Η εποχή της ηγεμονίας των ΗΠΑ έφτασε μήπως στο τέλος της; Η έννοια της ηγεμονίας έχει κεντρική θέση στις διεθνείς σχέσεις, καθώς εκτός από το ότι αποτελεί μέτρο της κρατικής εξουσίας, η ηγεμονία αντανακλά την ικανότητα ενός μόνο έθνους να επηρεάζει τόσο τις ενέργειες των άλλων όσο και κανόνες και θεσμούς που διέπουν τη διεθνή πολιτική. Αυτός ο δυναμικός συνδυασμός εξαναγκασμού και συναίνεσης είναι που κάνει την ηγεμονία να διακρίνεται από την απλή κυριαρχία, αποκαλύπτοντας τις πολυπλοκότητες που αφορούν τη διατήρηση της ηγεμονίας σε έναν αμφισβητούμενο κόσμο. Ο όρος ηγεμονία προέρχεται από την ελληνική λέξη ηγεμόνας, που σημαίνει ηγέτης ή οδηγός.
Αρχικά εφαρμόστηκε στην κυριαρχία μιας πόλης-κράτους έναντι άλλων. Στην αρχαία Ελλάδα, η Αθήνα ενσάρκωσε την ηγεμονία στην ηγεσία της στη Ναυτική Συμμαχία της Δήλου (ένωση περίπου 200 αρχαίων ελληνικών κρατών-πόλεων κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.) όπου συνδύαζε τη στρατιωτική υπεροχή με την πολιτική επιρροή προκειμένου να κατευθύνει τις ενέργειες των συμμάχων της. Ενώ αυτή η κυριαρχία αφορούσε κυρίως τη ναυτική ισχύ της Αθήνας, βασιζόταν επίσης στη συναίνεση, καθώς τα μέλη της συμμαχίας επωφελούνταν από τη συλλογική ασφάλεια και τους οικονομικούς δεσμούς.
Ωστόσο, η σύγχρονη κατανόηση της ηγεμονίας αναδύθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ως ένας τρόπος για να περιγραφεί ο ρόλος της Βρετανίας στην παγκόσμια τάξη˙ η κυριαρχία της Βρετανίας στηριζόταν στην απαράμιλλη ναυτική της δύναμη και στην οικονομική της ηγεσία κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης. Δεν ήταν μόνο οι υλικές δυνατότητες που έκαναν τη Βρετανία ηγεμόνα, μια και τα παγκόσμια εμπορικά δίκτυα που έχτισε και οι κανόνες του ελεύθερου εμπορίου που υποστήριξε καθιέρωσαν ένα σύστημα που άλλα έθνη αποδέχτηκαν, συχνά επειδή και αυτά επωφελήθηκαν από τη σταθερότητα και την ευημερία που παρείχε. Έτσι, αυτή η εποχή κατέδειξε πώς η ηγεμονία περιλαμβάνει περισσότερα από έναν απλό καταναγκασμό, δεδομένου ότι απαιτεί ένα κυρίαρχο κράτος για να διαμορφώσει μια διεθνή τάξη που να ευθυγραμμίζει τα συμφέροντα των άλλων με αυτά του κυρίαρχου έθνους.
Ο Ιταλός μαρξιστής Γκράμσι, επέκτεινε την έννοια της ηγεμονίας πέρα από τις διεθνείς σχέσεις σε μια ταξική ανάλυση, υποστηρίζοντας ότι η ηγεμονία περιλαμβάνει όχι μόνο την καταναγκαστική δύναμη της κυρίαρχης τάξης, αλλά και την ικανότητα εξασφάλισης συναίνεσης διαμορφώνοντας πολιτιστικούς, ιδεολογικούς και θεσμικούς κανόνες. Επομένως, όσον αφορά τη διεθνή πολιτική, αυτό σημαίνει ότι η κυριαρχία ενός ηγεμονικού έθνους διατηρείται με τη δημιουργία ενός συστήματος που οι άλλοι αντιλαμβάνονται ως νόμιμο και ωφέλιμο, όχι μόνο μέσω στρατιωτικής ή οικονομικής ισχύος.
