Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο Ανκορατζ της Αλάσκας στις 15 Αυγούστου 2025 συνιστά ιστορικό γεγονός που υπερβαίνει τη σφαίρα της απλής διπλωματικής χειρονομίας. Ο τόπος του διαλόγου δεν είναι τυχαίος: η Αλάσκα, ρωσικό έδαφος έως το 1867, ενσαρκώνει μια ιστορική μνήμη που ο Πούτιν επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει. Η επιλογή αυτή δεν στερείται σημειολογικής διάστασης, καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο τη ρωσική αίσθηση «απωλεσθέντων εδαφών» και τροφοδοτεί το ευρύτερο αφήγημα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής για αποκατάσταση της θέσης-ρόλου της Μόσχας ως περιφερειακού ηγεμόνα στον μετασοβιετικό χώρο. Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ προσήλθε με την προσδοκία να εμφανιστεί ως ειρηνοποιός, αξιοποιώντας την προσωπική του ικανότητα για επικοινωνιακές εντυπώσεις, αλλά και με την επιδίωξη να αποκομίσει άμεσα πολιτικά οφέλη εντός και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η τελετουργική διάσταση της συνάντησης, με την κοινή άφιξη, την επιμελημένη οικειότητα και την έμφαση στη συμβολική ισότητα, αντανακλά τη λογική του κονστρουκτιβισμού. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, οι εικόνες, οι συμβολισμοί και οι αφηγήσεις δεν αποτελούν δευτερεύουσα λεπτομέρεια, αλλά συμβάλλουν ενεργά στη συγκρότηση της διεθνούς πραγματικότητας. Παρά ταύτα, η ρεαλιστική οπτική αναδεικνύει την ουσία: τα κράτη παραμένουν εγκλωβισμένα στον άναρχο διεθνές σύστημα, υπό την απουσία μιας κυβέρνησης των κυβερνήσεων, όπου η ισχύς και η επιβίωση υπερτερούν κάθε ρητορικής ή θεσμικής κατασκευής. Η Ρωσία, όπως ακριβώς στη δεκαετία του 1940 η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να εκμεταλλευτεί την αμερικανική επιθυμία για γρήγορη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ώστε να κατοχυρώσει σφαίρες επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, επιχειρεί σήμερα να αποκομίσει το μέγιστο δυνατό όφελος από τη δυτική κόπωση και τον διχασμό.
Η στάση του Πούτιν κατά τις διαπραγματεύσεις επιβεβαιώνει την τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως την ανέπτυξε ο Τζον Μερσχάιμερ και επαληθεύετε από την αμερικανική υψηλή στρατηγική στην μεταψυχροπολεμική περίοδο ⸱ o αντικειμενικός σκοπός των Μεγάλων Δυνάμεων δεν είναι να είναι απλώς ισχυρότερες από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, αλλά να είναι ο μοναδικός ηγεμόνας.
Ωστόσο οι αιτιάσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν ότι οι «πρωταρχικές αιτίες» της σύγκρουσης συνδέονται με την ίδια την ουκρανική υπόσταση, επιβεβαιώνει το αέναο δίλημμα ασφαλείας της Ρωσίας απότοκο της μη τήρησης των συμφωνηθέντων στις αρχές της δεκαετίας του 90’ κατά την περίοδο της Γερμανικής επανένωσης όταν οι ΗΠΑ διαβεβαίωναν τη Ρωσία ότι το ΝΑΤΟ «δεν θα επεκταθεί ούτε μια ίντσα προς Ανατολάς».
Τουναντίον ο Ντόναλντ Τραμπ, κινείται μεταξύ δύο θεωρητικών οπτικών. Από τη μια πλευρά υιοθετεί στοιχεία ρεαλισμού, αναγνωρίζοντας ότι η ισχύς του ΝΑΤΟ και η οικονομική πίεση μέσω κυρώσεων αποτελούν απαραίτητα εργαλεία διαπραγμάτευσης. Από την άλλη πλευρά, προσεγγίζει την κατάσταση με μια εργαλειακή μορφή θεσμικού φιλελευθερισμού, αποδίδοντας σημασία στις θεσμικές διαδικασίες και στην εικόνα της «διπλωματίας της ειρήνης» που θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο εσωτερικό του. Στο σημείο αυτό, η σύγκριση με την εξωτερική πολιτική του Ρίτσαρντ Νίξον και την επίσκεψή του στην Κίνα το 1972 είναι διαφωτιστική: και στις δύο περιπτώσεις, η αμερικανική ηγεσία επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει μια διπλωματική πρωτοβουλία ως προσωπικό επίτευγμα, ανεξαρτήτως του βάθους των δομικών συγκρούσεων.
Συνακόλουθα, η συνάντηση μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της θεωρίας παιγνίων. Η Ρωσία ακολουθεί στρατηγική «αναμονής και φθοράς», επενδύοντας στη διάσπαση της Δύσης, ενώ οι ΗΠΑ επιχειρούν μια στρατηγική «μερικής συνεργασίας», προσδοκώντας ότι οι επικοινωνιακές κινήσεις θα αποδώσουν πολιτικά. Ωστόσο, το παίγνιο μοιάζει με το «δίλημμα του φυλακισμένου»: καμία πλευρά δεν έχει κίνητρο να προβεί σε ουσιαστική υποχώρηση, καθώς φοβάται την απώλεια στρατηγικών πλεονεκτημάτων. Το αποτέλεσμα αποκρυσταλλώνεται στο αναφυόμενο διπλωματικό αδιέξοδο που θυμίζει τις συνομιλίες για τον τερματισμό του Πολέμου του Βιετνάμ τη δεκαετία του 1970: οι ΗΠΑ και το Βόρειο Βιετνάμ επαναλάμβαναν επί χρόνια τις ίδιες θέσεις, χρησιμοποιώντας τις διαπραγματεύσεις περισσότερο ως εργαλείο φθοράς παρά ως δρόμο για ειρήνη.
Η απουσία της Ευρώπης από το κέντρο της διαδικασίας αναδεικνύει το πρόβλημα της στρατηγικής της αυτονομίας. Στο πλαίσιο της θεωρίας των πελατειακών σχέσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ως «πελάτης» που εξαρτάται από τον αμερικανικό «προστάτη» για την παροχή ασφάλειας, αδυνατώντας να διαμορφώσει αυτόνομη πολιτική. Αυτή η εξάρτηση θυμίζει την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Δυτική Ευρώπη, παρά την οικονομική της ανάκαμψη, παρέμενε στρατηγικά υποτελής στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του ΝΑΤΟ. Η σημερινή περιθωριοποίηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στις συνομιλίες για το ουκρανικό ζήτημα επιβεβαιώνει ότι η θεσμική ενοποίηση δεν αρκεί όταν απουσιάζει η βούληση για ανάληψη στρατηγικού ρίσκου.
Υπό το πρίσμα του φιλελεύθερου θεσμισμού, η σύνοδος της Αλάσκας ανέδειξε και την αδυναμία των διεθνών θεσμών να λειτουργήσουν ως σταθεροποιητικοί μηχανισμοί όταν τα κράτη-μέλη δεν συμμερίζονται κοινά συμφέροντα. Το σύστημα συλλογικής ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών, παραμένει αδρανοποιημένο από το βέτο της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ενώ οι πολυμερείς δομές της Ευρώπης δεν διαθέτουν επαρκή μέσα για να επιβάλουν ή να εγγυηθούν την ειρήνη. Το παράδειγμα θυμίζει την Κοινωνία των Εθνών τη δεκαετία του 1930, η οποία αποδείχθηκε ανίσχυρη απέναντι στην ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία και τη γερμανική αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Καταληκτικά η συνάντηση στο Ανκορατζ, αντί να φέρει την πολυπόθητη αποκλιμάκωση, κατέδειξε με σαφήνεια τα δομικά εμπόδια που καθιστούν τον πόλεμο στην Ουκρανία μακρόσυρτο και ενδεχομένως ανεπίλυτο στο άμεσο μέλλον. Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία επιμένουν σε μια στρατηγική φθοράς, προσβλέποντας στην αποδυνάμωση της εσωτερικής συνοχής του αντιπάλου τους, με αντικειμενικό πολιτικό στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Αντιθέτως, η Ευρώπη, παγιδευμένη ανάμεσα στη θεσμική της αδυναμία και τη στρατηγική της εξάρτηση, περιορίζεται στον ρόλο του θεατή σε μια διαπραγμάτευση που καθορίζει το ίδιο της το μέλλον. Κατά τούτο επιβεβαιώνεται η αξιωματική αρχή του ρεαλισμού: σ’ ένα άναρχο διεθνές σύστημα, η πορεία των εξελίξεων καθορίζεται πρωτίστως από τους ισχυρούς δρώντες, ενώ οι θεσμοί, οι αφηγήσεις και οι επικοινωνιακές εικόνες αποκτούν σημασία μόνον στον βαθμό που υπηρετούν τις εθνικές στρατηγικές επιδιώξεις.