Σε ένα μεγάλο βαθμό, η τάση μιας ηγεμονικής δύναμης να εκμεταλλεύεται τις γεωστρατηγικές ευκαιρίες είναι εγγενής, αναμενόμενη και ορθολογική. Τα αίτια έγκεινται στη φύση του διεθνούς συστήματος, το οποίο είναι άναρχο και ωθεί τις Μεγάλες Δυνάμεις να λαμβάνουν τη βέλτιστη δυνατή θέση έναντι των αντιπάλων τους, ιδιαιτέρως όταν αυτοί βρίσκονται σε αποδρομή.
Οι πρόσφατες παραβιάσεις του πολωνικού εναέριου χώρου, αλλά και προηγηθείσες στρατιωτικές κινήσεις στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Οι Η.Π.Α., επί Προεδρίας Τραμπ, προτάσσουν τακτικές κινήσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας, οι οποίες δεν ευθυγραμμίζονται με τις ευρωπαϊκές ανησυχίες, ενώ και οι δεσμοί εντός του ΝΑΤΟ τείνουν προς χαλάρωση εν ονόματι μιας νέας αμερικανικής στρατηγικής, που θέτει ως απόλυτη και μοναδική προτεραιότητα την εξισορρόπηση της Κίνας και την έμφαση στην Αυστραλασία. Την εν λόγω μεταλλαγή διαβάζει η Ρωσία, θεωρώντας ότι η απομόνωση της Ευρώπης στο θέμα της Ουκρανίας και ο περιορισμός της αμερικανικής προσήλωσης στον πόλεμο ενάντια στη Μόσχα δημιουργούν μια σημαντική γεωστρατηγική ευκαιρία «τσεκαρίσματος» των νατοϊκών αντανακλαστικών και κατ’ επέκταση πολλαπλασιασμού των προσκομμάτων, που ούτως ή άλλως υπάρχουν στη συλλογική λειτουργία του ΝΑΤΟ.
Εκτεταμένες ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Ευρώπη είναι προφανώς απίθανες με τα παρόντα δεδομένα, αλλά οι μπλόφες και η καλλιέργεια φόβου αποτελούν εργαλεία αποσάθρωσης των συνεκτικών δεσμών μεταξύ των νατοϊκών χωρών. Το μήνυμα της Ρωσίας, σύμφωνα με το οποίο «ουδείς είναι ασφαλής ελλείψει της αμερικανικής στρατηγικής ομπρέλας», ενδέχεται να μην ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, αλλά τα συγκαιρινά στρατηγικά δεδομένα επιτρέπουν τη μετάδοσή του.
Η Πολωνία, όπως και οι Βαλτικές Χώρες ή και η Ρουμανία, συνιστούν δρώντες που έχουν πρωταγωνιστήσει στην υιοθετηθείσα αντιρωσική πολιτική της Δύσης και ως εκ τούτου, η νέα αμερικανική πολιτική αφήνει έκθετες τις ηγεσίες τους. Η κατάσταση επιτείνεται καθόσον οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, δε διαθέτουν ούτε κατ’ ελάχιστο τις δυνατότητες μονομερούς προβολής ισχύος στα ανατολικά σύνορα του ΝΑΤΟ προς εξισορρόπηση της Μόσχας, ενώ άλλοι δρώντες καταθέτουν έναν διαφορετικό οδικό χάρτη για τη διαχείριση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Ωστόσο, εφόσον η Ρωσία «δικαιολογείται» να εκμεταλλεύεται γεωστρατηγικές ευκαιρίες, μήπως το ίδιο ισχύει και με τη Δύση, η οποία «έχει κατηγορηθεί» για την ανεξέλεγκτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς ως θρυαλλίδα έξαρσης των ρωσικών διλημμάτων ασφαλείας; Όπως προαναφέρθηκε, οι Μεγάλες Δυνάμεις μεγιστοποιούν αενάως την ισχύ τους με σκοπό την πλήρωση κενών έως ακόμη και την εκ προοιμίου εδραίωσή τους με ορίζοντα πιθανές μελλοντικές ανάγκες εξισορροπήσεων.
Οι Η.Π.Α., απολαμβάνοντας τη «μονοπολική στιγμή» της δεκαετίας του ’90, δύναντο να δημιουργήσουν μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας, η οποία θα περιλαμβάνει τη Ρωσία, δεδομένης της τότε ισχνής θέσης της Μόσχας, αλλά και του τότε υπό διαμόρφωση προτάγματος ανάσχεσης νέων αναδυόμενων ανταγωνιστών όπως η Κίνα. Αντ’ αυτού, η Ουάσιγκτον προτίμησε να πιέσει περαιτέρω τη Ρωσία, της οποίας ειρήσθω εν παρόδω η εξαΰλωση είναι αδύνατη εξαιτίας του πυρηνικού οπλοστασίου της, επεκτείνοντας τις νατοϊκές δομές στην Ανατολική Ευρώπη και μάλιστα, με προοπτική ένταξης νεότευκτων κρατών που συνιστούν το ζωτικής σημασίας Εγγύς Εξωτερικό της Μόσχας. Με άλλα λόγια, οι Μεγάλες Δυνάμεις μεγιστοποιούν την ισχύ τους διαρκώς και εκμεταλλεύονται γεωστρατηγικές ευκαιρίες, αλλά το πράττουν ορθολογικά και βάσει μιας συντεταγμένης συλλογιστικής διασφάλισης των κεκτημένων τους σε επίπεδο διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας.
Η Προεδρία Τραμπ, στην προσπάθειά της να αναδιατάξει τις στρατηγικές προτεραιότητες των Η.Π.Α., οδηγείται σε έναν τουλάχιστον επιχειρησιακό απεγκλωβισμό από το ουκρανικό, στο οποίο αντιθέτως οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις εγκλωβίζονται ολοένα και περισσότερο. Προς τούτο, η εν λόγω αδυναμία αναπροσαρμογής από ευρωπαϊκής πλευράς γεννά τα προαναφερθέντα παράθυρα ευκαιρίας για τη Ρωσία και αυτά θα υπογραμμίζονται με εμφατικό τρόπο, όσο το ΝΑΤΟ ως θεσμική δομή θα βρίσκεται ενώπιον λειτουργικών και ουσιαστικών ζητημάτων, όπως η ενεργοποίηση του Άρθρου 4, την οποία ζήτησε η Πολωνία.