«Η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία παρακολουθεί με ιδιαίτερη ανησυχία τον δημόσιο λόγο που αναπτύσσεται γύρω από την πρόσφατη υπόθεση της 16χρονης στην Κυψέλη.
Η μονομερής απόδοση ευθύνης στη συγκεκριμένη ανήλικη και την οικογένειά της, όπως συχνά παρατηρείται στον δημόσιο διάλογο, απομακρύνει την κοινωνική σκέψη από τα βαθύτερα πολυπαραγοντικά αίτια της βίας. Παράγοντες, όπως η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι ανισότητες, αλλά και η χρόνια αποστελέχωση και αποδυνάμωση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών, καθώς και των υπηρεσιών ψυχικής υγείας συνιστούν κρίσιμες συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπτύσσονται και εκδηλώνονται βίαιες ή δυσλειτουργικές συμπεριφορές στους εφήβους».
Έτσι ξεκινά η ανακοίνωση της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας για το συμβάν με το 16χρονο κορίτσι στην Κυψέλη, που πήρε πολύ γρήγορα έναν ποινικό δρόμο μέσα σε ένα σύστημα, που συστηματικά αγνοεί την επιστήμη.
Και συνεχίζει:
«Η εστίαση στο άτομο, χωρίς ταυτόχρονη ανάδειξη των συστηματικών αδυναμιών πρόληψης, έγκαιρης παρέμβασης και στήριξης, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην κατανόηση του φαινομένου, αλλά ενισχύει τον στιγματισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό ανηλίκων που βρίσκονται σε κατάσταση ευαλωτότητας».
Και καταλήγει:
«Η βία στους εφήβους δεν είναι ατομικό φαινόμενο, είναι κυρίως κοινωνικό σύμπτωμα. Η αντιμετώπισή της απαιτεί συλλογική ευθύνη, επιστημονική τεκμηρίωση, ψυχραιμία και κυρίως, φροντίδα για τα παιδιά και τους εφήβους».
Τάδε έφη η ιατρική επιστήμη.
Ας δούμε τι είπε και η νομική επιστήμη.
H Θεώνη Κουφονικολάκου από τον «Συνήγορο του παιδιού» έγραψε μεταξύ άλλων ότι:
«όταν κράτος αυστηροποιεί τον Ποινικό Κώδικα χωρίς σεβασμό σε βασικές αρχές και σε θεμελιώδη Δικαιώματα του Παιδιού…»,
αλλά και
«όταν το σωφρονιστικό κατάστημα στο οποίο καταλήγουν τα “επικίνδυνα” παιδιά “διδάσκει” σκληρότητα και βία…»
και
«όταν οι επιμελητές ανηλίκων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν λόγω της υποστελέχωσης…»
και επίσης
«όταν μια κοινωνία εξαντλεί την αυστηρότητά της στα παιδιά, χωρίς να έχει να προτείνει άλλες λύσεις, αλλά όχι στον/στη δημοσιογράφο που παραβιάζει την νομοθεσία καλώντας τη 16χρονη “να κάνει δηλώσεις” και ούτε στο κανάλι που θεωρεί ακριβό του προνόμιο να εκθέτει δεδομένα παιδιών που έχουν υποστεί κακοποίηση και να τα θυματοποιεί αμείλικτα δευτερογενώς»,
όταν συμβαίνουν όλα αυτά,
«τότε ξέρουμε ότι όλα πηγαίνουν στραβά».
Φυσικά, ο σεβασμός στα δικαιώματα των παιδιών, η σοβαρότητα, η χρήση της επιστήμης στην αντιμετώπιση κοινωνικών φαινομένων είναι κάτι τρομερά περίπλοκο. Κοστίζει πολύ περισσότερο από την προβολή ενός αποδιοπομπαίου τράγου, που θα κάνει την κοινωνία να στραφεί ενάντια σε κάτι, που δεν είναι το σύστημα.
Κι έτσι η οργή στρέφεται στους ανηλίκους. Η κοινωνία σήμερα φοβάται τα παιδιά της. Πολλοί μεσήλικες, αν δουν μια παρέα εφήβων να μπαίνει στην παιδική χαρά νιώθουν ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αρχίζουν να παραπονιούνται, να νιώθουν απειλή και θυμό, χωρίς οι έφηβοι να τους έχουν κάνει το παραμικρό. Ακόμη κι αν οι έφηβοι κάθονται απλώς σε ένα παγκάκι και μιλάνε. Το να πάει ένα παιδί στο γυμνάσιο προκαλεί στους γονείς μερικές φορές τρόμο, είναι σαν να το στέλνουν στον πόλεμο.
Η υπερβολική έκθεση σε βίαια περιστατικά, η συστηματική αναπαραγωγή τους από τα ΜΜΕ, οι περιγραφές των μαχαιρωμάτων, των κακοποιήσεων, της φρίκης, προκαλούν ένα συλλογικό τραύμα και γεννούν την αίσθηση ότι μια ολόκληρη γενιά νέων είναι ένας διεστραμμένος θύτης, που απειλεί την κοινωνική ισορροπία.
Ενώ ουσιαστικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Η κοινωνική ανισοροπία απειλεί τα παιδιά.
Και κατ’ επέκταση απειλεί το μέλλον. Γιατί δεν υπάρχει μέλλον χωρίς τα παιδιά και τους εφήβους.
Η αυστηροποίηση των ποινών, οι συνεχείς συλλήψεις, όλες αυτές οι εύκολες ποινικές οδοί, καθησυχάζουν μόνο μια βαθιά συντηρητική και επιφανειακή σκέψη που βολεύεται με την ψευδή αίσθηση ασφάλειας που φέρνει το «οι κακοί μπαίνουν στη φυλακή». Κάπως έτσι καθησυχάζεται ένα πεντάχρονο παιδί.
Ποιοι μπαίνουν και τι τους έχει συμβεί πρωτύτερα στη ζωή τους, πότε, πώς είναι η φυλακή και πώς θα βγουν σε λίγα χρόνια; Αυτά τα ερωτήματα κοστίζουν σε σκέψη και οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, οπότε δεν τίθενται καν. Η σκέψη «άσπρο–μαύρο», «καλοί-κακοί» είναι πάντα η λιγότερο κουραστική σκέψη. Και αυτή με τις αστραπιαίες, εύκολες αλλά καθόλου αποτελεσματικές λύσεις.
Οι λύσεις, όμως στην πραγματικότητα, σε τέτοια φαινόμενα μπορούν να δοθούν μόνο με τη χρήση των επιστημών και με μια μαζική συνειδητοποίηση του ότι χρειάζεται να επενδύσουμε ως χώρα ενέργεια και χρήμα σε δωρεάν δομές ψυχικής υγείας, στην πρόληψη, στα αναμορφωτικά μέτρα που κάνουν τα παιδιά να συνειδητοποιούν τα λάθη τους και να αλλάζουν, σε καλύτερα ΜΜΕ, και φυσικά στα σχολεία.
Όλα τα παραπάνω φυσικά δεν σημαίνουν ότι η παραβατική συμπεριφορά δεν θα έχει συνέπειες και ότι όλοι θα κάνουν ό,τι θέλουν, δεν μιλάμε για αναρχία. Οι συνέπειες, όμως, θα πρέπει τον 21ο αιώνα σε μια χώρα που διατείνεται ότι είναι πολιτισμένη, να είναι σύμφωνες με την επιστήμη και με τις αρχές του Δικαίου που δηλώνουμε ότι έχουμε υιοθετήσει.