Η υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ μετράει ήδη 14 χρόνια. Είναι μία ιστορία παλιά πλέον, που όμως τώρα περισσότερο από ποτέ αποκαλύπτει την επιτακτική ανάγκη ταύτισης των συμφερόντων του ελλαδικού και του κυπριακού Ελληνισμού στο πεδίο και όχι στη θεωρία. Παράλληλα, μάλιστα, με την επακόλουθη σύνδεση με το Ισραήλ, τη μόνη πραγματικά φίλη χώρα της Ελλάδας και της Κύπρου στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Παρότι έχουν γραφτεί πολλές φορές, χρήσιμο είναι να σημειωθούν ορισμένα τεχνικά στοιχεία του έργου για να καταδειχθεί η μεγάλη σημασία του. Το μήκος της ηλεκτρικής διασύνδεσης ανάμεσα στις τρεις χώρες με υποβρύχια και χερσαία καλώδια είναι 1.208 χλμ., εκ των οποίων τα 898 χλμ. αφορούν στο τμήμα Κρήτης – Κύπρου. Η μεταφορική ισχύς του είναι στα 1.000 MW, η τάση είναι στα 500 Kv και το μέγιστο βάθος πόντισης των καλωδίων φτάνει και τα 3.000 μέτρα. Ο εκτιμώμενος προϋπολογισμός του έργου είναι στα 1,9 δισ. ευρώ. Το τμήμα Αθήνα-Κρήτη, μήκους 335 χλμ., έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί και από το Μάιο του 2025 βρίσκεται σε διαδικασία δοκιμαστικής λειτουργίας.

Advertisement
Advertisement

Το Ισραήλ, από την πλευρά του, έχει επανειλημμένως επιβεβαιώσει την ανεπιφύλακτη επιθυμία και προσήλωσή του στην υλοποίηση του έργου με δηλώσεις ανώτατων αξιοματούχων του.
Ωστόσο, παρά την προφανή γεωοπολιτική σημασία του έργου, εμφανίστηκαν πρόσφατα πολλά «σύννεφα» στην πορεία υλοποίησής του, η οποία ήδη έχει καθυστερήσει πολύ. Οι δηλώσεις του Κύπριου υπουργού Οικονομικών, Μάκη Κεραυνού, περί «μη βιωσιμότητας» του έργου έφεραν στην επιφάνεια προβλήματα και ρήξεις που υπέφωσκαν.

Η Ελλάδα, διά του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, μίλησε για συμφέροντα στην Κύπρο που δεν επιθυμούν την υλοποίηση του έργου, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε αυστηρό τόνο κατά τη συνέντευξη τύπου στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, αναφέρθηκε σε κυπριακές υποχρεώσεις που αν εκπληρωθούν το έργο θα συνεχιστεί. Ξένισε, μάλιστα, η ατυχής αναφορά του ότι η Κύπρος ενδιαφέρεται περισσότερο για το έργο από την Ελλάδα και ότι η Ελλάδα ενδιαφέρεται κυρίως να συνδεθεί ηλεκτρικά με την Αίγυπτο!

Ακολούθησε η αρκετά φορτισμένη δήλωση-απάντηση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, αλλά και «κάθε ενδιαφερόμενο», ότι η Κύπρος παραμένει δεσμευμένη στο έργο και θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στο ακέραιο.

Όσο περνούν οι μέρες, ωστόσο, το ζήτημα περνά από διάφορες φάσεις και ατυχώς περιπίπτει στο επίπεδο της οικονομίστικης και διαχειριστικής λογικής. Πολλοί εντοπίζουν λανθασμένα τη διένεξη μόνο στο οικονομικό επίπεδο, μιλώντας για ακριβό ρεύμα στους Κυπρίους, γεγονός που πιθανόν δεν θα ισχύσει ακριβώς όπως το προβλέπουν οι «Κασσάνδρες» του δημόσιου λόγου, από τη στιγμή που, σε κάθε περίπτωση, θα προστεθεί στο κυπριακό ενεργειακό σύστημα άλλος ένας πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας.

