Η Τουρκία ήταν εμφανώς ανώτερη σε ποιότητα και δύναμη και μόνον η υπέρβαση των παικτών και ένας τακτικός αιφνιδιασμός θα μπορούσε να αντιστρέψει την αναπόφευκτη τροπή των πραγμάτων.

Τίποτε από αυτά δεν ήρθε γιατί ο Αταμάν, που είναι κάτι σαν τον μπασκετικό Σουλεϊμάν, δεν άφησε τίποτε στην τύχη. Εξ άλλου επέλεξε να είναι παρών στους αγώνες της εθνικής και όταν χρειάστηκε την είχε αποκωδικοποιήσει αρκετά ώστε να μπει στο μυαλό προπονητή και παικτών, και να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά.

Advertisement
Advertisement

Η ήττα λοιπόν ήλθε. Υπήρξε ταυτόχρονα προϊόν της συγκυρίας, αλλά έχει και μεγάλο βάθος. Η Τουρκία του Ερντογάν χρησιμοποιεί τον αθλητισμό, συγκεκριμένα το μπάσκετ ίσως περισσότερο, για προβολή ισχύος. Έχει ξοδέψει λοιπόν απίστευτα εκατομμύρια την τελευταία 15ετια, και ακόμα αξιοποιεί αποφασιστικά και την διασπορά αλλά και την επιρροή της στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων για να αναδείξει ταλέντα. Και βέβαια την ισχυρή κοινότητα που πια διατηρεί στις ΗΠΑ. Αν κοιτάξει κάνεις την καταγωγή και την προέλευση αρκετών παικτών (άλλος από την Αλβανία, άλλος από το Τέτοβο, άλλος από το Κόσοβο, άλλος από την Τασκένδη και ένας πέμπτος -που δεν έπαιξε γιατί ήταν τραυματίας- από την Βοσνία) θα καταλάβει ότι πρόκειται περισσότερο για μια εθνική της πάλαι Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρά αμιγώς της Τουρκίας.

Υπάρχει και ιδεολογική παράμετρος καθώς ο σκληρός πυρήνας της ομάδας μοιράζεται τα αυτοκρατορικά όνειρα για τον τουρκικό 21ο αιώνα. Ο Αταμάν είναι στενός φίλος του Ερντογάν, ενώ ο Σεγκούν μετά τον αγώνα έκανε μια ανάρτηση με μια συνθετική ΤΝ φωτογραφία που δείχνει τον Κεμάλ με τους παίκτες της εθνικής γράφοντας “μα δεν θα ήταν ωραίος καιρός για θάλασσα;”, παραπέμποντας στο γνωστό μότο των Τούρκων ότι μας έμαθαν κολύμπι το 1922.

Αυτά διότι αν και το άθλημα μπορεί να κρατηθεί μακριά από όλα αυτά, η αντίπαλη ομάδα χθες δείχνει σαν να μη θέλει να το κρατήσει αθώο.

Πίσω στα δικά μας λοιπόν η Εθνική αιφνιδιάστηκε και είδε την ψυχολογία που έχτισε σε όλα τα προηγούμενα παιχνίδια να καταστρέφεται μέσα σε ένα δεκάλεπτο. Αν δεν γινόταν αυτό θα χτυπούσαμε το παιχνίδι πιο στα ίσια, και πάλι όμως θα ήταν δύσκολο να το πάρουμε.

Σε αντίθεση με την τουρκική ομάδα, που ας μην ξεχνάμε ότι ώσπου να δέσει βίωσε και εκείνη σκληρές ήττες και ταπεινωτικούς αποκλεισμούς, ο σκληρός πυρήνας της δικής μας ομάδας πλην Γιάννη, γράφει το κύκνειο άσμα της.

Και οι επόμενες γενιές δεν είναι αντίστοιχα ταλαντούχες. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια μία ή και δύο ελληνικές ομάδες είναι σταθερά στις 4 καλύτερες της Ευρώπης και πέρυσι κέρδισε και την Ευρωλίγκα, το ελληνικό μπάσκετ βιώνει μια κρίση διαρκείας.

Το γιατί το καταλαβαίνει κανείς αν θυμηθεί πώς τελείωσαν πέρυσι οι ελληνικοί τελικοί, και ιδίως αν παρακολουθεί μια ομάδα πέραν των δύο μεγάλων στο πρωτάθλημα ή στην Ευρώπη: επικράτηση Uber alles, ακόμα κι αν ισοπεδώνεται το άθλημα, 852 ξένοι να γεμίζουν το ρόστερ για να κόψουμε δρόμο προς την επιτυχία (ή την επίπλευση), καμία φροντίδα για το μέλλον σαν επένδυση στις υποδομές, χώρο για τους μικρότερους, παραγωγή εγχώριων παικτών.

Και μετά κάποιοι εκνευρίζονται με την ήττα και ζητούν και τα ρέστα, γιατί ακόμα και στα αθλητικά θα έπρεπε από την μια μέρα στην άλλη να μεταμορφωθούμε σε πρωταθλητές. Δίχως να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τίποτε από όσα έχουν κακοφορμίσει, και μας βυθίζουν.