Γίνεται πράγματι μεγάλη συζήτηση για το αν ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αλλάξει στάση απέναντι στο ουκρανικό μέτωπο. Ωστόσο, μια προσεκτική ανάλυση δείχνει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική μεταστροφή. Ο Τραμπ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία όχι ως απομονωμένο γεγονός, αλλά ως κομμάτι μιας πολύ ευρύτερης στρατηγικής αλυσίδας.
Πρώτος του στόχος είναι η ρυμούλκηση της Ρωσίας δυτικότερα. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να αποδυναμώσει την κινεζική επιρροή και να περιορίσει την εμβέλεια του Πεκίνου στην Ευρασία. Η Ουκρανία αποτελεί, σε αυτό το πλαίσιο, εργαλείο πίεσης και όχι αυτοσκοπό. Εάν η Ρωσία απομακρυνθεί από τη σινοκεντρική επιρροή, η Ουάσιγκτον θα έχει επιτύχει έναν από τους κεντρικούς της στόχους.
Δεύτερος του στόχος είναι η διάρρηξη του άξονα του Παγκόσμιου Νότου που συγκροτείται γύρω από τη Ρωσοσινική συμμαχία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Αυτό το δίκτυο λειτουργεί ως αντίβαρο στο δυτικό σύστημα ισχύος και υπονομεύει την αμερικανική επιρροή σε Ασία, Αφρική και Μέση Ανατολή. Για να το αποδυναμώσει, ο Τραμπ χρειάζεται τη Μόσχα να είναι δυτικότερα, όχι απέναντι.
Η προσέγγισή του δεν έχει μεταβληθεί, απλώς προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Αν ερχόταν σε ρήξη με τη Ρωσία, θα κατέρρεε ολόκληρο το στρατηγικό του σχέδιο. Για να προσελκύσει τη Ρωσία στη δυτική τροχιά, πρέπει να της προσφέρει κάποιο ουσιαστικό όφελος. Το όφελος αυτό μπορεί να εκφραστεί μόνο μέσα από ικανοποίηση (σε κάποιο βαθμό) των ρωσικών απαιτήσεων στο ουκρανικό.
Από την άλλη πλευρά η Ουκρανία για τη Μόσχα είναι ζήτημα υπαρξιακό. Για τον Πούτιν, η απώλειά της σημαίνει στρατηγική περικύκλωση και ιστορική ταπείνωση. Ο Τραμπ, γνωρίζοντας αυτή την υπαρξιακή ευαισθησία, επιλέγει να κινηθεί με ρεαλισμό και όχι με ιδεολογικά κριτήρια. Αναγνωρίζει πως καμία συμφωνία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τη Ρωσία ικανοποιημένη στο επίπεδο ασφάλειας και κατ’ επέκταση στο επίπεδο της επιρροής της.
Κατά την εκτίμηση μου η φαινομενική «αλλαγή στάσης» του Αμερικανού προέδρου παραμένει επικοινωνιακή και όχι ουσιαστική. Εντάσσεται στη λογική ενός πολέμου συμφερόντων όπου ρητορική και πράξεις λειτουργούν συνδυαστικά ως μέσα πίεσης στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, όπως το 19ο πακέτο κυρώσεων και η συζήτηση για την επιχειρησιακή παρουσία των Tomahawk. Η στάση του Τραμπ παραμένει εργαλειακή και όχι μετατοπισμένη, καθώς η Ουκρανία εξακολουθεί να αποτελεί για εκείνον πεδίο ενός ευρύτερου γεωπολιτικού σχεδίου και όχι αυτόνομο ζήτημα. Η φαινομενική αλλαγή στάσης του Τραμπ λοιπόν εξηγείται μέσα από δύο παράλληλες διαστάσεις, τα όπλα και τη διαπραγμάτευση.
Σκέλος Πρώτο – Οπλικά συστήματα
Ο Τραμπ δεν πουλά όπλα απλώς για λόγους στήριξης της Ουκρανίας αλλά για να υπηρετήσει τέσσερις κεντρικούς σκοπούς:
Πρώτο, επιχειρεί να συμμαζέψει τα δημόσια οικονομικά. Η εκτεταμένη αμυντική παραγωγή και οι εξαγωγές οπλικών συστημάτων ενισχύουν τη ρευστότητα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και περιορίζουν τα ελλείμματα. Η οικονομία του πολέμου μετατρέπεται σε μηχανισμό εσωτερικής σταθερότητας.
