Ο αγροτικός κόσμος βρίσκεται σε αναταραχή, και πέρα από την επιφάνεια των γεγονότων υπάρχει ένα υπόβαθρο κοινωνικής κρίσης και αναδιάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα στο οποίο πρέπει να ενσκύψουμε.
Αυτό που συμβαίνει στον πρωτογενή τομέα, σήμερα, είναι ότι εισέρχεται στην τελική του κρίση ένα σύστημα πολύ μικρής ατομικής ιδιοκτησίας, μαζί με τους παρασιτισμούς και τις στρεβλώσεις που έφερε μέσα του.
Βλέπει κανείς το ισοζύγιο των προϊόντων του αγροτικού τομέα όπου οι επιδόσεις σε ορισμένα από αυτά έχουν πετύχει για πρώτη φορά από δεκαετίες να ξεπερνούν τις εισαγωγές. Φρούτα και λαχανικά –η Ελλάδα είναι 3η σε εξαγωγές ακτινιδίου– ιχθυοκαλλιέργειες, βαμβάκι, λάδι και φέτα. Ωστόσο η ισορροπία παραμένει εύθραυστη, και τα τελευταία τρία προϊόντα είναι πολύ χαρακτηριστικά για το μείγμα δυνατοτήτων, στρεβλώσεων και αστοχιών που τον χαρακτηρίζουν: εξάγουμε ελαιόλαδο και βαμβάκι χύδην, με τους Ισπανούς και τους Ιταλούς να είναι πρώτοι στην τυποποίηση στο λάδι, και εμείς να εισάγουμε νήματα σε ό,τι αφορά στο βαμβάκι. Η φέτα, αντίθετα, την οποία εξάγουμε ως ΠΟΠ, αναγκαζόμαστε να εισάγουμε γάλα –συχνά άτυπα– για να υποστηρίξουμε την παραγωγή της.
Από την άλλη, ο πρωτογενής τομέας βιώνει μια φάση έντονης συρρίκνωσης, με τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις να μειώνονται, πολλούς αγρότες και κτηνοτρόφους να εγκαταλείπουν το επάγγελμα λόγω των υπέρογκων αυξήσεων στο κόστος παραγωγής, ή της χαμηλές τιμές αγοράς που επιβάλλουν οι μεσάζοντες, τον μέσο όρο ηλικίας των παραγωγών να αυξάνει διαρκώς, και την ύπαιθρο να ερημώνει.
Προφανώς και αυτό το αντιφατικό τοπίο κρύβει μέσα του μια αναδιάρθρωση υπέρ των μεγάλων μονάδων, οι οποίες με την κλίμακα και τα κεφάλαια που κινητοποιούν μπορούν να ελέγξουν τα κόστη και να εφαρμόσουν ευκολότερα τις (ακριβές από την άποψη του εξοπλισμού και των ειδικευμένων χειριστών που απαιτούν) καινοτομίες, να αντιμετωπίσουν το καρτέλ των μεσαζόντων ή να πετύχουν στην διαφοροποίηση των καλλιεργειών.
Αυτή η συγκεντροποίηση είναι αναπόφευκτη, δεδομένου ότι ο κλήρος στην Ελλάδα είναι πολύ μικρός και πολυδιασπασμένος. Δεν ήταν απαραίτητο ωστόσο να πάρει τον χαρακτήρα που πήρε, την βίαιη τροπή με τους δύο παράλληλους και αποκλίνοντες κόσμους των ανερχόμενων αγροκτηνοτροφικών business και ενός κόσμου που μένει πίσω και χάνεται.
Δεν είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Ήδη στο πλαίσιο του ευρύτερου προβληματισμού που συνοδεύει την παρούσα αντιπαράθεση, έχουν θιγεί οι περισσότερες πτυχές μιας εναλλακτικής πολιτικής:
– καθοριστική θα ήταν η προώθηση των συνεταιριστικών πρακτικών και των ομάδων παραγωγών για την θωράκιση των μικρών και των μεσαίων αγροτών, αρκεί να υπήρχε μέριμνα ώστε να μην αναβιώσουν μέσα σε αυτούς οι παθογένειες του 1980.
-Η αλλαγή του συστήματος ενισχύσεων και η σύνδεση με τα προϊόντα και την παραγωγικότητά τους, όχι μάλιστα με τις εκτάσεις, και την εικονικότητα που ευνοεί η «τεχνική λύση».
-Η διοχέτευση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης στην καινοτομία στο χωράφι, που θα άλλαζε τον χαρακτήρα της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής από εντάσεως εργασίας, και άρα θα μας λύτρωνε από την ανάγκη να εισάγουμε διαρκώς εργάτες γης, για να καλύψουν τις ανάγκες.
-Επίσης, η πλαισίωση όλων των παραπάνω με μια πολιτική αποκέντρωσης, και ενθάρρυνσης εισόδου νεών αγροτών και κτηνοτρόφων στο επάγγελμα, και της υιοθεσίας βέλτιστων, καινοτόμων πρακτικών από την πλευρά της. Κάτι που θα απαιτούσε μεταξύ άλλων το να τονίζεται η ευρύτερη πολιτιστική σημασία της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στην εκπαίδευση από όλες τις απόψεις –ιστορία, περιβάλλον, διατροφή.
