Με αφορμή τη νέα μελέτη για την αποκατάσταση των όψεων του Μεγάρου της Βουλής, φέρνουμε στο φως άγνωστες λεπτομέρειες της λαμπρής τελετής θεμελίωσης των βασιλικών Ανακτόρων του ΄Οθωνα.
Ο Όθωνας έφθασε στις 25 Ιανουαρίου 1833 στην Ελλάδα για να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας. Μέχρι να μεταφερθεί το 1834 η πρωτεύουσα του κράτους στην Αθήνα διέμενε στο Ναύπλιο. Η Αθήνα ήταν ρημαγμένη πόλη γεμάτη ερείπια, με ελάχιστα σπίτια σπαρμένα εδώ και εκεί στους πρόποδες της Ακρόπολης, με δρόμους χωμάτινους, αρκετά δύσβατους και επικίνδυνους.
«Απαιτείται αληθινός ηρωϊσμός να διατρέχει κάποιος με άμαξα τους δρόμους των Αθηνών που είναι σκεπασμένοι με σωρούς λίθων και οικοδομικά υλικά και τόσο στενοί ώστε είναι δυσχερέστατο το πέρασμα της άμαξας, αδύνατη δε η στροφή. Αλλά και το περπάτημα είναι δύσκολο. Δρόμοι γεμάτοι λιθάρια, Σε κυριεύει φόβος» γράφει η παιδαγωγός της Αμαλίας, Ιουλία φον Νορδενφλικτ (Julia von Nordenflycht, 1786-1842), που την συνόδευσε στην Ελλάδα, σε μία από τις επιστολές της (31.3.1837) οι οποίες απευθύνονται προς επιστήθια φίλη της στο Ολντενμπουργκ (Oldenburg) της Γερμανίας και οι οποίες δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό της.
Τα αρχοντικά σπίτια ήταν ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Ο Οθωνας μετά την εγκατάσταση του στην Αθήνα το 1834, αναγκαστικά χρησιμοποίησε ως προσωρινό ανάκτορο του την μεγαλοαστική οικία του Χιώτη τραπεζίτη και πολιτικού, Αλεξάνδρου Κοντόσταυλου, μία από τις ελάχιστες μεγαλοπρεπείς οικοδομές της πρωτεύουσας, εκεί που στεγάστηκε αργότερα η Ελληνική Βουλή και σήμερα το Μουσείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας, στην οποία παρέμεινε περίπου δύο χρόνια.
Η ανάγκη της μόνιμης και ιδιόκτητης κατοικίας για τον βασιλιά ήταν επιβεβλημένη για πρακτικούς και συμβολικούς λόγους.
Η απόφαση οικοδόμησης ανακτόρων στην Πλ. Συντάγματος
Ο πατέρας του Όθωνα, λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, βρισκόταν στην Αθήνα από το 1835 και πέραν των πολιτικών θεμάτων του τόπου με τα οποία ασχολείτο ενεργότατα, μέλημα του ήταν και η οικοδόμηση του βασιλικού ανακτόρου.
Αν και υπήρξαν διάφορες προτάσεις για την τοποθεσία οικοδόμησης του νέου παλατιού, όπως του Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze) για τον Κεραμεικό, του Λούντβιχ Λάνγκε (Ludwig Lange) για τους πρόποδες του Λυκαβηττού, του Καρόλου Φρειδερίκου Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel) για την Ακρόπολη και των Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) για τη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σταδίου, την σημερινή πλατεία Ομονοίας, τελικά επικράτησε ως καλύτερη επιλογή η πρόταση του διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής, Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ (Friedrich von Gaertner 1791-1847).
Ο Γκαίρτνερ θεωρούσε ως καταλληλότερη τοποθεσία τον λόφο της Μπουμπουνίστρας, όπως ήταν γνωστός, που δέσποζε στο ανατολικό άκρο της πόλης, να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας.
Η τελετή θεμελίωσης των ανακτόρων
Στις 25 Ιανουαρίου 1836 με ευκαιρία την τρίτη ετήσια γιορτή της αφίξεως και αποβάσεως του Βασιλέως ΄Οθωνος στην Ελλάδα, την εορτή των «Αποβατηρίων» όπως ονομάστηκε, αποφασίστηκε να τεθεί και ο θεμέλιος λίθος των νέων ανακτόρων.
Όπως μας αποκαλύπτει η εφημερίδα «Αθηνά» στις 25 Ιανουαρίου 1836, το τελετουργικό εξελίχθηκε ως εξής: Η τελετή έγινε με μεγαλοπρέπεια και την προανήγγειλαν 26 κανονιοβολισμοί το προηγούμενο βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 1936 και 75 κανονιοβολισμοί το επόμενο πρωί, ανήμερα των εκδηλώσεων.
Το πρωί της 25ης Ιανουαρίου προηγήθηκε θεία λειτουργία στον ιερό ναό της Αγίας Ειρήνης, ο οποίος ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της Αθήνας, στην οποία παρέστησαν πρέσβεις των φιλικών Δυνάμεων και οι ανώτατες πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές. Στην συνέχεια ο βασιλιάς Όθωνας με τον πατέρα του, βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α΄, συνοδευόμενοι από τις πολιτικές Αρχές της χώρας και στρατιωτικό άγημα μετά μουσικής, μεταβήκανε στο χώρο που θα ανεγείρετο το παλάτι.
