«Κι άστραψε το όνειρο σαν δαχτυλίδι που ήρθε να ντύσει πάλι τους γυμνούς.» *Σαββόπουλος (Είδα την Σούλα και τον Δεσποτίδη)
«Επιτίθενται στον Σαββόπουλο σαν άλλοθι για την ζωή που έχουν προδώσει». Μ. Χατζιδάκις, 1988.
Ήταν το καλοκαίρι του 1977 όταν ο Κ. Κουν είχε ήδη από την προηγούμενη χρονιά παραγγείλει στον Σαββόπουλο την μουσική για τους Αχαρνείς και γινόταν περιοδείες παρουσίασης του δίσκου. Δεν ήταν εύκολη χρονιά το 1977, ανήκε όμως στα χρόνια της ελπίδας. Και στην ελπίδα χτίζονται και αγώνες αλλά χτίζονται και καριέρες. Και οι άνθρωποι μισούμε κάθε Εξάγγελο που την αμφισβητεί. Γιατί ανάμεσα στα σπουδαία μουσικά κομμάτια του δίσκου, τον Πρόλογο, την Πάροδο, την Φαλλική Πομπή, την Σύγκρουση, τον Αγώνα, τους Κήρυκες κτλπ υπήρχε και η Παράβασις. Τραγουδισμένη από την ήδη γεμάτη με την τραγική προ-οικονομία φωνή του φίλου του Ν. Παπάζογλου το τραγούδι ενόχλησε όσο και κείνο ‘το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι’ μια αριστερά στην οποία οι ψυχολογικές επενδύσεις μας και οι δυσκολίες ζωής που συνοδεύουν την επιλογή σε έναν αραχτό και ιδιοτελή κόσμο (μέρος του οποίου με τον διαφορετικό όμως τρόπο του ψυχολογικού κυρίως κι όχι του υλικού κέρδους αποτελούμε κι εμείς) κάνουν τις ήττες μας βαθιά προσωπικές.
Η ιστορία είναι γνωστή μετά από αυτό. Παρόλο που οι Αχαρνείς δεν ανέβηκαν ποτέ στην σκηνή, συγκροτημένες εκφάνσεις του χώρου που διαρρηγνύει τα ιμάτια του σε κάθε cancel εναντίον του ακύρωναν, όπως συνέβη στην Κέρκυρα, συναυλίες παρουσίασης του δίσκου. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, στην πραγματικότητα αόρατα ξανασυνέβη και πολύ πρόσφατα όταν ουσιαστικά απαγορεύτηκε σε προσκαλεσμένη από χώρα που είχε υποφέρει από τον Στάλιν να διαβάσει κάτι για την δολοφονία των παππούδων της σε αριστερό Δήμο, αφού εκείνο το ‘το δικαίωμα της διαφωνίας αφορά πρώτα αυτόν κι αυτήν που σκέφτεται διαφορετικά (στο εσωτερικό μας)’ της Ρόζας στέκει συχνά απαρνημένο πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις («Πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήση με»). Λες κι ο Σαββόπουλος, μόλις νομιμοποιήθηκε η αριστερά και μύρισε ψήγματα μιας υπόγειας εξουσίας έστω και σε μικροκλίμακα, είχε αρχίσει να ψάχνει το ψαλίδι που θα τον οδηγούσε στο ‘Κούρεμα’.
Την ίδια εποχή τα ίδια ψυχανεμιζόταν κι έγραφε ένας άλλος Θεσσαλονικιός στην δική του Τέχνη, επίσης ποιητής, ο Μ. Αναγνωστάκης (παιδί επίσης της ιδιότυπης για κοινωνικοοικονομικούς λόγους αστικής τάξης της πόλης των αρχών του 20ου που δεν είχε ακόμη οργανική σχέση με την ΛΜΑΤ, την λούμπεν μεγαλοαστική τάξη της υπόλοιπης χώρας, δίχως να αναιρεί το ταξικό της πρόσημο αλλά και δίχως να ακυρώνει τους υπερ. του συνόλου ταξικούς αποστάτες που προσέφερε, ποιος κάθισε, στα σοβαρά όμως, να μελετήσει τις αντινομίες των τάξεων στην Ελλάδα κι ας έχει χαρακώσει το λούμπεν μερίδας των υποπρολετάριων τα πάντα;), και με έναν τρόπο για τα ίδια προειδοποιούσε ο κοινός φίλος τους Μ. Χατζιδάκις κι ο αποσυνάγωγος Τζ. Πανούσης, τον οποίον ο νιόνιος τον έβγαλε πρώτος στην primetime τηλεόραση αν και όπως είχε δικαίωμα ο Τζιμάκος επέκρινε αργότερα τις επιλογές του, αφού τους ένωνε εκείνο το ‘κολοέλληνες’. Αντιδρώντας όλοι στο χρυσό κλουβί της δημοφιλίας με βάση το οποίο ξεγελάς πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους και τις άλλες.
Αλλά ο Σαββόπουλος υπήρξε τόσο σιβυλλικός τόσο προσωπικός που δεν σου άφηνε περιθώρια να βγάλεις τον εαυτό σου από τον καθρέφτη.
Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες
και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί
Μα τώρα στον αγώνα νικούνε οι καρβουνάδες
που έχουν στη μεριά τους τον ίδιο τον ποιητή
Ζει τα ωραία πράματα μ’ αίμα και με θυσίες
προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό
Δε θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες
και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό
Μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη
σπιθίτσα φουντωμένη μ’ αναπνοές τρελού
Βαρδάρη που φυσάς σαν ψάρι φαγωμένο
αχ πολλαπλασιασμένο και σαν καρβέλι να
Έλα την Κυριακή με το βαρύ σου τέμπο
κι οι δυο Σοφία Βέμπο ακούγαμε εκεί
Ποιος μας γηροκομεί, τη σήμερον ημέρα
ψηστιέρα καρβουνιέρα, μούσα Δεκεμβριανή;
Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία
και με τυφλή μανία, ξέσκιζα τον εχθρό.
Τώρα με χειρουργεί, μια αλλήθωρη νεολαία
μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.
Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα
όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά
Πρόστιμο μιας ζωής στην κλεψύδρα και στα εφετεία
είναι μια κοροϊδία σκιά του δικαστή.
Μια δεκαετία αργότερα, όταν το Κούρεμα εν μέσω αυριανισμού τελικά συνέβη, και ο Σαββόπουλος είχε κάνει την συντηρητική του στροφή επιλέγοντας να διαλύσει την επιτυχία και το κοινό του, δεχόμενος την χλεύη σε κείνο το μαγαζί στην Πλάκα, ο Χατζιδάκις θα δήλωνε τόσο πυκνά για τις ψυχοδυνάμεις που αγνοούν βολικά οι πολιτικά πούροι κι ας καθορίζουν τις συμπεριφορές τους: Επιτίθενται στον Σαββόπουλο σαν άλλοθι για την ζωή που έχουν προδώσει.
Κι εκεί αρχίσαν, συστηματικότερα, τα προβλήματα και της δικής του συμπεριφοράς. Μπορεί να δήλωνε γενναιόφρονα πως παρά τα κέρματα που μου έριχναν επί σκηνής στην πλάκα επέμενα ‘σαν ψυχαναλυτής που καταγράφει’ αλλά αρνήθηκε να κάνει και την δική του ψυχανάλυση. Σύντομα δεν απαρνήθηκε μόνο τις παθογένειες του χώρου, αλλά αγνόησε τις παθογένειες της εξουσίας, παραδινόμενος στον εκσυγχρονισμό του Σημίτη, στον νεοφιλελευθερισμό του Μητσοτάκη, στη νέο-ορθοδοξία του Καραμπελιά (και όταν στο Αντί του αξέχαστου, σπουδαίου, ‘ανοιχτού’ στην κίνηση ιδεών Παπουτσάκη πρωτοεξερευνούσαμε την σχέση αριστεράς και ορθοδοξίας ως μέρος της θεολογίας της απελευθέρωσης, δεν ήταν καθόλου με κριτήριο να γίνει όχημα για όσα έγινε μετά).
