία επιδιώκει συστηματικά να μειώσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας ως «γεωπολιτικού άξονα» (Brezinski) μεταξύ Ανατολικής Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας, δημιουργώντας ένα ασύμμετρο δίλημμα ασφαλείας. Η απαρχή αυτής της στρατηγικής συνδέεται με την ανακάλυψη υδρογονανθράκων πλησίον της Θάσου το 1973, στοιχείο που επιβεβαιώνει το υπόδειγμα «πόρων και διεκδικήσεων» του Le Billon. Σήμερα, η Άγκυρα συνδυάζει ελεγχόμενες εντάσεις και χαμηλού κόστους προκλήσεις, ακολουθώντας το πρότυπο της αναθεωρητικής μεσαίας δύναμης που επιδιώκει αλλαγή ισορροπιών χωρίς ανοιχτή σύρραξη — μια τακτική που θυμίζει τη Βραζιλία στον Αμαζόνιο τη δεκαετία του ’70 ή το Ιράν στον Περσικό Κόλπο τις τελευταίες δεκαετίες.
Για την Ελλάδα, η απάντηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε αντιδράσεις υπό πίεση. Απαιτείται μια συνεκτική αποτρεπτική στρατηγική τεσσάρων αξόνων: διαρκής ενίσχυση στρατιωτικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων· διπλωματική δικτύωση με κράτη-κλειδιά της Ανατολικής Μεσογείου και της Ε.Ε.· ενεργειακή πολιτική που αξιοποιεί τα ελληνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα· και προβολή της Ελλάδας ως αξιόπιστου παρόχου ασφάλειας.
Η γεωπολιτική ιστορία του Αιγαίου δείχνει ότι η αποτροπή δεν εξαρτάται μόνο από τη στρατιωτική ισχύ, αλλά και από τη διαμόρφωση συνθηκών στις οποίες το κόστος μιας πρόκλησης υπερβαίνει κάθε πιθανό όφελος. Σε ένα περιβάλλον πολυπολικής ρευστότητας, η Ελλάδα οφείλει να λειτουργεί ως ώριμη μεσαία δύναμη, συνδυάζοντας αποφασιστικότητα με στρατηγική ευελιξία — όχι ως παθητικός αποδέκτης εξελίξεων, αλλά ως ενεργός διαμορφωτής τους.