Οι ρίζες, η παράδοση, το κοινοτικό υπόδειγμα του λαού μας στη διαχρονία του, έχει σαν βάση την αγροτοποιμενική δραστηριότητα. Με μόχθο και αγώνα, σε αρμονία και με σεβασμό στη φύση, οι παλιοί μας έφτιαξαν θαύματα, καλλιέργησαν άγονα εδάφη, εφηύραν καινοτομίες όπως οι πεζούλες για να μη μείνει ανεκμετάλλευτη ούτε σπιθαμή γης, διαμόρφωσαν μια στάση ζωής που βασιζόταν στην αυτάρκεια, την έμπνευση, τη δημιουργικότητα. Η πρωτογενής παραγωγή ήταν η βάση για την επιβίωση, την ανάπτυξη του αισθήματος της αλληλεγγύης ανάμεσα στους μικροκτηματίες που στήριζαν ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί συγκροτούσαν την Κοινότητα, που μαζί πορευόταν στο χωράφι, στο χειμαδιό, στους αγώνες για Ελευθερία, στη διαμόρφωση του πολιτιστικού πλούτου της παράδοσής μας. Ιδιαίτερα στην Κρήτη, τα τραγούδια της ορεινής Δυτικής Κρήτης σε μεγάλο βαθμό περιγράφουν τον αγώνα των ξωμάχων και μας χαρίζουν περιγραφές απαράμιλλης ομορφιάς.

Ο πρωτογενής τομέας ήταν πάντα στην πρωτοπορία της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας. Μέχρι που το κομματικό πελατειακό κράτος εμφανίστηκε για να τον εκμεταλλευτεί. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ), άνοιξε καινούργιες ευκαιρίες, καθώς προσφερόταν η δυνατότητα ενίσχυσης της προσπάθειας των αγροτών με επιδοτήσεις. Ο σκοπός ήταν να υπάρχει χρηματοδότηση προς έναν εκσυγχρονισμό της παραγωγής, ώστε να επιταθεί η παραγωγικότητα και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, στοχεύοντας όχι μόνο στη διατροφική αυτάρκεια του λαού αλλά και στην εξαγωγική δραστηριότητα ποιοτικών αγροτικών προϊόντων, συμβατικών ή βιολογικών.

Advertisement
Advertisement

Εδώ, οι επιδοτήσεις άλλαξαν στόχευση. Στα χέρια των εκάστοτε κυβερνήσεων, αποτέλεσαν μοχλό όχι ανάπτυξης, αλλά χρηματοδότησης εκλογικής πελατείας δίχως κριτήρια. Δε δίδονταν για την επίτευξη ενός σχεδίου αναβάθμισης μιας εκμετάλλευσης παρά μόνο προσχηματικά, και κατέληξαν να καλύπτουν εφήμερες ανάγκες καταναλωτικές αντί να επενδύονται σε υποδομές που θα εξασφάλιζαν στους μεν αγρότες μια άνοδο εισοδήματος μέσα από τη βελτίωση της παραγωγής, στη δε οικονομία μια σημαντική ώθηση.

Οι επιδοτήσεις κατάντησαν το μέσο για την κοντόθωρη ικανοποίηση κομματικών σκοπιμοτήτων, δίχως έγνοια για το αύριο. Κοντά σε αυτό, διαμόρφωσαν μιαν αγροτική δραστηριότητα που δεν νοιαζόταν πια για την παραγωγή. Σε αυτό, πέρα από την άκριτη σπατάλη των επιδοτήσεων, ευθύνονται και οι κυβερνήσεις που σε κεντρικό επίπεδο δεν προώθησαν τα ελληνικά συμφέροντα και ανάγκες στον αγροτοποιμενικό τομέα. Σε αυτό το σημείο, οι Συνεταιρισμοί εξελίχθηκαν σε μαύρες τρύπες της αγροτικής οικονομίας, αντί για πρωτοπόρους της καινοτομίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, με αποτέλεσμα να χρεωκοπήσουν και κυριολεκτικά, αλλά και στη συνείδηση των ενδιαφερομένων. Ο συνδυασμός της απαξίωσης της ντόπιας παραγωγής και των Συνεταιρισμών με την ανεξέλεγκτη επιδότηση, οδήγησαν τους αγρότες στη στόχευση μόνο του χρηματικού οφέλους, καθώς είχε εμπεδωθεί πια μια νοοτροπία που τα αποτελέσματά της βλέπουμε τώρα με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.

Έτσι όμως η παραγωγή συρρικνώθηκε· η στρεμματική απόδοση στην Ελλάδα είναι πια 190€, τη στιγμή που στην Ολλανδία είναι 1700€ και στο Ισραήλ 1200€. Ακυρώνεται έτσι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας που αφορά στις ιδανικές κλιματικές συνθήκες και στη δυνατότητα παραγωγής ποιοτικού προϊόντος που θα πρέπει να πωλείται σε μια τιμή που του αξίζει.

Συγχρόνως, έχει απαξιωθεί και η ίδια η δουλειά του αγρότη. Με μέσο όρο ηλικίας τα 60 χρόνια, δεν φαίνεται να υπάρχει διάδοχη κατάσταση που θα παλέψει να δώσει στη δραστηριότητα αυτή τη θέση που της αξίζει τοπικά αλλά και διεθνώς. Κι όμως σήμερα, η τεχνολογική πρόοδος και οι νέες μέθοδοι παραγωγής, μπορούν να απογειώσουν την ελληνική παραγωγή.

Οι διεθνείς τάσεις στοχεύουν στα επώνυμα ποιοτικά προϊόντα. Οι δυσκολίες του μικρού κλήρου μπορούν να αντισταθμιστούν από την υψηλή ποιότητα της παραγωγής και την πώληση σε τιμές που της αρμόζουν. Εδώ μπαίνει κι ένα ακόμα στοιχείο, η ανάγκη ο παραγωγός να ελέγχει τη συσκευασία και τη διακίνηση του προϊόντος του. Αυτό προϋποθέτει μια παραπάνω εξειδίκευση του αγρότη, που δεν είναι βέβαια απαγορευτική· η κοινοτική μας συγκρότηση πάντα στηριζόταν στην πολυειδίκευση.

Η σύμπραξη περισσότερων σε χαλαρά ή πιο σφιχτά συνεταιριστικά σχήματα είναι επιθυμητή. Μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές, από το διαμοιρασμό των εργαλείων παραγωγής μέχρι την κοινή καλλιεργητική δράση από το χωράφι μέχρι την πώληση. Η υποκατάσταση των μεσαζόντων, η συνεργασία με επαγγελματίες στον ψηφιακό και σχεδιαστικό τομέα, η συγκράτηση και τυποποίηση εδώ παραγωγής που θα έφευγε χύμα έξω σε χαμηλές τιμές για να τυποποιηθεί και διατεθεί εδώ από τον παραγωγό, είναι σημαντικά στοιχεία της αντιστροφής της εικόνας στην παραγωγή. Το κράτος οφείλει να προσφέρει υποδομές, πχ βιολογικά πιστοποιημένα σφαγεία εκεί που υπάρχουν βιολογικά ποίμνια, αν όμως, όπως συνήθως, δεν το κάνει, θα πρέπει να υποκαθίσταται η απουσία από συνέργειες, μέχρι να αλωθεί από τις υγιείς δυνάμεις της πατρίδας, στα πλαίσια ενός κοινοτικού αντάρτικου.

Advertisement

Η διάθεση μπορεί να γίνεται τοπικά· δεν εννοούμε με αυτό μόνο στους ντόπιους, αλλά και στους τουρίστες που αναζητούν το ποιοτικό και αυθεντικό. Αυτό ήδη δημιουργεί μιαν αγορά που έρχεται στον παραγωγό αντί να την ψάξει αυτός. Κι από κει και πέρα, υπάρχει μια τεράστια προοπτική και εξαγωγών, όταν δουλεύεις με στόχο την ποιότητα στο προϊόν.

Αυτά ακούγονται ανεφάρμοστα στην Ελληνική πραγματικότητα. Όμως μεμονωμένες υγιείς προσπάθειες, είτε σε επίπεδο συνεταιρισμών, είτε σε μεμονωμένων παραγωγών, δείχνουν πως υπάρχει μια μεγάλη ελπίδα. Δίπλα στην αναγεννητική γεωργία, τη βιολογική παραγωγή, τη γεωργία ακριβείας, υπάρχει και η μεταποίηση του προϊόντος ώστε να προκύψει προστιθέμενη αξία και εφαρμογή καινοτομίας σε ένα άλλο επίπεδο, όλα προς όφελος του παραγωγού.

Σε μια τέτοια προοπτική, ο αγρότης δε θα είναι η εκλογική πελατεία του κάθε πολιτικάντη. Θα είναι πρόσωπο που θα ανεβάζει την οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα της πατρίδας. Η πολιτιστική συνεισφορά του είναι παραγνωρισμένη, όμως σημαντική, γιατί θα κινείται στα πλαίσια του ελληνικού τρόπου, του κοινοτισμού και των συνεργειών.

Advertisement

Αυτό είναι το στοίχημα όλων μας, παραγωγών, καταναλωτών, κράτους, την επόμενη περίοδο. Δεν έχουμε περιθώρια να το χάσουμε, η διατροφική αυτάρκεια οφείλει να είναι συλλογικός στόχος, συνδεδεμένος με αυτόν της εθνικής ασφάλειας.