Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.

*

Advertisement
Advertisement

Η στρατιωτική επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στο Ιράν δεν αποτελεί μια αιφνίδια αντίδραση σε τρέχουσες εξελίξεις. Αντιθέτως, εγγράφεται σε ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο που αποβλέπει στη γεωπολιτική αναδιάταξη της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δεν εκδηλώνεται στη σκιά των γεγονότων, αλλά είχε διατυπωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1990 με θεωρητική σαφήνεια από την αμερικανική πολιτικο-στρατιωτική ελίτ.

Ήδη από το 1997, ο Zbigniew Brzezinski —πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ— περιέγραψε την περιοχή που εκτείνεται από τον Καύκασο έως τη Μέση Ανατολή ως τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια». Πρόκειται για έναν ασταθή γεωστρατηγικό άξονα, στον οποίο συνυπάρχουν τεράστια ενεργειακά αποθέματα, έντονη εθνοθρησκευτική ποικιλομορφία, αδύναμοι θεσμοί και ιστορικές συγκρούσεις. Κατά τον Brzezinski, η έλλειψη ισχυρής κρατικής συνοχής στις εν λόγω περιοχές δημιουργεί το ενδεχόμενο παγκόσμιων ανακατατάξεων, εκτός αν υπάρξει εξωτερική στρατηγική καθοδήγηση. Στο πλαίσιο αυτό, η σταθεροποίηση δεν αποτέλεσε ποτέ πραγματικό στόχο. Αντιθέτως, η διαχείριση της αστάθειας και η διαρκής γεωπολιτική ρευστότητα θεωρήθηκαν μέσα διασφάλισης της αμερικανικής παρουσίας και επιρροής.

Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο διαβόητος χάρτης του απόστρατου συνταγματάρχη Ralph Peters, ο οποίος δημοσιεύθηκε το 2006 στο περιοδικό Armed Forces Journal υπό τον τίτλο Blood Borders. Ο χάρτης αυτός απεικονίζει μια ριζικά ανασχεδιασμένη Μέση Ανατολή, με νέα σύνορα που χαράσσονται με βάση εθνοθρησκευτικά κριτήρια. Η Σαουδική Αραβία κατακερματίζεται, το Ιράκ και η Συρία διαλύονται σε σουνιτικά, σιιτικά και αλαουιτικά μορφώματα, ενώ προβλέπεται η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν με εδάφη από τέσσερα κράτη — μεταξύ αυτών και το Ιράν. Αν και ο ίδιος ο Peters χαρακτήρισε την πρότασή του «ακαδημαϊκή άσκηση», ο χάρτης του λειτούργησε ως ιδεολογικό υπόβαθρο για στρατηγικούς κύκλους της Ουάσιγκτον, νομιμοποιώντας τη ριζική αναδιάταξη της περιοχής μέσω ελεγχόμενης αποδόμησης των υπαρχόντων κρατών.

Το ίδιο έτος, η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, υιοθέτησε ρητορικά τη λογική αυτή μιλώντας για τις «ωδίνες γέννας μιας νέας Μέσης Ανατολής», με αφορμή τον πόλεμο Ισραήλ–Χεζμπολάχ. Αντί να καλέσει σε κατάπαυση του πυρός, η Ράις υπερασπίστηκε την ιδέα πως το χάος μπορεί να είναι δημιουργικό. Η έννοια του «δημιουργικού χάους» καθιερώθηκε ως στρατηγική: η βίαιη αποσταθεροποίηση θεωρήθηκε εργαλείο για τη διαμόρφωση νέων γεωπολιτικών μορφωμάτων, περισσότερο ευθυγραμμισμένων με τα συμφέροντα της Δύσης. Η ειρήνη έπαψε να αποτελεί τον στρατηγικό στόχο. Στη θέση της προτάχθηκε η αποσταθεροποίηση ως μέσο διατήρησης μιας νεο-ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας.

Στο επίκεντρο αυτών των σχεδιασμών βρίσκεται σταθερά το Ιράν. Είναι το μόνο κράτος στην περιοχή που διατηρεί πλήρη κρατική συνοχή, ισχυρή περιφερειακή επιρροή και ένα θεσμοποιημένο σιιτικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Παράλληλα, αποτελεί στρατηγικό εταίρο της Ρωσίας και της Κίνας, συγκροτώντας ένα αντίπαλο γεωπολιτικό στρατόπεδο. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, το Ιράν συνιστά διαρκές εμπόδιο στην εφαρμογή της στρατηγικής κατακερματισμού. Όπως καταδείχθηκε στις περιπτώσεις του Ιράκ, της Συρίας και της Λιβύης, η πρώτη φάση της αποδόμησης ενός ισχυρού κρατικού μορφώματος είναι η βίαιη αποσταθεροποίησή του — είτε μέσω άμεσης στρατιωτικής επέμβασης είτε μέσω εσωτερικών διαιρέσεων και εξωτερικών πιέσεων.

Η σημερινή επίθεση στο Ιράν εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς τη λογική. Δεν πρόκειται απλώς για αντίδραση σε στρατιωτικές προκλήσεις ή για προσπάθεια αναχαίτισης του πυρηνικού του προγράμματος. Αντιθέτως, συνιστά μια πράξη γεωπολιτικού μετασχηματισμού. Στόχος δεν είναι μόνο η εξουδετέρωση του Ιράν ως απειλής, αλλά ο συνολικός ανασχεδιασμός της περιφερειακής τάξης πραγμάτων, σύμφωνα με τα συμφέροντα των Δυτικών δυνάμεων. Η Τεχεράνη, με την ενεργή παρουσία της στο Ιράκ, στη Συρία, στον Λίβανο και στην Υεμένη, αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα του σιιτικού τόξου και ταυτόχρονα ανάχωμα στις μονομερείς παρεμβάσεις της Δύσης.

Η αποσταθεροποίησή της εξυπηρετεί πολλαπλούς στρατηγικούς σκοπούς: περιορίζει τη ρωσοκινεζική επιρροή, ευνοεί την ανάδυση εθνοτικών μορφωμάτων όπως το Κουρδιστάν και προλειαίνει το έδαφος για έναν νέο περιφερειακό καταμερισμό ισχύος. Όμως, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: μπορεί μια στρατηγική που στηρίζεται στη διάλυση και στο χάος να οδηγήσει τελικά σε σταθερότητα; Ή μήπως, όπως δείχνει η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, η διαρκής εφαρμογή του «δημιουργικού χάους» γεννά μόνο χάος — χωρίς δημιουργία;