Πέρα από τις αμφίπλευρες αστοχίες και τις πιθανές παρασκηνιακές μεθοδεύσεις, εκείνο που πρέπει να καταστεί πρωτεύον είναι ένα: Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ θα αποτελέσει την έμπρακτη εκδήλωση της απόλυτης ανεξαρτησίας των δύο κρατών μέσω της άσκησης ουσιαστικού κυριαρχικού δικαιώματος που θα ακυρώνει στο πεδίο το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Παράλληλα, θα συνδέει την Κύπρο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενεργειακά, καθώς σήμερα η μεγαλόνησος αποτελεί το τελευταίο κράτος-μέλος που δεν έχει συνδεθεί με το ενιαίο ευρωπαϊκό δίκτυο ενέργειας.

Advertisement

Η διεθνής συγκυρία μοιάζει πλέον αρκετά θετική για τις κρίσιμες αυτές αποφάσεις.

Πρώτον, σημειώνεται η κατάθεση προσφοράς από τη Chevron και τη Helleniq Energy στο διαγωνισμό του Υπουργείου Ενέργειας της Ελλάδας για εξόρυξη υδρογονανθράκων στην ελληνική ΑΟΖ στα οικόπεδα νοτίως της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Η τελική ανάδειξη του αμερικανικού κολοσσού ως φορέα υλοποίησης του έργου αυτού θα θέσει ουσιαστικά στο περιθώριο την πειρατική συμφωνία Ερντογάν-Ντμπεϊμπά και θα τοποθετήσει τους Αμερικανούς σε θέση μοχλού πίεσης προς την Τουρκία και τη Λιβύη.

Δεύτερον, η Αίγυπτος, περιφρονώντας στην πράξη το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο, διεξάγει τις δικές τις ενεργειακές έρευνες στα δυτικά σύνορά της, ήδη από τον Αύγουστο.

Advertisement

Τρίτον, την ώρα που ο Αμερικανός Υπουργός Εσωτερικών και πρόεδρος του Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας, Νταγκ Μπέργκαμ, επισκέπτεται την Αθήνα και τη Ρεβυθούσα, ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών, Κωνσταντίνος Κόμπος, καλείται επισήμως στην Ουάσιγκτον για συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάρκο Ρούμπιο.

Όλα τα παραπάνω δηλώνουν με έμφαση το ρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και την Κύπρο, φυσικά όχι από κάποια ξαφνική συμπάθεια, αλλά λόγω των ευρύτερων περιφερειακών ανακατατάξεων. Κυρίως όσων σχετίζονται με τις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ, οι οποίες με αφορμή το παλαιστινιακό βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.

Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτή τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία η ανάγκη να ξεπεραστούν με ουσιαστική πολιτική βούληση τα συμφεροντολογικά και οικονομικο-λογιστικά εμπόδια του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης των δύο κρατών.

Advertisement

Σε αντίθετη περίπτωση, η τελική ακύρωση του σχεδίου υλοποίησής του θα αποτελέσει εθνική ήττα ιστορικών διαστάσεων προς άμεσο όφελος της παρεμβατικής Τουρκίας, που θα έχει επιτύχει, σχεδόν άκοπα, να νομιμοποιήσει τις ληστρικές παρανομίες της. Έτσι, θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για τη «φινλανδοποίηση» Ελλάδας και Κύπρου, δηλαδή την εξάρτησή τους από τις εκάστοτε τουρκικές διαθέσεις και την παράλληλη αποκοπή τους από τον πολύτιμο σύμμαχο που λέγεται Ισραήλ.

Στο χέρι των ιθυνόντων είναι να ανατρέψουν αυτό το τουρκικό σχέδιο στην πράξη, πριν ο άνεμος γυρίσει και πάλι κόντρα στα εθνικά συμφέροντα.
 


[i] Ο Γιώργος Θεοδωρίδης είναι διοικητικός-πολιτικός επιστήμονας.

Advertisement