«Δεν γίνονται αυτά από την μία μέρα στην άλλη», θα αντιτείνει κανείς. Σίγουρα όμως από το 2019 κι έπειτα θα μπορούσαν να τεθούν οι βάσεις ώστε σήμερα να βρισκόμαστε στην μέση του δρόμου, και όχι πάλι στην αρχή της. Και εδώ βρίσκονται οι μεγαλύτερες ευθύνες για την κυβέρνηση, η οποία είναι αλήθεια πως παρά την μεταρρυθμιστική μεγαλοστομία, συνθηκολόγησε.
Συνθηκολόγησε με το πολιτικό-πελατειακό δίκτυο διασπάθισης των ενισχύσεων που είναι διακομματικό μεν και εμπλέκει στους κόλπους του όλο το οικοσύστημα, από τους τοπικούς βουλευτές και τα τζάκια μέχρι τους συνεταιρισμούς και τους συνδικαλιστές, αλλά που ωστόσο αγγίζει βαθιά και το ίδιο το κυβερνών κόμμα, μιας και μιλάμε για μια παράταξη που έχει βυθισμένες βαθιά τις άγκυρές της στην αναχρονιστική κομματοκρατία του παρελθόντος.
Και συνθηκολόγησε ακόμα με την εύκολη λύση, διότι η διασπάθιση των ενισχύσεων δεν είναι μόνον ο “φραπές” και οι πόρσε. Είναι και η μικρή και η μεσαία διαφθορά μέσα από την οποία καταφέρνει να συντηρείται τεχνητά ένας τύπος αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που δεν μπορεί πια να σταθεί στα πόδια του από μόνος του. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε, επομένως, τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων σαν την κορυφή μας παρασιτικής γραφειοκρατίας ενός προβλήματος διάχυτου που καταλήγει στο «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει εδώ στην διαφθορά. Ότι λειτουργεί σαν παραμορφωτικό πρίσμα εφικτών λύσεων, όπως με τους συνεταιρισμούς που έφτασαν να πρωταγωνιστούν στις τελευταίες αποκαλύψεις για το δίκτυο διασπάθισης των ενισχύσεων στην Κρήτη. Ή την ποιοτική παραγωγή, τα βιολογικά, την διάσωση και επέκταση των ντόπιων ποικιλιών που σύμφωνα με όλες τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών και εγχώριων ερευνητικών ινστιτούτων βρίσκονται στην αιχμή των προτάσεων για την μεταρρύθμιση του πρωτογενούς τομέα. Και που εδώ έχουν μεταμορφωθεί με το ραβδί της Κίρκης στο αντίθετό τους.
Πρόκειται πρωτίστως για πρόβλημα ιδεολογικό και ηθικό και φυσικά δείχνει το έλλειμα της καθοδήγησης ‘από τα πάνω’ –όχι μόνον την πολιτική ηγεσία αλλά και τον πνευματικό κόσμο. Διότι στην πραγματικότητα ο πρωτογενής τομέας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής ασφάλειας, και της βιωσιμότητας της ελληνικής περιφέρειας, είναι ταυτόχρονα κρίσιμος παράγοντας για την εθνική αυτοδυναμία και την κοινωνική συνοχή. Και κατά συνέπεια θα πρεπε να είχε γίνει συνείδηση σε όλους ότι «δεν παίζουμε με αυτά». Πρόκειται για ένα πρόβλημα ουσιαστικού πατριωτισμού, όχι της φανφάρας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ως πράξη και στάση ζωής.
Όσο για τις δυνάμεις των “αλληλέγγυων” – γυρολόγων, περιφέρονται στα μπλόκα σαν τις πολιτικές κατάρες γυρεύοντας να απομυζήσουν υπεραξία –τώρα τα «αγροτικά», λίγο πριν «η Παλαιστίνη», ή «τα Τέμπη». Σε ένα πλαίσιο που οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι υπεισέρχεται πάντα και ο παράγοντας του εξωγενούς υβριδικού-ιδεολογικού πολέμου –γιατί αυτή είναι η εποχή μας. Και εδώ η εμπλοκή τους είναι εξίσου και κατ’ εξοχήν αρνητική, γιατί το μόνο που κάνουν είναι να παρασύρουν τα μπλόκα σε μια ακαμψία που υπονομεύει τις ίδιες τις κινητοποιήσεις, γιατί τροφοδοτεί τον κοινωνικό αυτοματισμό και βάζει τους αγρότες απέναντι στις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες της βάσης.
Φυσικά, ούτε που θα ιδρώσει το αυτί τους, καθώς για τις συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ μέχρι την Αριστερά και τον Βελόπουλο, η ενασχόληση με το κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα είναι επιδερμική. Γιατί προέχει να συντηρείται ένα κλίμα αστάθειας και αναταραχής περνώντας από το ένα ζήτημα στο άλλο, υιοθετώντας την ίδια ρητορική ηθικού και πολιτικού πανικού. Τα μπλόκα, όμως, κάποια στιγμή θα τελειώσουν, το αδιέξοδο ωστόσο θα παραμείνει.
Μόνο ένα «τρίτος πόλος» που θα έθετε την ατζέντα στο περιεχόμενο των ζητημάτων, μπορεί να προκαλέσει μια ευρύτερη πολιτική ανατοποθέτηση· ώστε και η κυβέρνηση να πιεστεί πραγματικά, και οι κοινωνικές εντάσεις να βρουν διέξοδο σε αιτήματα και πολιτικές, που και υπάρχουν, και είναι ρεαλιστικά, και ριζική αναδιαμόρφωση στο τοπίο του πρωτογενούς τομέα μπορούν να προκαλέσουν. Με ευεργετικές συνέπειες για τη χώρα.