Δεύτερο, έχοντας ανοικτά μέτωπα σε εσωτερικό, περιφερειακό και εξωτερικό επίπεδο επιδιώκει να εξευμενίσει την αμερικανική πολεμική βιομηχανία. Οι εταιρείες αμυντικών συμβολαίων αποτελούν ζωτικό πυλώνα του αμερικανικού συστήματος ισχύος και επηρεάζουν άμεσα την πολιτική ισορροπία στην Ουάσινγκτον. Άρα στο ενδεχόμενο κλεισίματος του ουκρανικού μετώπου ο Τραμπ φροντίζει να διατηρεί ζήτηση για αμερικανικά οπλικά συστήματα σε άλλες αγορές με στόχο να συνεχιστεί η ροή παραγγελιών. Μέσα από την τροφοδότηση ευρωπαϊκών εξοπλιστικών αναγκών εξασφαλίζει την υποστήριξη της πολεμικής βιομηχανίας και την εγχώρια οικονομική δυναμική που απαιτείται για να στηρίξει το πρόγραμμά του.
Τρίτο, η συνεχιζόμενη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία και την Ευρώπη λειτουργεί επικοινωνιακά. Προβάλλει μια εικόνα ηγέτη που δεν είναι υποχείριο της Μόσχας, απορρίπτοντας την κατηγορία ότι «υποστηρίζει τον Πούτιν». Με αυτόν τον τρόπο συντηρεί την πολιτική του αξιοπιστία στο εσωτερικό και αποτρέπει τη Δύση από το να τον θεωρεί αδύναμο κρίκο της συλλογικής άμυνας.
Τέταρτο, μέσα από αυτή την πολιτική των ελεγχόμενων εξοπλισμών, διατηρεί ένα ανοικτό κανάλι επικοινωνίας με τις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Η διαχείριση της στρατιωτικής βοήθειας λειτουργεί ως μοχλός διαπραγμάτευσης και πολιτικής επιρροής πάνω στους συμμάχους. Ο Τραμπ χρησιμοποιεί τα οπλικά συστήματα όχι μόνο ως μέσο αποτροπής αλλά και ως διπλωματικό χαρτί για να διατηρεί ισορροπία ανάμεσα στη συνεργασία με τη Ρωσία και τη συνοχή της Δύσης.
Η στρατηγική του επομένως δεν είναι αντιφατική, αλλά πολυεπίπεδη. Πίσω από κάθε αποστολή όπλων κρύβεται μια πράξη ισορροπίας ανάμεσα στην αμερικανική οικονομία, το βιομηχανικό σύμπλεγμα, την ευρωπαϊκή ενότητα και τη ρωσική ανοχή. Στο επόμενο τμήμα, η ανάλυση μεταφέρεται στη δεύτερη διάσταση της στρατηγικής του, τη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα, όπου αποκαλύπτεται η ουσία της προσέγγισής του στο ουκρανικό ζήτημα.
Δεύτερο Σκέλος – Διαπραγμάτευση
Για τον Ντόναλντ Τραμπ η Ουκρανία δεν είναι απλώς πεδίο μάχης αλλά διαπραγματευτικό asset. Ένα εργαλείο με το οποίο μπορεί να διαμορφώσει τους όρους της επόμενης ημέρας. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στο ουκρανικό μέτωπο αποτελεί τυπικό παράδειγμα μόχλευσης ισχύος στο πλαίσιο της υψηλής στρατηγικής. Ο Τραμπ χρησιμοποιεί τον Ζελένσκι ως μοχλό πίεσης απέναντι στον Πούτιν, όχι για να τον συντρίψει, αλλά για να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος.
Η λογική είναι καθαρά πραγματιστική. Για να καθίσει η Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον διαμερισμό ή τη διευθέτηση της Ουκρανίας, πρέπει να έχει απέναντί της μια Ουκρανία που να αντιστέκεται, όχι ένα μέτωπο που έχει ήδη καταρρεύσει. Εάν η Ρωσία καταλάβει πλήρως την Ουκρανία, δεν θα έχει λόγο να διαπραγματευτεί. Ο Τραμπ γνωρίζει ότι η διαπραγμάτευση χρειάζεται «πίεση» γι’ αυτό και διατηρεί ελεγχόμενη ροή όπλων προς το Κίεβο, ώστε να κρατά ζωντανό το μέτωπο, χωρίς όμως να το ενισχύει σε βαθμό που να προκαλεί ευθεία σύγκρουση με τη Μόσχα.
