Ο λαλίστατος Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τόνισε πρόσφατα σε διάφορες δημόσιες εμφανίσεις του πως η Τουρκία θα φτάσει την Αδριατική και ότι κανείς δεν θα τολμάει να απειλεί την χώρα του, στέλνοντας μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, η ρητορική αυτή δεν είναι μια απλοϊκή επίδειξη εθνικισμού «για εσωτερική κατανάλωση», αλλά κρύβει ένα μήνυμα το οποίο ενισχύεται από την ταχύτατη ανάπτυξη του τουρκικού πυραυλικού προγράμματος και τη στενή στρατιωτική συνεργασία της Άγκυρας με την Κίνα και το Πακιστάν. Για την Ευρώπη, την Ελλάδα και το Ισραήλ, το μήνυμα είναι σαφές: η Τουρκία επανακαθορίζει τη στρατηγική της θέση και το περιθώριο αντίδρασης της Δύσης στενεύει επικίνδυνα. 

Ο άξονας Τουρκίας-Κίνας-Πακιστάν

Η Τουρκία εργάζεται εδώ και δεκαετίες για την ανάπτυξη των πυραυλικών της δυνατοτήτων. Ξεκινώντας τη δεκαετία του ’90, συνεργάστηκε στενά με την Κίνα για την ανάπτυξη συστημάτων πολλαπλής εκτόξευσης πυραύλων (MLRS). Η συνεργασία αυτή έθεσε τα θεμέλια του τουρκικού πυραυλικού προγράμματος το οποίο, κυρίως μέσω της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας Roketsan, προχώρησε στην κατασκευή πυραύλων όπως οι J-600T Yıldırım, Bora και Tayfun, με βεληνεκές που φτάνει και ξεπερνά τα 800 χιλιόμετρα.

Advertisement
Advertisement

Εκτός της Κίνας, το Πακιστάν λειτουργεί ως παράλληλος εταίρος καθώς οι δύο χώρες δεν ανταλλάσσουν μόνο αμυντική τεχνολογία, αλλά έχουν εμβαθύνει τη στρατιωτική και διπλωματική τους συνεργασία. Η πυραυλική πρόοδος του Πακιστάν, ιδίως σε ό,τι αφορά την πυρηνική μεταφορά, με κινεζική υποστήριξη, προσφέρει έμμεσο πλεονέκτημα και στην Άγκυρα η οποία ολοκληρώνει, με ρωσική συνδρομή, την δημιουργία του πρώτου πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ενέργειας στο Ακκουγιού.

Η τριγωνική σχέση Τουρκίας–Κίνας–Πακιστάν πρέπει να ανησυχεί σοβαρά την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ αλλά και το Ισραήλ. Μάλιστα, η θέση της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο, θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ συμμάχου και ανταγωνιστή. 

Από την Άμυνα στην Προβολή Ισχύος – Η Ελλάδα και η Ευρώπη στο Στόχαστρο

Το Ιράν αναπτύσσει το πυραυλικό του πρόγραμμα τα τελευταία χρόνια και διαπιστώσαμε όλοι το πόσο επιτυχημένο είναι, καθώς κατόρθωσε να διαπεράσει τα εξελιγμένα ισραηλινά πολλαπλά επίπεδα αεράμυνας προξενώντας εκτεταμένες καταστροφές στην πρόσφατη σύγκρουση των δύο χωρών. Αξίζει να σημειωθεί πως η χώρα μας δεν διαθέτει για την ώρα αξιόπιστη αντιβαλλιστική προστασία πέραν των συστημάτων Patriot, τα οποία όμως έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Παράλληλα, η Άγκυρα αναπτύσσει το δικό της πυραυλικό πρόγραμμα ισχυριζόμενη πως είναι καθαρά για αμυντικούς σκοπούς. Ωστόσο, η επιθετικότητα της στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Συρία, στη Λιβύη και στον Νότιο Καύκασο δείχνει τις πραγματικές της προθέσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα έχει σήμερα την ικανότητα να πλήξει όχι μόνο στρατιωτικές βάσεις, αλλά υποδομές και μεγάλα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας. Φυσικά, οι ελληνοτουρκικές εντάσεις δεν είναι καινούριο φαινόμενο, αλλά η φύση της απειλής έχει αλλάξει ποσοτικά και ποιοτικά. Πλέον δεν μιλούμε μόνο για παραβιάσεις/παραβάσεις εναερίου χώρου/FIR και χωρικών υδάτων στο Αιγαίο αλλά για βαλλιστικά συστήματα που δύναται να πλήξουν ελληνικά εδάφη σχεδόν χωρίς προειδοποίηση και με ελάχιστο χρόνο αντίδρασης από ελληνικής πλευράς.