Γιατί πέρα από το χρυσό κουτί της δημοφιλίας υπάρχει και το χρυσό κουτί της υιοθεσίας. Δεν άντεξε την μοναξιά ο Σαββόπουλος, (υπάρχουν νύξεις σε στιχους του κι από πριν) όχι με τον ίδιον τρόπο που την άντεχε ο φίλος του ο Χατζιδάκις, κι ας είχε κάνει βασικά την ίδια επιλογή κι αυτός: «Ο μόνος λόγος που δηλώνω δεξιός είναι γιατί οι δεξιοί με αφήνουν να μην είμαι μαζί τους» δήλωνε περιγράφοντας το σύντομο εκείνο διάλειμμα στο οποίο ο μεταπολιτευτικός Καραμανλισμός είχε συνδεθεί με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, σε πλήρη αντίθεση προφανώς με τον δεξιό αυταρχισμό και την αλαζονεία πριν και μετά. Ο Χατζιδάκις, άλλωστε, υπό την προστασία του (μεταπολιτευτικού επαναλαμβάνω) Καραμανλισμού έδωσε εντολή να παίζεται συνεχώς στο 3ο το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο ενώ όλοι είχαν φρικάρει και είχε ουσιαστικά απαγορευτεί. Και δεν ήταν το τραγούδι ήταν η απαγόρευση.
Η λύση όμως, όταν σωστά εντοπίζεις παθογένειες τόσο βαθιές που καθόλου δεν αφορούν έναν χώρο και μια περίοδο όπως βολικά επιλέγουμε να πιστεύουμε, (μα πόσο αυριανιστές γίναν οι αντιαυριανιστές στο πρόσφατο ξεκατίνιασμα του ΣΥΡΙΖΑ επι Κασελάκη, πόσοι θάνατοι προσωπικότητας συνέβησαν σε μίμηση της καθεστηκυίας ‘λογικής’…) δεν είναι μόνο η υποχρέωση να βγεις και ως Εξάγγελος να καταγγείλεις τις παθογένειες με τίμημα την μοναξιά αφαιρώντας και το δικό σου δεκανίκι (αναφορά στον στίχο του Σαββόπουλου από τον Εξάγγελο) είναι να χρησιμοποιήσεις τις καταγγελίες για να εμπλουτίσεις, να εμβαθύνεις τους αγώνες (που προφανώς καθόλου δεν σχετίζεται με την φθηνά αποενοχοποιητική ευκολία της ψήφου μα με την κάποτε ακριβά πληρωμένη απέναντι σε δικούς και αντιπάλους δυσκολία της συνέπειας στην καθημερινότητά σου), όχι να τους χτυπήσεις, όχι να τους καταργήσεις. Κι έτσι ο Σαββόπουλος παραδόθηκε στις κολακείες υπερ αυτών που δεν έπρεπε.
Αλλά και δέχθηκε κατηγορίες κατώτερες της θεμιτής πολιτικής κριτικής όπως πχ για κλέψιμο έργων. Γενικά το θεωρώ ασέβεια να χρεώνουν αυτήν την στάση συνολικά στην αριστερά (ή σε όποιον άλλον χώρο σε άλλες περιπτώσεις γιατί όλοι οι χώροι το έχουν υποστεί από τον μικροκομματισμό και την μικροπολιτική) κάποιοι που ξεχνούν τις απηνείς διώξεις και στη ζωή και στον θάνατο Ελλήνων λογοτεχνών πχ από το καθεστώς τους. Να αρχίσω τις ιστορικές αναδρομές και να θυμίσω πόσο αυτό έβλαψε το πολιτιστικό στάτους της χώρας; Όπως είχα πει και για την παιδεραστία δυστυχώς τα άρρωστα πάθη δεν έχουν ιδεολογικό πρόσημο και η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πλαίσιο που μπορεί να εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους ισχυρούς όπου γης. Γενικά, για να επιστρέψουμε στο θέμα, δεν είναι μόνο ότι τίποτε δεν προέρχεται από παρθενογέννεση (αν δούμε πόσο μεγάλα ποιήματα έχουν ολόκληρους στίχους από ποιητές άλλων χωρών και πόσο κι αυτοί πιάσαν αρχαίους και ιδίως Όμηρο…), είναι κι ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε την επιρροή όπου συμφέρει μα να την κατακρίνουμε και πάλι όπου τους συμφέρει. Εγώ προσωπικά, καθόλου ουδέτερα άρα, από το πολύ μεγαλύτερο των παραδειγμάτων έργο του Σαββόπουλου θα τον αποχαιρετήσω με εκείνο το αχ! που ακούγεται στο Είδα την Σούλα και τον Δεσποτίδη. Και πόσα θα μπορούσαν να γραφτούν για αυτό το Αχ!
