Οι εκσυγχρονιστές, ως επίδοξοι θηριοδαμαστές του τουρκικού θηρίου μέσω του κατευνασμού, αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως ένα σταθεροποιημένο στα σύνορά του εθνικό κράτος, με το οποίο μπορεί να υπάρξει μια συνδιαλλαγή, στηριγμένη στους κανόνες του δικαίου, αρκεί να το διευκολύνουμε να εκσυγχρονιστεί. Αυτή η θεώρηση έχει βαθιές ρίζες στις πολιτικές πραγματικότητες του Μεσοπολέμου και τις πρακτικές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, οι οποίες διαμόρφωσαν αντιλήψεις και πρακτικές των διπλωματικών και πολιτικών τάξεων.

Η Ελλάδα θα περάσει ένα μεσοβασίλειο –ανάμεσα στο 1922 και το 1974–, ανάμεσα στη Μικρασιατική και την Κυπριακή καταστροφή, μια «ανάσα» που της πρόσφερε η ιστορία, κατά την οποία η κύρια αντίθεση στο εξωτερικό πεδίο είχε μετατεθεί προς τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία, μέχρι το 1945, και προς την αποικιοκρατική Αγγλία, στην Κύπρο. η τουρκική απειλή, παρά την αναζωπύρωση των αντιπαραθέσεων με τα Σεπτεμβριανά στην Πόλη και στην Κύπρο, ιδιαίτερα μετά το 1960, θα θεωρείται δευτερεύουσα, ή και παρεμπίπτουσα. Στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, και ως συνέπεια του Εμφυλίου, η επίσημη νατοϊκή Ελλάδα θεωρούσε βασικό εχθρό της το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και τη Βουλγαρία, ενώ η ΕΑΜική Ελλάδα έβλεπε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η Τουρκία αποτελούσε μια υπαρκτή αλλά δευτερεύουσα αντίθεση[1].

Advertisement
Advertisement

Έτσι, οι Έλληνες θα τρέφουν την πεποίθηση, ή την αυταπάτη, πως η παλιά αιωνόβια αντιπαλότητα Ελλήνων και Τούρκων είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο και θα πιστέψουν πως η ανοδική πορεία του ελληνικού έθνους-κράτους, που άρχισε μετά την Επανάσταση του ’21 και συνεχιζόταν –παρά τον πόλεμο του ’40, και τον εμφύλιο πόλεμο–, θα προχωρούσε απρόσκοπτα. «Επί τέλους», στη μεταπολεμική Ελλάδα, η εσωτερική συσσώρευση και οι εσωτερικές αντιθέσεις κυριαρχούν. Γίναμε ένα έθνος σαν όλα τα άλλα, ή σχεδόν. Ο Καβάφης και ο Σεφέρης του Μυθιστορήματος ήταν οι τραγικοί βάρδοι μιας Ελλάδας που τέλειωσε (sic), ενώ εμείς θα συνθέταμε τις νέες μουσικές του παρόντος και του μέλλοντος, με τις υψικαμίνους που ορθώνονταν στον ουρανό της Ελευσίνας! Στο βιβλίο μου, Το τέλος του παλιού κόσμου, γραμμένο το 1973, παρότι αναφέρομαι επίμονα στο Κυπριακό, χαιρέτιζα με ομοβροντίες το «τέλος» του κόσμου του ελληνισμού και της εξωτερικότητας, καθώς και της ψωροκώσταινας, μπροστά στη νέα σύγχρονη και βιομηχανική Ελλάδα που ανέτελλε[2]. Επιτέλους, ένα σύγχρονο έθνος-κράτος. Κατά συνέπεια δε, και μπροστά στο «σύγχρονο» επαναστατικό κίνημα ο «καημός της ρωμιοσύνης» θα έπαιρνε τέλος.

