Η ουκρανική σύγκρουση έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί ένα περιφερειακό ζήτημα. Από το 2014 και ειδικά μετά την εισβολή του 2022 εξελίχθηκε σε πεδίο δοκιμής της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ισχύος, όπου αντιπαρατίθενται η αμερικανική ηγεμονία, η ρωσική αναθεώρηση και η κινεζική άνοδος. Αποτελεί πλέον σημείο καμπής για τη διεθνή ισορροπία ισχύος και πεδίο όπου δοκιμάζονται τα όρια της αμερικανικής και ρωσικής στρατηγικής. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί, ύστερα από τόσα χρόνια πολέμου, η Ρωσία δεν προχωρά σε μία γενικευμένη επίθεση προκειμένου να τερματίσει οριστικά τη σύγκρουση, ούτε εμποδίζει αποφασιστικά τη δυτική υποστήριξη προς το Κίεβο. Η απάντηση δεν εντοπίζεται μόνο σε στρατιωτικούς περιορισμούς που η Μόσχα αναμφίβολα αντιμετωπίζει, αλλά και σε μια βαθύτερη στρατηγική λογική φθοράς και προσαρμογής η οποία αποσκοπεί στη διαμόρφωση της θέσης της Ρωσίας μέσα στο νέο διεθνές σύστημα ισχύος που αναδύεται.

Ακολουθώντας αυτή τη λογική, η Ρωσία επιλέγει μια σταδιακή και ελεγχόμενη πορεία επιχειρήσεων, αποφεύγοντας κινήσεις που θα οδηγούσαν σε ολοκληρωτική σύγκρουση ή θα προκαλούσαν άμεση δυτική εμπλοκή. Η στρατηγική της δεν στοχεύει στη γρήγορη κατάκτηση εδαφών, αλλά στη διαχείριση του χρόνου και της φθοράς ως εργαλείων ισχύος, υπηρετώντας ευρύτερους γεωπολιτικούς σκοπούς.

Advertisement
Advertisement

Μέρος αυτής της στρατηγικής είναι η φθορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της Μόσχας. Επιδιώκει να αποδυναμώσει την ενότητα και τη λειτουργική συνοχή της, γνωρίζοντας ότι μια κατακερματισμένη Ευρώπη θα καταστεί πιο εξαρτημένη ενεργειακά και οικονομικά. Η ενεργειακή κρίση και οι κοινωνικές αντιθέσεις έχουν ήδη μειώσει την ικανότητα των Βρυξελλών να λειτουργούν ως ενιαίος πόλος ισχύος. Η Ρωσία εκμεταλλεύεται αυτή την κόπωση, επιδιώκοντας να καταστεί ως τη μελλοντική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ως κρίκο σύνδεσης με την Κίνα, προετοιμάζοντας τη θέση της στο υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η σιωπηρή συνεννόηση με την Ουάσιγκτον υπό την προεδρία Τραμπ. Οι δύο πλευρές φαίνεται να διατηρούν ένα περιβάλλον αμοιβαίας ανοχής, όπου η διαχείριση της έντασης γίνεται με όρους πολιτικοοικονομικού κέρδους. Ο Τραμπ, επιδιώκοντας την αναδιάρθρωση της αμερικανικής ισχύος, προωθεί την πώληση οπλικών συστημάτων και την αποκομιδή οφελών από τη διαρκή κατάσταση ημιπολέμου, χωρίς να εμπλέκει άμεσα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πλαίσιο αυτό λειτουργεί σιωπηρά, με επίγνωση ότι η διαχείριση της σύγκρουσης μπορεί να αποφέρει κέρδη και στις δύο πλευρές στο πλαίσιο ενός άτυπου συμφωνημένου πλαισίου για την μεταπολεμική  Ουκρανία. Η Ρωσία, επομένως, σταθμίζει προσεκτικά την ισορροπία ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Γνωρίζει ότι μια ασύμμετρη ενέργεια θα εξέθετε τον Τραμπ και θα ανάγκαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να απαντήσουν για να διαφυλάξουν το κύρος τους ως ηγεμονική δύναμη. Η Μόσχα, που φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως ρυθμιστής ανάμεσα στους δυο συνασπισμούς, αποφεύγει να διαρρήξει αυτή την ισορροπία, επενδύοντας στη μελλοντική της θέση στο νέο διεθνές ισοζύγιο ισχύος.