Το σπαρακτικό «Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη», γραμμένο για την Σούλα Αλεξανδροπούλου, δημοσιογράφο, και τον Μίμη Δεσποτίδη, εκδότη του «Θεμέλιου», αναφέρεται στον απέθαντο μύθο που υπηρέτησαν πολλοί σκεπτόμενοι/ες άνθρωποι, ανεξάρτητα από τυπικές σπουδές. Μύθος που δεν έχει να κάνει με τις κακοποιήσεις που υπέστην όπου γης το όραμα αλλά με την ίδια του την ανάγκη για την ζωή και την δημιουργία του ανθρώπινου ανθρώπου συνολικά. Και για αυτό, αν νιώθεις την ευθύνη, αν αγαπάς δηλαδή και για όσους/ες.α αγαπάς ή κι ενάντιά τους (κι εδώ δεν αναφέρομαι εκλειπόντα συγκεκριμένα), παίρνεις κάποτε και τριαντάφυλλο στο ένα χέρι και πέτρα στο άλλο. Και δεν υπάρχει κανένα αχ! στους στίχους αλλά αίφνης στην ηχογράφηση βγαίνει σαν σπαραγμός. «Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά, που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης, με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά».
Διονύση δεν άντεξες και δεν σε αντέξαμε πάντα. Καθε ξεβόλεμα καλό είναι αν το χρησιμοποιήσεις σωστά. Κι αυτό μπορεί να μην έγινε πάντα από τις δυο πλευρές αλλά η νοσταλγία της προσωπικής σχέσης και της συλλογικής δυνατότητας όπως φαίνεται κατά την γνώμη μου τόσο στον τίτλο του δίσκου (Μην Πετάξεις τίποτα) όσο και σε κείνο ‘αχ!’ δεν εξέλειψε ποτέ. Όπως και δεν εξέλειπε κι εκείνο το αίτημα που ξεπερνά κάθε διχαστική λογική και μας ξανακάνει ανθρώπινους στον στίχο ‘κι άστραψε το όνειρο σαν δαχτυλίδι που ήρθε να ντύσει πάλι τους γυμνούς’.
Αλλά, για να ξαναγυρίσουμε στην στροφή του Σαββόπουλου δίχως να αναιρούμε το δικαίωμά του να προχωρήσει ούτε και το δικαίωμα να δεχθεί κριτική, πέρα από την προσωπική του ευθύνη, αυτό συνέβη μέσα στο πλαίσιο μιας αριστεράς που αρνήθηκε, κι αρνείται, να συζητήσει γιατί πολλοί και πολλές επώνυμοι/ες κι ανώνυμοι/ες, ενώ δηλώνουμε και πράττουμε αριστερά δεν την ψηφίζουμε πια. Αρνείται να εξετάσει με πανικόβλητη δειλία κι άρα επιθετικότητα την έλλειψη διείσδυσης στα πληθυσμιακά στρώματα που αντιπροσωπεύει, την καθήλωση των ποσοστών της ακόμη και σε εποχές που οι ιδεολογικοί της αντίπαλοι έχουν διαλύσει τα πάντα όπου γης. Και το αρνείται γιατί δεν πριμοδοτεί το συλλογικό καλό, γιατί κι αυτήν την ενδιαφέρει πρώτα η υιοθεσία (παιδοθεσία, ας αλλάξουμε το έμφυλο πρόσημο της φράσης) στον μικρόκοσμό της κι όχι η αληθινή παρεμβατικότητα που ξεβολεύει κι άρα λειτουργεί εν δυνάμει προωθητικά. Ποιο είδος επικίνδυνης άγνοιας και υποκρισίας θεωρείται πιο απωθητικό, τα σχόλια που συνοδεύουν αυτήν την ‘διάγνωση’ ‘όπως συνέβη και στον θάνατο του Νιόνιου, δείχνουν περισσότερα για αυτούς κι αυτές που δεν φτάνουν την συζήτηση στο τέρμα, εντοπίζουν πλευρές της ιστορίας, αλλά την αφήνουν μετέωρη στο σημείο που τους βολεύει και τους δικαιολογεί. Και αυτό, με σχετική και πανταχών παρούσα τραγικότητα, με έναν τρόπο τους ταυτίζει με τον Νιόνιο που καταγγέλλουν. Σχεδόν πάντα ο στίχος και το σύνθημα πιο μπροστά από τον/την δημιουργό να βάζει το στοίχημα που θέλαμε μα δεν μπορέσαμε να ακολουθήσουμε: Δε θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες…
Ελένη Καρασαββίδου
*εκτεταμένη εκδοχή έτερου κειμένου