Από την άλλη πλευρά, τίθεται το ερώτημα γιατί ο Πούτιν να θελήσει να στραφεί δυτικότερα. Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο το γεωπολιτικό του περιβάλλον. Ρωσία και Κίνα μοιράζονται τον ίδιο γεωπολιτικό χώρο της Ευρασίας, άρα και τις ίδιες σφαίρες επιρροής. Αυτό δημιουργεί εγγενείς τριβές. Παρά την προσωρινή συνεργασία τους, υπάρχει στρατηγική δυσφορία μεταξύ των δύο δυνάμεων. Η Μόσχα δεν επιθυμεί να μετατραπεί σε δορυφόρο του Πεκίνου, ενώ το Πεκίνο διεκδικεί εμπορική και τεχνολογική ηγεμονία που περιορίζει το ρωσικό βάρος. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων καθιστά ελκυστικό για τη Ρωσία το ενδεχόμενο μιας επιλεκτικής προσέγγισης με τη Δύση, ιδίως εφόσον της εξασφαλίζει κέρδος και ασφάλεια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη ενίσχυση των σχέσεων της Μόσχας με τη Βόρεια Κορέα. Η Ρωσία στρέφεται εκεί όχι γιατί θεωρεί την Πιονγιάνγκ ισότιμο εταίρο, αλλά γιατί επιδιώκει να ισορροπήσει την κινεζική επιρροή στην Άπω Ανατολή και να αποκτήσει πρόσβαση σε εναλλακτικά στρατιωτικά και ενεργειακά δίκτυα εκτός Πεκίνου. Με αυτό τον τρόπο στέλνει μήνυμα ότι παραμένει ανεξάρτητος πόλος, ικανός να κινηθεί αυτόνομα σε ένα περιβάλλον πολλαπλών εξαρτήσεων.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά τη διάρθρωση των συνασπισμών. Από τη μία πλευρά βρίσκεται ο δυτικός συνασπισμός με ηγεμόνα τις Ηνωμένες Πολιτείες και από την άλλη ο άξονας του Παγκόσμιου Νότου, στον οποίο συμμετέχουν Ρωσία, Κίνα, Ιράν και Βόρεια Κορέα. Όμως, ο δεύτερος αυτός συνασπισμός δεν έχει αποκρυσταλλωμένο ηγεμόνα ακόμη. Αυτή η ασυμμετρία γεννά εσωτερικές τριβές και καθιστά ρεαλιστική την πιθανότητα ρωσικής προσέγγισης με τη Δύση.
Η διαπραγμάτευση επομένως δεν περιορίζεται στην Ουκρανία. Αφορά το συνολικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης της ισχύος. Ο Τραμπ γνωρίζει ότι ο Πούτιν αναζητά έναν νέο ρόλο για τη Ρωσία, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Επιδιώκει να μετατρέψει αυτή την επιθυμία σε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, προσφέροντάς του μερική ικανοποίηση στο ουκρανικό ζήτημα με αντάλλαγμα τη σταδιακή απόσυρση της Μόσχας από την κινεζική τροχιά. Αυτός είναι ο πυρήνας της στρατηγικής του, όχι αλλαγή θέσης, αλλά διαχείριση ισορροπιών μέσα από την τέχνη της διαπραγμάτευσης.
Η στρατηγική του Τραμπ στο ουκρανικό μέτωπο βασίζεται στη μόχλευσης ισχύος και στην πολιτική εξισορρόπησης. Μέσα από τα οπλικά συστήματα εξυπηρετεί την αμερικανική οικονομία, τη βιομηχανία και τη συνοχή του δυτικού συνασπισμού ενώ μέσω του ουκρανικού μετώπου γίνεται διαπραγμάτευση που επιχειρεί να ελέγξει τη Ρωσία και να τη μετακινήσει δυτικότερα. Πρόκειται για έναν πολυεπίπεδο χειρισμό που στηρίζεται στη διατήρηση επιλογών, στην αποφυγή άμεσης σύγκρουσης και στη χρησιμοποίηση της Ουκρανίας ως εργαλείου διαπραγμάτευσης για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού τοπίου.
Παρά ταύτα η στρατηγική αυτή ενέχει κινδύνους. Ο Τραμπ με συγκρουσιακή και συχνά παρορμητική συμπεριφορά, καλείται να διαχειριστεί ταυτόχρονα πολλαπλά μέτωπα. Σε ένα τόσο σύνθετο περιβάλλον η πιθανότητα υπεραντίδρασης ή λανθασμένου υπολογισμού παραμένει υπαρκτή. Αν ο Τραμπ χάσει την ισορροπία ανάμεσα στη διαχείριση της ισχύος και στη συγκράτηση της έντασης το σύστημα μπορεί να οδηγηθεί σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση.