Για δεκαετίες, το Ιράκ υπήρξε για την Τουρκία μια εστία ανασφάλειας: ένα πεδίο αποσταθεροποίησης στα σύνορά της, όπου δρούσαν το PKK, οι σιιτικές πολιτοφυλακές και η επιρροή της Τεχεράνης. Σήμερα, η Τουρκία επιχειρεί να μετατρέψει τη Βαγδάτησε στρατηγικό εταίρο και κόμβο διασυνδεσιμότητας.

Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή προσέγγισης, η οποία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο αναδιάταξης ισχύος στη Μέση Ανατολή, μετά την υποχώρηση του Ιράν και την ανάδυση των κρατών του Κόλπου ως νέων χρηματοδοτών και πολιτικών διαμεσολαβητών.

Advertisement
Advertisement

Από τον φόβο στην αλληλεξάρτηση

Η Άγκυρα βλέπει πλέον το Ιράκ όχι ως απειλή, αλλά ως επένδυση στην περιφερειακή σταθερότητα. Από το 2024 υπέγραψε περίπου τριάντα συμφωνίες με τη Βαγδάτη, εγκαινιάζοντας ένα νέο κεφάλαιο συνεργασίας που συνδυάζει ασφάλεια, ενέργεια και εμπόριο. Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού του Ιράκ Μοχάμεντ Σία αλ-Σουντανί στην Άγκυρα τον Μάιο του 2025 προσέθεσε άλλες 11 συμφωνίες. Στο επίκεντρο βρίσκεται το φιλόδοξο Development Road Project, ένας χερσαίος διάδρομος 1.200 χιλιομέτρων που θα ενώνει τη Μπάσρα με τα τουρκικά σύνορα και από εκεί με τις ευρωπαϊκές αγορές.

Η αναπροσαρμοσμένη προσέγγιση της Άγκυρας απέναντι στο Ιράκ αντανακλά επίσης τη γενικότερη μετατόπιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μετά τις εκλογές του 2023, οι οποίες παρέτειναν την εντολή της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) έως το 2028.

Η Άγκυρα παρουσιάζει το σχέδιο ως «δρόμο ειρήνης και ανάπτυξης», αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για εργαλείο γεωπολιτικής ισχύος: έναν τρόπο να συνδέσει την τουρκική οικονομία με τα κράτη του Κόλπου, να περιορίσει την ιρανική επιρροή και να καταστήσει την Τουρκία αναπόσπαστο κρίκο στην εφοδιαστική αλυσίδα Ευρώπης–Ασίας.

Η στρατηγική αυτή ενισχύεται από το άνοιγμα προς το Ριάντ, το Αμπού Ντάμπι και την Ντόχα, καθώς και από τη δημιουργία θεσμών ασφαλείας, όπως το Κοινό Κέντρο Συντονισμού Άγκυρας–Βαγδάτης, που δίνει πολιτική νομιμότητα στη συνεχιζόμενη τουρκική στρατιωτική παρουσία στο βόρειο Ιράκ.

Ενέργεια και επιρροή

Πίσω από τη ρητορική της συνεργασίας, το διακύβευμα είναι ενεργειακό. Η Τουρκία θέλει να επανεκκινήσει τη λειτουργία του αγωγού Κιρκούκ–Τζεϊχάν, να συμμετάσχει στην εκμετάλλευση ιρακινών κοιτασμάτων φυσικού αερίου και να εντάξει τη χώρα στο δίκτυο των αγωγών της προς την Ευρώπη.

Αν επιτύχει, η Άγκυρα θα ενισχύσει τη θέση της ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου, συνδέοντας τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και τα Βαλκάνια. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό το ζήτημα είναι διττό: από τη μία, μπορεί να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία και το Ιράν, ενώ από την άλλη, κινδυνεύει να ενισχύσει την τουρκική επιρροή σε κρίσιμα δίκτυα εφοδιασμού, τα οποία η ΕΕ δεν ελέγχει.

Advertisement

Η Ευρώπη επωφελείται βραχυπρόθεσμα από τη σταθεροποίηση των ενεργειακών ροών, αλλά μακροπρόθεσμα οφείλει να διασφαλίσει ότι η ενεργειακή της διαφοροποίηση δεν θα περάσει αποκλειστικά μέσα από την Άγκυρα.

Η αλληλεξάρτηση στον τομέα της ασφάλειας

Η αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών, το ασταθές περιβάλλον ασφάλειας και η πιθανότητα ιρανικών αντιποίνων στο Ιράκ, είτε ως απάντηση σε αμερικανικά πλήγματα, ισραηλινές επιχειρήσεις ή ανανεωμένες κυρώσεις, εκθέτουν τη Νατοϊκή Συμμαχία (NATO) και τις αποστολές συμβουλευτικού χαρακτήρα της ΕΕ σε αυξανόμενους λειτουργικούς και επιχειρησιακούς κινδύνους.

Τα νατοϊκά μέσα που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος, τα αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (AWACS) στo Ικόνιο, η λογιστική υποστήριξη μέσω της βάσης του Ιντσιρλίκ και το ραντάρ αντιπυραυλικής άμυνας στο Κιουρετζίκ, παρέχουν στη Συμμαχία κρίσιμα εργαλεία για επιχειρησιακή επίγνωση, προστασία δυνάμεων και ευελιξία.

Advertisement

Η Τουρκία επιδιώκει να μεταβληθεί από περιφερειακό “παίκτη” σε δομικό πυλώνα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η ενίσχυση της στρατιωτικής της παρουσίας στο Ιράκ και η ανάληψη ρόλου στη διαχείριση της περιφερειακής αστάθειας ενισχύουν την επιρροή της εντός του ΝΑΤΟ, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν ένα παράδοξο για την Ευρώπη.

Από τη μία πλευρά, οι τουρκικές πρωτοβουλίες εξυπηρετούν ευρωπαϊκούς στόχους, σταθερότητα, αντιτρομοκρατία, ενεργειακή διαφοροποίηση.

Από την άλλη, η αυξανόμενη αυτονομία της Άγκυρας, ιδίως σε συνδυασμό με τη ρητορική “στρατηγικής ανεξαρτησίας” που προβάλλει, περιορίζει τον ευρωπαϊκό έλεγχο σε κρίσιμες αποφάσεις.

Advertisement

Για τις Βρυξέλλες, το ερώτημα δεν είναι πλέον πώς θα “επαναφέρουν” την Τουρκία στην ευρωπαϊκή τροχιά, αλλά πώς θα διαχειριστούν μια Τουρκία που δρα παράλληλα, και όχι με, την Ευρώπη.

Η ευρωπαϊκή πρόκληση

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η στροφή της Άγκυρας στο Ιράκ δεν είναι απλώς περιφερειακή πρόκληση. Είναι σημάδι μιας νέας πραγματικότητας: η Τουρκία, παρά τις εντάσεις με τις Βρυξέλλες, δεν λειτουργεί πλέον ως παθητικός σύμμαχος της Δύσης, αλλά ως αυτόνομος περιφερειακός δρων που διαμορφώνει δίκτυα, επενδύσεις και θεσμούς.

Η πρόκληση για τις Βρυξέλλες δεν είναι να «ελέγξουν» την Τουρκία, αλλά να αξιοποιήσουν την κανονιστική τους ισχύ, τη χρηματοδοτική ικανότητα και τη διπλωματική τους παρουσία σε έργα που ήδη εξελίσσονται.

Advertisement

Η Ευρώπη δεν χρειάζεται να συμμεριστεί το τουρκικό όραμα για τη Μέση Ανατολή. Αλλά δεν μπορεί να απουσιάζει από μια διαδικασία που επηρεάζει άμεσα την ενεργειακή της ασφάλεια, τη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου και τη συνοχή της νότιας γειτονίας της.

Advertisement

Από τη Μπάσρα στις Βρυξέλλες

Η Τουρκία έχει ήδη κάνει την επιλογή της: επενδύει στην οικονομική διπλωματία, στο διαμετακομιστικό εμπόριο και στη μετατόπιση ισχύος από το στρατιωτικό στο γεωοικονομικό πεδίο.

Όμως κάθε δρόμος που ξεκινά από τη Μπάσρα και περνά μέσα από τα τουρκικά εδάφη καταλήγει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στην Ευρώπη. Το ερώτημα δεν είναι αν η Ευρώπη θα εμπλακεί, αλλά πότε και με ποιους όρους.

Γιατί αν δεν συμμετάσχει στη διαμόρφωση του νέου χάρτη της Μέσης Ανατολής, θα κληθεί να τον αποδεχθεί εκ των υστέρων.

Advertisement