Προφανώς, η συμπεριφορά της Τουρκίας και η εχθρική ρητορική προς την Ελλάδα δεν επιτρέπουν καμία παρερμηνεία από την Αθήνα, η οποία οφείλει να προετοιμαστεί κατάλληλα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της απειλής σε όλα τα επίπεδα. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πέραν του αντιαεροπορικού/αντιβαλλιστικού θόλου που θα αναπτύξει (Ασπίδα του Αχιλλέα), οφείλει να αναπτύξει τις πυραυλικές/βαλλιστικές της δυνατότητες καθώς η άμυνα είναι σημαντικά ακριβότερη από την επίθεση. Επίσης, η χώρα πρέπει να αποκτήσει περισσότερα επιθετικά όπλα ικανά να αλλάξουν τις ισορροπίες στην περιοχή, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα αποτροπής αλλά και προβολής ισχύος.

Η χώρα μας δείχνει πως το έχει αντιληφθεί κι επενδύει σε εξελιγμένα βαλλιστικά συστήματα όπως οι Scalp Naval, συστήματα αεράμυνας, αντι-drone τεχνολογία, μαχητικά αεροσκάφη 4,5 και 5ης γενιάς και σε πολεμικά πλοία. Εντούτοις, οι επιδόσεις του πολυδιαφημισμένου Iron Dome, και κάθε αντιαεροπορικού/αντιβαλλιστικού θόλου, θα πρέπει να αναλυθούν προσεκτικά από τα επιτελεία των ελληνικών ΕΔ. Επιπροσθέτως, η χώρα δεν πρέπει να αρκεστεί μόνο  σε αγορές πανάκριβων συστημάτων από το εξωτερικό αλλά πρέπει να αναπτύξει την εγχώρια παραγωγή. Δεν γίνεται να εξαρτόμαστε συνεχώς από τρίτους γιατί η αποτροπή και η ισχύς δεν ενοικιάζονται, χτίζονται με σχέδιο και σκοπό. 

Advertisement

Παράλληλα, η στάση της χώρας θα πρέπει να σκληρύνει έναντι της Άγκυρας τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ, η οποία επιτέλους θα πρέπει να αποφασίσει αν θα στηρίξει ένα μέλος που βρίσκεται υπό άμεση απειλή, ή θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τη δυνητική απειλή που λέγεται Τουρκία.

Θα πρέπει επίσης να εμπεδωθεί πως πύραυλοι με βεληνεκές 800 ή και 2.000 χιλιομέτρων δεν απειλούν εν δυνάμει μόνο την Ελλάδα ή την Κύπρο. Πλέον, στο στόχαστρο βρίσκονται ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως το Βουκουρέστι, η Σόφια, η Ρώμη, ενώ αύριο το Παρίσι, το Βερολίνο και η Μαδρίτη. Η Τουρκία επιδιώκει στρατηγική αυτονομία από τους δυτικούς της «συμμάχους» εδώ και δεκαετίες, οπότε μια τέτοια απειλή δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ δεν μπορεί να συνεχίσει τον εφησυχασμό. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί πως το τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα δεν είναι μεμονωμένο αλλά αντίθετα είναι μέρος μιας συνολικής ρήξης με τη Δύση και της ανάδειξης της Άγκυρας ως μιας πραγματικά ανεξάρτητης κι άρα ανεξέλεγκτης περιφερειακής δύναμης η οποία θα υπονομεύει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, όπως διαπιστώσαμε στην περίπτωση της Λιβύης. 

Advertisement

Συμπέρασμα

Η Τουρκία  αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς ώστε να καταστεί μεγάλη περιφερειακή δύναμη ικανή να επιβάλλει την βούλησή της στους γείτονές της μέσω της επίδειξης της στρατιωτικής της ισχύος. Σύντομα, θα πάψει να εξαρτάται από τη Δύση για το οπλοστάσιό της το οποίο εξάγεται σε περισσότερες χώρες δίνοντας τεράστια έσοδα στο κράτος. Η Άγκυρα πλέον δεν βρίσκεται στο δυτικό στρατόπεδο κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από τις ελληνικές και ευρωπαϊκές ελίτ. Ούτε η πολιτική του άκρατου κατευνασμού από ελληνικής πλευράς θα μειώσει στο παραμικρό την υπαρξιακή απειλή που συνιστά η Άγκυρα για τον ελληνισμό. Σαφώς η Ελλάδα δεν επιθυμεί και δεν πρέπει να επιθυμεί ένοπλη σύγκρουση, αλλά αν δεν έχουμε άλλη επιλογή πρέπει να είμαστε πανέτοιμοι. Επιτέλους ας υπερασπιστούμε με θάρρος και πυγμή τα συμφέροντά μας.