Δεν είναι οι 80.000 θέσεις εργασίας που δεν έχουν καλυφθεί ακόμη στον τουριστικό τομέα. Δεν είναι που πολλοί Έλληνες αδυνατούν να κάνουν διακοπές στον τόπο τους. Είναι που οι ορδές τουριστών που συρρέουν αδιάκοπα και φέτος δεν πτοούνται ούτε από πόλεμο, ούτε από καύσωνα, ούτε από τις υψηλές τιμές που δεν αντιστοιχούν στη φιλοσοφία value for money.

Ενώ η απάντηση στην ερώτηση κάλυψης των κενών θέσεων είναι ήδη γνωστή, οι επιχειρηματίες του τουρισμού αρνούνται να την εφαρμόσουν, διακινδυνεύοντας να βγάλουν τη σεζόν με ξενοδοχεία πολλών αστέρων και καταλύματα πολυτελείας για λίγους εντελώς υποστελεχωμένα. Οι προσφερόμενοι μισθοί για τα κατώτερα στελέχη είναι δυσανάλογοι με την εποχικότητα της εργασίας, η στέγασή τους στις περισσότερες των περιπτώσεων ντροπιάζει τα αστέρια που φέρουν ως κράχτη πλουσίων πελατών, όσο για την διατροφή, το «περί ορέξεως» δεν έχει καμία εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς το μενού είναι φτωχό, με μικρές μερίδες, ενώ σε αρκετά καταλύματα το βραδινό είναι ένα σάντουιτς.

Advertisement
Advertisement

Μεσούντος του Ιουλίου, οι αγγελίες με πλείστες κενές θέσεις εργασίας δίνουν την δυνατότητα στους απογοητευμένους υπαλλήλους να αλλάξουν εργασιακό περιβάλλον, ελπίζοντας και προσβλέποντας σε κάτι καλύτερο. Μέχρι να απογοητευτούν και από αυτό. Και φέτος αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στον τουριστικό τομέα συμβαίνει με ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα, επειδή οι εργαζόμενοι και ειδικά η Gen Z, λαμβάνουν υπερβολικά υπόψιν την ψυχική τους υγεία. Διευθυντές Τμημάτων και ξενοδοχείων έχουν ήδη «βαρέσει μπιέλα», «τα έχουν ήδη παίξει» από τον Ιούνιο. Η πίεσή τους στα άτομα που έχουν αφήσει τα σπίτια τους για ένα εισόδημα πρόσκαιρο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον τουριστικό τομέα, είναι αφόρητη. Αν κάποιοι από αυτά καταφέρουν και τη γλυτώσουν από τις κρίσεις πανικού, το ολοένα και αυξανόμενο στρες και την έλλειψη ψυχαγωγίας, η σωματική κόπωση θα περάσει από πάνω τους σαν οδοστρωτήρας.

Ξενοδοχεία και κάθε είδους καταλύματα δουλεύουν πλέον στον αυτόματο πιλότο, αφού η εκπαίδευση από τα μεσαία στελέχη στα κατώτερα είναι ελλιπής, γίνεται με σπασμένα νεύρα και υπομονή μηδέν. Πρέπει να θεωρούν πως απευθύνονται σε ρομπότ και όχι σε ανθρώπους που χρειάζονται ένα μίνιμουμ χρονικό διάστημα απορρόφησης των πάρα πολλών γνώσεων που καλούνται να κατακτήσουν μέσα σε ελάχιστες ημέρες. Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί το γεγονός ότι στον τουρισμό δουλεύουν άτομα με καθόλου προϋπηρεσία, για ένα χαρτζιλίκι που μόλις το αποκτήσουν γίνονται καπνός, αφήνοντας στο έλεος τους πάντες και τα πάντα, άτομα διαφορών ειδικοτήτων (οικοδόμοι ως γκρουμ, δεν μιλάνε αγγλικά, δεν γνωρίζουν στοιχειώδη συμπεριφορές), άτομα για μια «αρπαχτή» που δημιουργούν κακή εικόνα  για το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν, αμαυρώνοντας κάθε μελλοντική πιθανότητα μεταστροφής της κοινής γνώμης για αυτό.

Με απουσία ενσυναίσθησης, ένα αόρατο μαστίγιο πλανάται πάνω από τα πολύ νεαρά άτομα που ταξιδεύουν με κάθε μέσο προκειμένου να κολλήσουν ένσημα, δουλεύοντας στον τουριστικό τομέα. Σε συνθήκες τις περισσότερες φορές απάνθρωπες, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω και όταν αυτό που ενδιαφέρει ένα ξενοδοχείο είναι μόνο η κριτική των επισκεπτών και όχι τα παράπονα των εργαζομένων που δεν θα βρουν ποτέ το δίκιο τους, τότε μιλάμε για μια μονοσήμαντη και δυσβάστακτη κατάσταση που θα παραμείνει μη διαχειρίσιμη και το επόμενο καλοκαίρι. Είναι αδύνατον ένας δυσαρεστημένος εργαζόμενος να αποδώσει τα μέγιστα.

Αν κάθε καλοκαίρι κρίνουμε τα κακώς κείμενα της τουριστικής απασχόλησης στη χώρα μας και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας (για την οποία όλοι γνωρίζουν τι συμβαίνει και κανείς δεν μιλάει) και αν το μόνο επίτευγμα της κυβέρνησης είναι οι δηλωμένες ώρες υπερωριών, που δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές, τότε ας μην απορούμε γιατί οι Έλληνες προτιμούν να τους λένε τεμπέληδες παρά να υποτιμούν τη νοημοσύνη τους εργαζόμενοι μακριά από τα σπίτια τους για τη σεζόν.

Η Γκέλη Ντηλιά είναι αριστούχος απόφοιτος της Τουριστικής Σχολής Άργους, με επιμόρφωση στο Ξενοδοχειακό Μάνατζμεντ από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.