Ταυτόχρονα, η Μόσχα υιοθετεί μια στρατιωτική τακτική βασισμένη στη λογική της παραπλάνησης και του ελέγχου πληροφοριών. Κρατά δυνάμεις σε εφεδρεία, προετοιμαζόμενη για ένα ενδεχόμενο εκτροχιασμό με τη Δύση, ενώ αποκρύπτει τις πραγματικές δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεών της. Ο πόλεμος λειτουργεί ως μέσο παρατήρησης και δοκιμής. Η Ρωσία (όπως και η δύση) αξιοποιεί την Ουκρανία ως εργαστήριο στρατιωτικής τεχνολογίας, εξετάζοντας την απόδοση νέων πυραυλικών συστημάτων, ηλεκτρονικού πολέμου, drones και τεχνολογιών αναγνώρισης. Παράλληλα, μελετά την αποτελεσματικότητα των δυτικών όπλων που επιχειρούν στο πεδίο και παρακολουθεί τη συνοχή του Δυτικού συνασπισμού. Η προσέγγιση αυτή την καθιστά στρατηγικά ευέλικτη και τεχνολογικά πιο προετοιμασμένη για μελλοντικές αναμετρήσεις.

Στο εσωτερικό μέτωπο, η ρωσική κοινωνία έχει υποστεί σημαντικές μεταβολές. Η δυτικοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών προτύπων έχει περιορίσει την ανοχή της κοινής γνώμης σε μαζικές απώλειες ή σε ένα ενδεχόμενο γενικής επιστράτευσης. Μια τέτοια απόφαση θα προκαλούσε εσωτερικούς τριγμούς και πολιτική αστάθεια. Η απροθυμία αυτή προκύπτει από αδυναμία, δηλαδή από την ανάγκη του Κρεμλίνου να διατηρήσει κοινωνική συνοχή και πολιτικό έλεγχο, αποφεύγοντας κάθε ρήγμα που θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την εσωτερική δομή εξουσίας.

Αυτή η στρατηγική συνοδεύεται από ένα αφήγημα αυτοκρατορικής συνέχειας. Ως δύναμη με ιστορικό βάθος και αυτοκρατορική ταυτότητα, η Ρωσία δεν επιθυμεί να φαίνεται ότι αντιμετωπίζει εσωτερικές δυσκολίες. Θεωρεί το Ουκρανικό εσωτερική υπόθεση και όχι πόλεμο, γι’ αυτό και το αποκαλεί ειδική επιχείρηση σε αυτό το πλαίσιο για τον πρόεδρο Πούτιν, ο Ζελένσκι θεωρείται προδότης και όχι συνομιλητής, στοιχείο που εξηγεί την απόλυτη άρνηση της Μόσχας να νομιμοποιήσει την ουκρανική ηγεσία μέσα από πολιτική διαδικασία.

Συνολικά, η Ρωσία διαχειρίζεται το ουκρανικό μέτωπο ως εργαλείο στρατηγικής θέσης στο νέο διεθνές σύστημα. Επιδιώκει τη φθορά της Ευρώπης, τη διατήρηση των διαύλων με την Ουάσινγκτον του Τραμπ, την απόκρυψη στρατιωτικών δυνατοτήτων, τη δοκιμή τεχνολογιών και τη σταθερότητα στο εσωτερικό της. Μέχρι να αλλάξουν οι διεθνείς ισορροπίες, μια γενικευμένη επίθεση παραμένει για τη Μόσχα επιλογή υψηλού ρίσκου και χαμηλής απόδοσης.

Advertisement

Η Ρωσία έχει σύμμαχο τον χρόνο και την υπομονή, όπως έλεγε ο στρατηγός Μιχαήλ Κουτούζωφ στο Πόλεμος και Ειρήνη του Λέων Τολστόι,  ο χρόνος και η υπομονή είναι οι ισχυρότεροι στρατιώτες μου. Η φράση αυτή εκφράζει την ουσία της ρωσικής στρατηγικής κουλτούρας. Στόχος λοιπόν δεν είναι η ταχεία κατάληψη, αλλά η οργανική κατάρρευση ολόκληρου του ουκρανικού μετώπου. Επιπλέον η Ρωσία γνωρίζει ότι οι στρατηγικοί της στόχοι θα επιτευχθούν μόνο όταν ελέγξει την Οδησσό. Με την κατάληψη της Οδησσού, θα αποκτήσει άμεση και ευνοϊκή γεωγραφική πρόσβαση στην Υπερδνειστερία συνδέοντας την με την ενδοχώρα, ενισχύοντας καθοριστικά τη θέση της στη Μαύρη Θάλασσα και αποκτώντας πρόσβαση στη Μολδαβία και την ευρύτερη περιοχή. Έτσι, η Υπερδνειστερία παύει να αποτελεί αδύναμο κρίκο και μετατρέπεται σε κομβικό σημείο μεταξύ στρατηγικής συνέχειας και θεσμικής σταθερότητας. Μόνο έτσι θα εξουδετερώσει οριστικά τη δυνατότητα της Ουκρανίας να χρησιμοποιηθεί ξανά ως εργαλείο πίεσης από τη Δύση. Η Μόσχα αντιμετωπίζει την Ουκρανία ως ιστορική εξέδρα εισβολών προς τη ρωσική ενδοχώρα, και άρα επιδιώκει να την αδρανοποιήσει γεωστρατηγικά.

Το γιατί όλα αυτά συμβαίνουν τώρα συνδέεται με το μεταβατικό στάδιο του διεθνούς συστήματος. Κάθε φορά που το σύστημα ισχύος μεταβάλλεται δημιουργούνται ρήγματα. Σε τέτοια ρήγματα οι μεγάλοι δρώντες σπεύδουν να επιβάλουν τη δική τους πραγματικότητα στο πεδίο πριν σταθεροποιηθεί η νέα παγκόσμια ισορροπία. Η Μόσχα αντιλαμβάνεται αυτή τη συγκυρία ως ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για να επιλύσει οριστικά τα διαχρονικά της ζητήματα και να κατοχυρώσει τη θέση της στο νέο διεθνές σύστημα που αναδύεται.

Κατά την εκτίμησή μου, το ευρύτερο πλαίσιο των αμερικανορωσικών σχέσεων έχει σε μεγάλο βαθμό ήδη συμφωνηθεί από τη σύνοδο της Αλάσκας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ουκρανική διένεξη, η οποία αντιμετωπίζεται όχι ως αυτόνομο γεγονός αλλά ως παράγοντας  διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Μόσχα. Οι εξελίξεις αυτές αποκτούν ταυτόχρονα υπερεθνική διάσταση, καθώς συνδέονται με μια διαδικασία αναδιαμόρφωσης της διεθνούς τάξης. Η Αλάσκα δεν είναι η Γιάλτα, αλλά ο δρόμος που οδηγεί σε μια νέα Γιάλτα, με πιθανή κορύφωση μια τριμερή συνάντηση ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ, τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ. Εκείνο που δεν έχει ακόμη καθοριστεί είναι οι λεπτομέρειες της μεταπολεμικής Ουκρανίας και ειδικότερα ο διαμοιρασμός των κερδών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Όσα παρακολουθούμε σήμερα στο πεδίο, από το νέο πακέτο κυρώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τη συζήτηση για την επιχειρησιακή παρουσία των Tomahawk, συνιστούν μια άτυπη διαπραγμάτευση πάνω στο ουκρανικό μέτωπο. Η διένεξη λειτουργεί πλέον ως καθρέφτης ισορροπίας συμφερόντων, όπου κάθε στρατιωτική κίνηση αντανακλά έναν πολιτικό υπολογισμό.

Advertisement

Σε αυτό το διαπραγματευτικό περιβάλλον αποκτά νόημα το ερώτημα αν ο Τραμπ αλλάζει πραγματικά στάση στο ουκρανικό μέτωπο, κάτι που αναλύεται στο Μέρος ΙΙ με τίτλο: Στρατηγική Τραμπ στο Ουκρανικό, Οπλικά συστήματα και Διαπραγμάτευση