Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο στις 30 Ιουλίου 2025, με φόντο τη συζήτηση για τη συγκρότηση ή μη προανακριτικής επιτροπής σχετικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν αποτέλεσαν βήμα θεσμικής κάθαρσης, αλλά έναν καθρέφτη όπου αντανακλάται ξεκάθαρα η βαθιά άρνηση του πολιτικού συστήματος να αντικρίσει τον ηθικό του πυρήνα. Στον δημόσιο λόγο που εκφράστηκε στην Ολομέλεια κυριάρχησαν, για μία ακόμη φορά, ο διχαστικός παροξυσμός, οι κλισέ αναφορές σε «θεσμική ευθύνη» και ο επιτηδευμένος πατριωτισμός. Τα κόμματα αντάλλαξαν κατηγορίες, μα ούτε η κυβέρνηση ανέλαβε ουσιαστικά την ευθύνη, ούτε η αντιπολίτευση πρότεινε ένα διαφορετικό θεσμικό ήθος. Η αλήθεια επισκιάστηκε από την επικοινωνιακή στρατηγική. Ό,τι παρουσιάστηκε ως σύγκρουση, ήταν στην ουσία ένα συμφωνημένο θέατρο ρόλων.

Επιπλέον, το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει την ποινική δίωξη υπουργών μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια και υπό την προϋπόθεση κοινοβουλευτικής έγκρισης, λειτουργεί ως ουσιαστικό θεσμικό εμπόδιο στη διαδικασία λογοδοσίας. Αντί να ενθαρρύνει την πολιτική ευθύνη, νομιμοποιεί την πολιτική ασυλία — ένα φαινόμενο που έχει καταδειχθεί επανειλημμένα σε υποθέσεις όπως αυτή του Κοσκωτά αλλά και της πρόσφατης υπόθεσης των υποκλοπών. Όλες αυτές οι υποθέσεις επιβεβαιώνουν μια αμείλικτη αλήθεια: το πολιτικό σύστημα δεν έχει την ικανότητα ή τη βούληση να αυτοθεραπευτεί, αντιθέτως ανακυκλώνει τις ίδιες παθογένειες. 

Advertisement
Advertisement

Στο πλαίσιο αυτό, η φωνή του Ίωνος Δραγούμη αποκτά ιδιαίτερη διαύγεια και βάθος. Σε μια εποχή όπου επικρατούσε ακόμη η πίστη ότι η πολιτική δύναται να μεταμορφώσει τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ο ίδιος κατέδειξε την παρακμή της εθνικής ευθύνης, η οποία υποχωρεί κάτω από το βάρος της ατομικής ιδιοτέλειας.

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει:

«Οι Έλληνες του κράτους παραστράτησαν και κατάντησαν ελλαδικοί — αλλοιώτικο είδος ζώου. Την ησυχία τους, τη ζωούλα τους να κοιτάζουν, αυτό τους νοιάζει μονάχα. Όπως κι νάναι, κουτσά στραβά ζουν και πορεύονται. Όποιος τύχει και δεν ακολουθεί το κοπάδι είναι τρελός. Και οι πολιτικοί τους, οι αδιόρθωτοι κομπογιαννίτες, ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ. Προπάντων το κόμμα να μένη στα πράματα όσο μπορεί περισσότερο».

Η κριτική αυτή στην «ελλαδική» παραίτηση δεν στοχεύει απλώς στο πολιτικό προσωπικό, αλλά εκτείνεται στην ευρύτερη κοινωνία, η οποία έχει συνθηκολογήσει με τη μετριότητα, παύοντας να διεκδικεί ενεργό ρόλο.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί έκφανση αυτής της χρόνιας παθογένειας του ελληνικού κράτους. Από τη γέννησή του, ο κρατικός μηχανισμός φέρει ένα διττό πρόσωπο: αφενός κληρονομεί τον αυταρχικό συγκεντρωτισμό του βαυαρικού προτύπου διοίκησης· αφετέρου, πολύ νωρίς υποτάσσεται στις απαιτήσεις του πελατειακού συστήματος, το οποίο μετασχηματίζει τον πολίτη σε ιδιώτη-ψηφοφόρο εξαρτημένο από κρατικές παροχές. Ο εκσυγχρονισμός των θεσμών, όπου επιχειρήθηκε, υπήρξε κυρίως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων παρά έκφραση εσωτερικής βούλησης ή αναγκαιότητας. Ως εκ τούτου, οι μεταρρυθμίσεις παρέμειναν κατά κανόνα επιδερμικές, ενώ οι ίδιοι οι θεσμοί συνέχισαν να λειτουργούν με εργαλειακό χαρακτήρα, αδυνατώντας να αναδειχθούν σε πυλώνες σταθερότητας και ηθικής διακυβέρνησης.

Ωστόσο, ο Ίων Δραγούμης δεν περιορίστηκε σε μια απλή διαπίστωση της παρακμής. Σε αντίθεση με όσους επένδυαν τις ελπίδες τους στην κινητοποίηση των μαζών, εκείνος διέκρινε τη δυνατότητα μετασχηματισμού της πραγματικότητας σε λίγους — στους αποφασισμένους και εσωτερικά ελεύθερους — που τολμούν να κινηθούν έξω από τα όρια της αδράνειας και της προσαρμογής. Η πολιτική για αυτόν δεν θεμελιωνόταν στον συσχετισμό δυνάμεων, αλλά στην ακεραιότητα του χαρακτήρα και στην υπέρβαση του ατομισμού, με στόχο έναν αγώνα που δεν ζυγίζεται με βάση το όφελος, αλλά με βάση τη σημασία και το αξιακό του περιεχόμενο. Έτσι, η ελευθερία δεν ήταν προνόμιο ή παραχώρηση, αλλά επίτευγμα: αποτέλεσμα προσωπικής πειθαρχίας και συνειδητής ανάληψης ευθύνης.

Advertisement

Εν μέσω της σημερινής αδιαφορίας για το δημόσιο συμφέρον και της γενικευμένης κόπωσης απέναντι στη δημοκρατική πίστη, ο Ίων Δραγούμης υπερασπίζεται τη διαχρονική αξία της πολιτικής ως πεδίου προσωπικής και συλλογικής ανάτασης. Όπως επισημαίνει στο έργο του Όσοι Ζωντανοί (1908), «Η Ελευθεριά κατακτιέται, δεν χαρίζεται από άλλους», υπογραμμίζοντας έτσι ότι η πολιτική δράση προϋποθέτει ενεργό και ηθικά υπεύθυνο υποκείμενο που δεν συμβιβάζεται με τη μετριότητα ή την παθητικότητα.

Αντιδιαστέλλει τη θέση του με τους σύγχρονους «διαχειριστές», τους οποίους περιγράφει ως «κομπογιαννίτες» που «έχουν σκοτωμένο για την ησυχία τους τον ενθουσιασμό» και νοιάζονται μόνο για την παραμονή τους στο κόμμα και στην εξουσία. Για τον Δραγούμη, η πολιτική οφείλει να θεμελιώνεται στο ηθικό βάθος και να στοχεύει στην «εθνική αναγέννηση», μια αναγέννηση που υπερβαίνει το στενό κομματικό ή παραταξιακό συμφέρον. Όπως τονίζει, «Οι εθνικοί αγώνες είναι χρήσιμοι για να αντρειώνονται και να καλυτερεύουν τα άτομα», θέτοντας ως κεντρική αξία την ατομική εντιμότητα και την υπέρβαση του ιδιωτικού συμφέροντος.

Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ εντάσσεται στη μακρά και δυσμενή παράδοση σκανδάλων που το ελληνικό κοινοβούλιο διαχειρίζεται, χωρίς ωστόσο να αποκαθιστά την απαιτούμενη θεσμική εμπιστοσύνη. Το ζητούμενο δεν περιορίζεται στο ερώτημα εάν κάποια πρόσωπα θα λογοδοτήσουν, αλλά αν εξακολουθεί να υπάρχει μια συλλογική βούληση για την επανίδρυση του νοήματος της πολιτικής ως δημόσιας και ηθικής πρακτικής. Η δημοκρατία, ακόμη και αν διατηρείται σε τυπικό επίπεδο, αν στερείται πνεύματος και ήθους, μετατρέπεται σε μια νεκρή γλώσσα· επαναλαμβάνεται μηχανικά, χωρίς να γίνεται κατανοητή ή να παράγει ουσία.

Advertisement

Η ερώτηση που εγείρεται είναι αν, μέσα στη γενικευμένη αδράνεια και παραίτηση, μπορούν να αναδυθούν εκείνοι οι λίγοι — ούτως ώστε να πραγματοποιήσουν το «κάτι» που υπερβαίνει το ιδιοτελές συμφέρον και προκύπτει από την αδυναμία να συναινέσουν στη στασιμότητα και τη φθορά. Αυτή ήταν η βαθιά πίστη του Δραγούμη, ο οποίος έγραφε: «Αν είμαι κόκκος διαφορετικός από τους περισσότερους άλλους κόκκους, πιο δυνατός, πιο πέτρινος, πιο αδιάλυτος, πιο σκληρός, πιο άλειωτος, θα κάμω κάτι…» (Όσοι Ζωντανοί). Ο κόκκος αυτός αντιπροσωπεύει τον φορέα άρνησης, αντίστασης και μη συμβιβασμού, εκείνον που δεν διαλύεται, αλλά μάχεται με τη μορφή του ενάντια στη διάβρωση των αξιών και την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού.

Ίσως, λοιπόν, η δυνατότητα της ανάτασης δεν έχει ακόμη εκλείψει. Εάν χαθεί, τούτο δεν θα οφείλεται σε εξωτερικές απειλές ή επιβουλές — όπως συμβολικά εκπροσωπούνται από τον «Τούρκο» της εποχής μας — αλλά στη δική μας σιωπηρή συγκατάθεση στην εσωτερική υποδούλωση και την αποδοχή της φθοράς ως αναπόφευκτης μοίρας. 

Υπό αυτό το πρίσμα, η κληρονομιά του Δραγούμη παραμένει επίκαιρη, ως υπενθύμιση ότι η πολιτική αρετή απαιτεί συνεχή αγώνα, ηθικό σθένος και την αποφασιστικότητα να ξεπεράσουμε το βόλεμα και τον συμβιβασμό που διαβρώνουν τις δημοκρατικές θεσμίσεις και την κοινωνική συνοχή.

Advertisement