Οι δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου, κατά το ταξίδι της επιστροφής του από τη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με τις οποίες η διαχείριση των ενεργειακών πόρων θα γίνει με βάση την αρχή του “kazan-kazan” και η Τουρκία δεν εποφθαλμιά τα κυριαρχικά δικαιώματα ουδενός, θα μπορούσαν να ηχήσουν ιδιαιτέρως ευχάριστες στα αυτιά ενός ανυποψίαστου αναγνώστη. Είναι, όμως, έτσι;

Κάθε εγκληματίας, στο αρρωστημένο μυαλό του, θεωρεί ότι έχει τρόπον τινά «δίκαιο», τη στιγμή που διαπράττει παρανομία. Κατά την πεποίθησή του, το έγκλημά του δεν είναι «αδίκημα», υπό την έννοια ότι παραβιάζει το νόμο αλλά θεωρεί ότι έχει κάθε δίκαιο με το μέρος του. Τούτο συμβαίνει στην ιδιωτική σφαίρα, στο εσωτερικό ενός κράτους, στους κόλπους μιας κοινωνίας με ιεραρχημένες δομές, αστυνομία και δικαστικές αρχές.

Advertisement
Advertisement

Σκεφτείτε, λοιπόν, τι συμβαίνει όταν απουσιάζει η Δικαιοσύνη, ο «νόμος» δεν επιβάλλεται και το σύστημα είναι άναρχο, όπως ισχύει στη διεθνή αρένα. Σε μια σκακιέρα, δηλαδή, που κάθε παίκτης φροντίζει για την αυτοβοήθειά του, επιδιώκοντας παντοιοτρόπως να πραγματώσει τα εθνικά συμφέροντά του. Η εμπιστοσύνη και ο αλτρουϊσμός αποτελούν άγνωστες έννοιες στο διακρατικό περιβάλλον, κυρίως επειδή απουσιάζει η υπερκείμενη ρυθμιστική αρχή, που θα επιβραβεύει τη «σύννομη συμπεριφορά» και θα τιμωρεί την «έκνομη».

Γι’ αυτούς τους λόγους, κάθε κρατικός δρών απολαμβάνει τα αγαθά και τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου, όσο του επιτρέπει η ισχύς του και συνεκδοχικά η βούλησή του. Μπορεί να το εφαρμόζει ή όχι, δεχόμενος πιθανές συνέπειες στο κύρος και στην αξιοπιστία του, που όμως είναι επουσιώδεις στο βαθμό που το διακύβευμα είναι υψηλό και αγγίζει τον πυρήνα της κυριαρχίας του. Μπορεί ακόμη και να μην το αποδεχθεί, να μην καταστεί συμβαλλόμενο μέρος, να μην το υπογράψει.

Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS III), η Ελλάδα έχει «όλο το δίκαιο» με το μέρος της. Κατά το άρθρο 121, προβλέπεται η απονομή πλήρων δικαιωμάτων στα νησιά όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, ενώ ακόμη και οι μικρές ακατοίκητες νησίδες (βλ. Χρυσή νοτίως του Λασιθίου), επίσης διαθέτουν πλήρη δικαιώματα, εφόσον συντηρούν οικονομική ζωή. Οι ως άνω προβλέψεις είναι ρητές, αλλά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιμένει ότι μιλά με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το επικαλείται σε κάθε περίσταση. Είναι δυνατόν να διαπιστώνεται τέτοια κραυγαλέα παραφροσύνη;

Και όμως είναι, εφόσον η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την UNCLOS III και δεν αναγνωρίζει ότι αυτή ασκεί οποιαδήποτε διαμορφωτική δυναμική στην πολιτική της. Βεβαίως, η ίδια απολαμβάνει τις πρόνοιες της UNCLOS III έχοντας ανακηρύξει χωρική θάλασσα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο, ενώ αξίζει να επισημανθεί ότι και δρώντες, όπως οι Η.Π.Α. ή το Ισραήλ που επίσης δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, την υιοθετούν εν τοις πράγμασι κατά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους.

Ωστόσο, το ζήτημα έγκειται στο που βρίσκει ο Ερντογάν έρεισμα, προκειμένου να στηρίξει το αφήγημά του, ότι δηλαδή συμπεριφέρεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο, αν και τα ως άνω ζητήματα οι Τούρκοι «τα έχουν λύσει» στο μυαλό τους, μιλώντας επί χρόνια για «ειδικό καθεστώς» και «ιδιάζουσες συνθήκες» στο Αιγαίο, επιχειρηματολογία που επίσης δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη συγκαιρινή εκδοχή του Διεθνούς Δικαίου.

Αυτά σε επίπεδο ρητορικής νομιμοποίησης και αφηγήματος. Στην πράξη, η Τουρκία προχωρά σε μια εξαιρετικά διασταλτική ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου και χαράζει τη στρατηγική της με γνώμονα το δίκαιο της επιβολής και όχι το Δίκαιο ως απόσταγμα εξέλιξης της διεθνούς κοινωνίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Το πράττει με την πεποίθηση ότι οι αναθεωρητικές αξιώσεις έχουν βάση και νομιμοποιητικά ερείσματα ακόμη και στην ιστορία, αλλά κυρίως η ίδια διαθέτει την ισχύ να τις αποτυπώσει στο χάρτη.

Αν οι Η.Π.Α., επί παραδείγματι, αισθάνονται την ελάχιστη υποχρέωση έναντι της Μάλτας, της Σενεγάλης ή του Μπουτάν σε επίπεδο σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, αυτό συμβαίνει επειδή δεν επιθυμούν να διαρραγεί ένα συνολικά ευνοϊκό για τις ίδιες κανονιστικό πλαίσιο, που συγκροτεί τη διεθνή τάξη και το οποίο – κατά τα λοιπά – εξυπηρετεί το σκοπό της διατήρησης της πλανητικής στρατηγικής πρωτοκαθεδρίας τους.

Εφόσον, συνεπώς, η Ελλάδα είναι ενταγμένη στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, του οποίου ηγούνται οι Η.Π.Α. και επιθυμούν τη διαφύλαξη των εν λόγω κεκτημένων, κάθε ελληνική κίνηση τήρησης και εφαρμογής του προκείμενου διεθνοδικαιϊκού κανονιστικού πλαισίου συνάδει εκ των πραγμάτων με τα προτάγματα ασφαλείας, που τίθενται μέσω της υπάρχουσας κατανομής ισχύος. Όχι απαραίτητα επειδή είναι συμβατή μια τέτοιου περιεχομένου στρατηγική με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά επειδή συνάδει με τη διεθνή τάξη και κατ’ επέκταση εγκολπώνει τη δυνατότητα «τιμωρίας» για το ενδεχόμενο μη σεβασμού της. Γι’ αυτούς τους λόγους, η προσήλωση της ελληνικής πλευράς στο αίτημα άρσης του τουρκικού casus belli είναι απολύτως ορθολογική και οι κινήσεις της Ελλάδας οφείλουν να ενταθούν έως και την επέκταση εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και όσον αφορά τον αιγαιακό αρχιπελαγικό χώρο.