Ο χώρος είχε καταλλήλως προετοιμαστεί με την ανέγερση ενός πρόχειρου αμφιθέατρου που μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου 2000 άτομα ώστε οι επίσημοι προσκεκλημένοι να μπορούν καλύτερα να παρακολουθήσουν την τελετή. Εκεί ο μητροπολίτης Αττικής ευλόγησε για καλοτυχία και ευημερία τον θεμέλιο λίθο, που ήταν μαρμάρινη πλάκα η οποία έφερε την εξής επιγραφή: «Γη μήτερ, δέχου ευμενώς λίθον θέμεθλον, Όθωνος βασιλέως, εν δόμοις 1836» και ο Γραμματέας του Βασιλικού Οίκου εκφώνησε λόγο κατάλληλο για την περίσταση.
Μόλις τελείωσε η ομιλία πλησίασε τον βασιλιά Οθωνα ο αρχιτέκτονας Φρειδερίκος Γκαίρτνερ και του πρόσφερε το σχέδιο του παλατιού σε μεμβράνη στην οποία ήταν γραμμένος ο χρόνος της θεμελιώσεως και διάφορες άλλες πληροφορίες και η οποία ήταν τυλιγμένη σε φύλλο μολύβδου, (μέταλλο πολύ εύπλαστο που εμποδίζει την διάβρωση). Ο Οθωνας το παρέλαβε και τα παρέδωσε στον σεβαστό πατέρα του, ο οποίος πλησίασε και το τοποθέτησε στο σκάμμα του εδάφους που είχε ανοιχθεί για το τελετουργικό της θεμελίωσης. Ακολούθως ο Γκαίρτνερ πρόσφερε στον Όθωνα διάφορα χρυσά, ασημένια και χάλκινα νομίσματα. Ο Όθωνας με την σειρά του πρόσφερε μερικά και στον πατέρα του και τα εναπόθεσαν όλα στο σκάμμα. Πρόκειται για αρχαίο τελετουργικό, το λεγόμενο «ασήμωμα» όπου το νόμισμα μετατρεπόταν σε ανάθημα ως προσφορά θεμελίωσης για να είναι «σιδερένιο» το οικοδόμημα.
Σε πολλά μέρη έχει διατηρηθεί αυτό το έθιμο, τα δε νομίσματα μάζευαν κατόπιν οι εργάτες της οικοδομής. Τελευταίο εναποτέθηκε ένα μαλαματένιο ρολόι, το οποίο ως σύμβολο σχετίζεται με τον χρόνο, τη ζωή και τη θνησιμότητα, αλλά και την ανθεκτικότητα στο χρόνο και την ελπίδα για το μέλλον. Αμέσως μετά το σκάμμα επιχωματώθηκε. Τότε ο Γκαίρτνερ πρόσφερε στον ΄Οθωνα ένα ασημένιο μυστρί και πηλό τα οποία ο Όθωνας έδωσε στον πατέρα του ώστε εκείνος να βάλει πρώτος τον πηλό πάνω από τον σκεπασμένο λάκκο και ακολούθησε ο Όθωνας.
Στη συνέχεια, ο Γκαίρτνερ πρόσφερε στον Οθωνα ασημένιο σφυρί και με την ίδια τελετουργική διαδικασία ο Οθωνας το έδωσε στον πατέρα του για να δώσει εκείνος το πρώτο σφυρηλάτησμα. Δεύτερος ακολούθησε ο Οθωνας και μετά οι επίσημοι καλεσμένοι, οι οποίοι ένας – ένας έπαιρναν το σφυρί και έδιναν μία σφυριά εν μέσω επευφημιών του πλήθους, ενώ κανονιοβολισμοί ακούγονταν και παιάνιζε η μουσική.
Όπως μας πληροφορεί η ίδια εφημερίδα «Είναι αδύνατον να περιγράψουμε την διάχυτη συγκίνηση τις δύο στιγμές που ο βασιλιάς Λουδοβίκος αγκάλιασε με μεγάλη τρυφερότητα και φίλησε τον γιό του ευχόμενος υγεία και ευημερία στην νέα του κατοικία. Η πρώτη φορά ήταν μόλις ο Οθωνας του παρέδωσε τα σχέδια, τα έγγραφα και τα νομίσματα και η δεύτερη αφού τα εναπόθεσε δίπλα στο θεμέλιο λίθο. Τότε μάλιστα η βοή των επευφημιών έγινε με την μεγαλυτέρα θερμότητα και κατάνυξη της ψυχής των επευφημούντων» καταλήγει το δημοσίευμα.
Το ίδιο απόγευμα έγινε μεγάλη δεξίωση στο παλάτι με 500 καλεσμένους.
Η αποπεράτωση του κτιρίου διήρκεσε περίπου επτά χρόνια. Έτσι ο Οθωνας με την Αμαλία μετά τον γάμο τους, που τελέστηκε εν κρυπτώ στο τέλος του 1936 στην Γερμανία, εγκαταστάθηκαν στην οικία του Χιώτη μεγαλέμπορου, Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος και επειδή ο χώρος δεν επαρκούσε για να καλύψει τις απαιτήσεις διαβίωσης ενός βασιλικού ζεύγους, χρησιμοποιήθηκε και η διπλανή οικία του Γ. Αφθονίδη. Στο «παλάτι» αυτό διέμειναν μέχρι 25 Ιουλίου 1843, οπότε μετακόμισαν στο κτήριο που στεγάζει τη σημερινή Βουλή, στην Πλατεία Συντάγματος.
Τα Παλαιά Ανάκτορα σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας το 1910, αφού είχαν υποστεί και αρκετές ζημιές από πυρκαγιές και το 1884 και το 1909. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1922, χρησιμοποιήθηκαν σαν κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στη συνέχεια μετά από πάμπολλες και διαφορετικές χρήσεις, αποφασίστηκε από την Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1929, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή, η στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων.
Το κείμενο βασίστηκε κυρίως στο δημοσίευμα της εφημερίδας της εποχής, «Αθηνά» της 25ης Ιανουαρίου 1936, τεύχος 306 και σε βιβλιογραφικές πηγές.