Οι ενεργειακές συμφωνίες που υπογράφηκαν στις αρχές Νοεμβρίου 2025 με τις ΗΠΑ, αποτελούν μια σημαντική στιγμή για την ενεργειακή και γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας. Στο πλαίσιο του εγχειρήματος του Κάθετου Διαδρόμου, η Ελλάδα θα αποτελεί τη χώρα εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου, το οποίο θα κατευθύνεται στις χώρες της νοτιοανατολικής και κεντρικής Ευρώπης μέσω υποδομών, όπως του τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου της Ρεβυθούσας, του πλωτού σταθμού αποθήκευσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη και του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB).
Στόχος των ΗΠΑ είναι, μέσω του εν λόγω εγχειρήματος, να επιτευχθεί πλήρης απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, στερώντας από τη Ρωσία πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και να αυξηθεί σημαντικά η αμερικανική επιρροή και πρόσβαση στον ευρωπαϊκό ενεργειακό τομέα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι μέσω του Κάθετου Διαδρόμου, οι ΗΠΑ παρακάμπτουν την Τουρκία και αναβαθμίζουν το πολυμερές σχήμα συνεργασίας 3+1 το οποίο περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κυπριακή Δημοκρατία, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα όμως, εκτός από το να καταστεί ενεργειακός κόμβος, μπορεί να αδράξει την ευκαιρία και να επιτύχει περισσότερους στόχους. Ο έλεγχος της εισόδου μη ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου από την Ελλάδα στα Βαλκάνια, διαφοροποιεί τις εισαγωγές ενέργειας γειτονικών χωρών όπως της Βουλγαρίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτή η προνομιακή θέση, δίνει στην Ελλάδα το ρόλο του εγγυητή της ενεργειακής ασφάλειας των γειτόνων της, γεγονός που διευρύνει την επιρροή της στα Βαλκάνια, μια περιοχή από την οποία τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης, η χώρα είχε εν πολλοίς αποσυρθεί.
Ωστόσο, προκειμένου η Ελλάδα να προβάλει αποτελεσματικά ισχύ και επιρροή, θα πρέπει να κάνει και άλλες κινήσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα των Βαλκανίων. Η αναβάθμιση των λιμένων της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης σε στρατηγικούς κόμβους, που θα συνδέονται με την Κεντρική Ευρώπη παρακάμπτοντας τα υπερφορτωμένα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης, θα μπορούσε να εδραιώσει τη Θεσσαλονίκη σε οικονομική «πρωτεύουσα» των νοτίων Βαλκανίων.
Επίσης, η Αθήνα θα πρέπει να ενθαρρύνει την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η πρόσβαση σε πιστώσεις, είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη των Βαλκανίων. Συνεπώς, μια ισχυρή ελληνική τραπεζική παρουσία, θα μπορούσε να παρέχει σταθερότητα και να δώσει στην Αθήνα επιρροή σε βασικούς τομείς που σχετίζονται με την εθνική οικονομία γειτονικών κρατών. Ακόμα, στοχευμένες επενδύσεις σε υποδομές γειτονικών χωρών στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών και του ηλεκτρικού δικτύου θα οδηγούσε σε περαιτέρω αύξηση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Ελλάδας.
Επιπρόσθετα, η Αθήνα αξιοποιώντας την επιθυμία των χωρών των δυτικών Βαλκανίων να ενσωματωθούν στους δυτικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα πρέπει να υποστηρίξει ενεργά την επιτάχυνση των χρονοδιαγραμμάτων εισδοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των χρηματοδοτήσεων που χρειάζονται αυτές οι χώρες. Με αυτό τον τρόπο, η Ελλάδα δύναται να παίξει ενεργό ρόλο στην ανάσχεση της επιρροής μη δυτικών χωρών στην περιοχή και να αυξήσει το διπλωματικό της κεφάλαιο.
Εκτός από τα οικονομικά μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα για να προωθήσει την επιρροή της, η Αθήνα έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει και άλλα εργαλεία. Παραδείγματος χάριν, η θεσμοθέτηση μιας συνόδου με έδρα τη Θεσσαλονίκη που θα συνεδριάζει ανά τακτά διαστήματα και όπου θα συμμετέχουν τα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου, με στόχο την αντιμετώπιση ζητημάτων που θα σχετίζονται με την εμβάθυνση της συνεργασίας και την ασφάλεια της περιοχής και στην οποία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της ΕΕ και των ΗΠΑ. Μια τέτοια ενέργεια, θα καθιστούσε την Ελλάδα οικοδεσπότη και μεσολαβητή για υψηλού επιπέδου συζητήσεις, θα βοηθούσε την ελληνική διπλωματία να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση της περιφερειακής ατζέντας σε θέματα ασφάλειας και θα αύξανε το επίπεδο των επαφών της με μεγάλες ξένες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στα Βαλκάνια.
Τέλος, η προβολή ισχύος μέσω του πολιτισμικού παράγοντα, αποτελεί ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, η Αθήνα θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τη χρηματοδότηση για ακαδημαϊκά προγράμματα ανταλλαγής, τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα βαλκανικά πανεπιστήμια και να χορηγεί υποτροφίες σε βαλκάνιους φοιτητές για να σπουδάσουν στην Ελλάδα.
Συμπερασματικά, τα επόμενα χρόνια θα αποδειχθούν ιδιαίτερης σημασίας για την Ελλάδα, καθώς γεννώνται ευκαιρίες οι οποίες εφόσον αξιοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, θα ωφελήσουν πολλαπλώς τη χώρα. Η βούληση των ΗΠΑ να εκμηδενίσουν τη ρωσική επιρροή στη νοτιοανατολική και κεντρική Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη ξεκάθαρη έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Τουρκία, καθιστούν την Ελλάδα στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή. Από την πλευρά της η Ελλάδα θα κληθεί να κάνει και αυτή τις δικές της κινήσεις πάνω στους άξονες που αναλύθηκαν ανωτέρω, προκειμένου να μετατρέψει τις συγκυρίες σε χειροπιαστά οφέλη, καλύπτοντας το χαμένο έδαφος της εποχής της κρίσης και θέτοντας τις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στην περιοχή των Βαλκανίων.