Παρεμπιπτόντως, σε ένα από τα πρώτα κείμενά μου, για την παρακμή στην ποίηση, χαρακτήριζα τον Καβάφη και τον Σεφέρη, εκπροσώπους του ελληνισμού που επιτέλους(!) τελειώνει. Αυτοί οι ποιητές δεν συνέθεταν παρά μια σπαρακτική ελεγεία για το τέλος της «τάξης τους», και του «κόσμου τους»![3] Δεν γνώριζα ο δύσμοιρος, μέσα στην αυθάδεια της ισοπεδωτικής «προλεταριακής» φαντασίωσης ενός εικοσάχρονου, πως οι καμπάνες ηχούσαν και για μένα, ή ίσως προπαντός για μένα, δηλαδή για τη δικιά μας γενιά, που είχε ως αποκλειστικό ορίζοντα του ελληνισμού την ψωροκώσταινα!

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης σφραγίστηκαν από αυτή τη χίμαιρα. Θα χρειαστεί η εξάντληση αυτής της ιστορικής περιόδου, για να συνειδητοποιηθεί πως τέλος δεν έλαβε ο «καημός της ρωμιοσύνης» αλλά μόνον οι αυταπάτες μας. Το 1974, η κυπριακή τραγωδία και στη συνέχεια οι αυξανόμενες τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο θα ξαναφέρουν σταδιακώς την Ελλάδα στο «1922», θα καταδείξουν πως το «1922» όχι μόνον δεν τελείωσε αλλά απλώς απετέλεσε την αφετηρία μιας νέας καθοδικής φάσης για τον ελληνισμό. Και όμως, για μερικά χρόνια, το 1974 φάνταζε αποκλειστικά ως σταθμός στην πορεία της «απελευθέρωσής» μας και της αποκλειστικής ενασχόλησης με τα του οίκου μας, παραβλέποντας πως το «1922» συνεχιζόταν στην Κύπρο και επεκτεινόταν σταδιακώς και στο Αιγαίο.

Στην πραγματικότητα, η διεθνής και τοπική ισορροπία δυνάμεων, τέτοια που διαμορφώθηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, αμφισβητείται και τα χαρτιά ξαναμοιράζονται. Η Τουρκία επιστρέφει και πάλι στην τοπική σκηνή, ισχυρότερη και απειλητική, αφού, στο μεσοδιάστημα 1922-1974, προώθησε την εσωτερική της συγκρότηση ως εθνικό κράτος, διαθέτοντας μεγαλύτερους πόρους από την Ελλάδα. Μέχρι το 1922, η σύγκριση δεν ήταν δυνατή, γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν εθνικό κράτος και οι Έλληνες, στο εσωτερικό της, ήταν σχεδόν όσοι και οι Οθωμανοί Τούρκοι! Από το 1922 και μετά, και σύμφωνα με την αρχή του Ατατούρκ, «είναι Τούρκος όποιος νιώθει τον εαυτό του Τούρκο», οι ισλαμικοί πληθυσμοί εκτουρκίζονται σταδιακά, εκτός από τους Κούρδους, και το νέο τουρκικό έθνος εμφανίζεται και πάλι στο διεθνές γεωπολιτικό προσκήνιο διεκδικώντας μια νεοϊμπεριαλιστική επιστροφή του οθωμανισμού.

Το 1974, οι Τούρκοι θα επιβάλουν ήδη μια νέα ήττα στους Έλληνες με την κατοχή της Κύπρου ενώ η κατοχή της Κωνσταντινούπολης αλλά και των μικρασιατικών παραλίων θα αποδειχτούν καθοριστικής σημασίας για τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό δυνάμεων.  Τις τελευταίες δεκαετίες, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της, η αποσύνθεση των Βαλκανίων, αλλά και η παρασιτική υποστροφή της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύουν την Τουρκία ως το επίκεντρο ισχύος στην περιοχή. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την κρίση του Ιράν και τη συντριβή του Ιράκ, η ιστορική ευκαιρία που παρουσιάστηκε στην Τουρκία είναι χωρίς προηγούμενο.

Οι ελληνικές πολιτικές και διπλωματικές ελίτ –στο κλίμα της μεταπολιτευτικής αντιεθνικιστικής ευωχίας– παρέμεναν αγκιστρωμένες σε μια αντίληψη για την Τουρκία της δεκαετίας του 1950, ενώ και στο λαϊκό σώμα συνέχισαν να κυριαρχούν τα εύηχα και απατηλά στερεότυπα της «καθυστερημένης» Τουρκίας. Όμως, ήδη από τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία προβαίνει στον δικό της αυθεντικό παραγωγικό «εκσυγχρονισμό», δημιουργώντας τις βάσεις μιας ισχυρής εξαγωγικής βιομηχανίας και προπαντός μιας εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ενώ εκατομμύρια Τούρκοι εργαζόμενοι εισρέουν στις χώρες της ΕΕ. Και βέβαια επιδεινώνεται διαρκώς το δημογραφικό ισοζύγιο Ελλάδας-Τουρκίας.

Advertisement

Στο έδαφος της κοινωνίας, με προσχήματα «ανθρωπιστικού χαρακτήρα» (όπως οι σεισμοί του 1999), με πολιτιστικές «ανταλλαγές», που θα εγκαινιάσει ο Μίκης Θεοδωράκης, μεφο­ρείς τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τις τηλεοράσεις, με όργανα ποικίλους δημοσιογράφους, αθέατους χρηματοδότες, επιχειρηματίες και εφοπλιστές, τέλος με ενορχηστρωτές τους Αμερικανούς, αναπτυσσόταν η αμφοτεροβαρής «ελληνοτουρκική φιλία» στα πεδία των επιχειρήσεων, του «πολιτισμού», της καθημερινότητας.

Και όμως, σήμερα έχει καταδειχθεί πλέον σε όλους, ακόμα και σε μεγάλο μέρος των άλλοτε αντιεθνικιστών, πως η Τουρκία, το 1922, και η κεμαλική σταθεροποίηση δεν αποτελούσε το εθνοκρατικό τέλος του παλιού οθωμανικού επεκτατισμού, αλλά ένα εφαλτήριο για μια αυτοκρατορική επιστροφή. Επιστροφή η οποία θα εγκαινιαστεί με την εισβολή στην Κύπρο[4], για να ακολουθήσει μια πυκνή σειρά γεγονότων: οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο, οι επεμβάσεις στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, η εισβολή στη Συρία και το Ιράκ, το τουρκολιβυκό σύμφωνο, η γαλάζια πατρίδα, η χρησιμοποίηση των μεταναστών ως πολιτικό όπλο και όσα συνέβησαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες – με στόχο την ανασυγκρότηση του οθωμανικού imperium στην ευρύτερη περιοχή[5]. Και αυτή έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την υποταγή των Ελλήνων σε Ελλάδα και Κύπρο.

Και ακριβώς επειδή ο υπαρκτός εκσυγχρονισμός πραγματοποιούσε μια ηθελημένα μυωπική ανάγνωση της Τουρκίας και των προθέσεών της, σκορπίζοντας αυταπάτες, δεν μπορούσε παρά να καταλήξει ατελέσφορος, άσχετα από τις οποιεσδήποτε, κάποτε και αγαθές, προθέσεις – στον βαθμό που δεν έθετε ως πρωταρχικό στόχο του ευρωπαϊσμού τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των Ελλήνων και τον ενεργό ρόλο τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ως προϋπόθεση ενός τελεσφόρου εκσυγχρονισμού. 


[1] Βλ. Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων 1923-1955», στο Αλεξανδρής, Βερέμης, Καζάκος κ.ά., Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, Γνώση, Αθήνα 1988.
[2] Βλ. Γιώργος Καραμπελιάς, Το τέλος του παλιού κόσμου, β΄ Έκδοση, Εκδόσεις Πολιτιστική Επανάσταση, Αθήνα 1975.
[3]  Βλ. Γ. Καραμπελιάς, «Η ποίηση της ήττας», Σπουδαστικός Κόσμος, Θεσ/νίκη 1966.
 
[4] Νίκος Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, τόμοι 2, Εστία, Αθήνα 1985.
[5] Βλ. Γιώργος Καραμπελιάς (επιμ.), Η Τουρκία του Ερντογάν, ΕΕ, Αθήνα 2019.

Advertisement

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, “Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, ο Κώστας Σημίτης και η εποχή του” που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.