Τον 20ό αιώνα, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν ως η κατεξοχήν σύγχρονη ηγεμονία, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: η ηγεμονία των Aμερικανών ορίστηκε από την υλική τους ισχύ -στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική – αλλά και από την ικανότητά τους να οικοδομήσουν μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη που ευθυγραμμιζόταν με τα συμφέροντά τους. Οπότε, το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο διευκόλυνε την οικονομική ανάκαμψη της μεταπολεμικής Ευρώπης, ενσάρκωσε τον συνδυασμό εξαναγκασμού και συναίνεσης: Οι ΗΠΑ παρείχαν πόρους και εγγυήσεις ασφάλειας, αλλά και έθεσαν τους όρους συμμετοχής, ενσωματώνοντας την ηγεσία τους στο σύστημα. Σε αυτό το μείγμα, η Σοβιετική Ένωση αναδείχθηκε ως δευτερεύουσα ηγεμονία, εγκαθιδρύοντας τα δικά της ισοδύναμα με το πρόγραμμα βοήθειας των ΗΠΑ μέσω του Σχεδίου Μολότοφ και μια εναλλακτική τάξη για να ασκήσει επιρροή στις σοσιαλιστικές χώρες του κόσμου.
Οι υπερασπιστές λοιπόν των ηγεμονιών υποστηρίζουν ότι μια κυρίαρχη δύναμη είναι απαραίτητη για την παροχή δημόσιων αγαθών όπως η ασφάλεια, η οικονομική σταθερότητα και η επιβολή των κανόνων. Άλλωστε, η παρακμή ενός ηγεμόνα μπορεί -όχι σπάνια- να οδηγήσει σε αστάθεια. Από την άλλη, οι επικριτές υποστηρίζουν ότι τα ηγεμονικά συστήματα συχνά συγκαλύπτουν το ιδιοτελές συμφέρον του κυρίαρχου κράτους, χρησιμοποιώντας τη συναίνεση για να συγκαλύψουν τον καταναγκασμό.
Για παράδειγμα, ενώ η τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προώθησε το ελεύθερο εμπόριο και τη δημοκρατία, προώθησε επίσης τις αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες, μερικές φορές εις βάρος των ασθενέστερων κρατών. Ως εκ τούτου, η ηγεμονία είναι δύσκολο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Όσοι βασίζονται υπερβολικά στον καταναγκασμό κινδυνεύουν να χάσουν τη νομιμότητά τους, αλλά η υπερβολική εξάρτηση από τη συναίνεση χωρίς την υποστήριξη της εξουσίας μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα του ηγεμόνα να επιβάλλει κανόνες και να προστατεύει βασικά συμφέροντα.
Στον σημερινό πολυπολιτισμικό κόσμο, η έννοια της ηγεμονίας αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις. Η άνοδος της Κίνας, μαζί με περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Ινδονησία και η Σαουδική Αραβία, έχει διαταράξει τη μονοπωλιακή κυριαρχία των ΗΠΑ. Αυτοί οι επίδοξοι περιφερειακοί ηγεμόνες φέρνουν μαζί τους τα δικά τους μέσα επιρροής μέσω οικονομικών κινήτρων και καταναγκασμού.
Καθώς η παγκόσμια τάξη κατακερματίζεται ολοένα και περισσότερο, το μέλλον της παγκόσμιας ηγεμονίας είναι αβέβαιο. Ενώ καμία μεμονωμένη δύναμη δεν έχει επί του παρόντος την ικανότητα να κυριαρχήσει στο διεθνές σύστημα, η ανάγκη για ηγεσία παραμένει κρίσιμη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η τεχνολογική ρύθμιση και οι αντιδράσεις σε πανδημίες, απαιτούν συντονισμό που μόνο ένα ηγεμονικό ή συλλογικό πλαίσιο ηγεσίας μπορεί να παρέχει.
Το αν η ηγεμονία εξελίσσεται σε ένα πιο κοινό μοντέλο ηγεσίας ή δίνει τη θέση της σε ένα πιο αναρχικό σύστημα είναι τελικά αυτό που θα μπορούσε να διαμορφώσει την πορεία των διεθνών σχέσεων στον 21ο αιώνα. Κι ενώ η ιστορία δείχνει να μην εμπιστεύεται για πολύ καιρό τη διαφύλαξη της ελευθερίας στους αδύναμους και στους διστακτικούς, εκ των πραγμάτων φαίνεται πως η πεμπτουσία της δύναμης επιρροής έγκειται στο να πείσεις τον άλλον να συμμετάσχει. Αλλά ο σύγχρονος ηγέτης είναι ένας συντονιστής, όχι κάποιος που δίνει διαταγές. Άρα, ηγετική ικανότητα είναι η δυνατότητα να επηρεάζεις αυτό που δεν ελέγχεις.