Στην Ελλάδα, ο Ρεαλισμός είναι η πιο δημοφιλής θεωρία εντός και εκτός της πειθαρχίας των Διεθνών Σχέσεων και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων συχνά την επικαλούνται, άμεσα ή έμμεσα, προκειμένου να υποστηρίξουν τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής. Ο Ρεαλισμός, μεταξύ άλλων, προτάσσει τα συμφέροντα ισχύος και ασφάλειας των κυρίαρχων κρατών και θεωρεί επουσιώδεις τις ηθικές αξίες και ιδέες στο αναρχικό διεθνές σύστημα. Ο Ρεαλισμός συνήθως συμπληρώνεται από το μεθοδολογικό πλαίσιο της προσέγγισης της Ορθολογικής Επιλογής που θεωρεί τα κράτη και τους λοιπούς δρώντες του διεθνούς συστήματος ορθολογικούς, ιδιοτελείς οργανισμούς που αποφασίζουν υπολογίζοντας το κόστος και το όφελος των ενεργειών τους προκειμένου να καταφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Συχνά ο Ρεαλισμός και η προσέγγιση της Ορθολογικής Επιλογής συμβαδίζουν με τη Γεωστρατηγική, το εθνοκεντρικό παρακλάδι της Γεωπολιτικής που, δηλαδή της μελέτης των επιπτώσεων της γεωγραφίας στα κράτη και στις διακρατικές σχέσεις.

Πως θα μπορούσε λοιπόν ο Ρεαλισμός, η ορθολογική επιλογή και η Γεωστρατηγική, που επιδίδονται στη θετικιστική αναζήτηση αντικειμενικών γεγονότων και στοιχείων, να εξηγήσουν την τρέχουσα ελληνική εξωτερική πολιτική; Ποια είναι τα αντικειμενικά κίνητρα πίσω από αυτήν; Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική αποσκοπεί στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας από τη γειτονική περιφερειακή δύναμη που λέγεται Τουρκία με την αγορά όπλων. Μια άλλη ότι στοχεύει στη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους και του οφέλους ασφαλείας με τη συμφωνία για εξορύξεις υποθαλάσσιων κοιτασμάτων από αμερικανικές εταιρείες, με τη λειτουργία διαμετακομιστικών κόμβων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και με την ευθυγράμμιση με το ρεπουμπλικανικό και τραμπικό δόγμα “drill baby, drill”. Μια τρίτη, ότι επιχειρεί να υποστηρίξει μια κοινή στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια στη ρωσική απειλή. Μια τελευταία ότι αυξάνει την ασφάλειά της, υποστηρίζοντας αταλάντευτα το Ισραήλ.

Advertisement
Advertisement

Η πικρή αλήθεια για τον Ρεαλισμό είναι ότι ούτε η επιδίωξη της ασφάλειας ή της ισχύος, ούτε η ορθολογική επιλογή μπορεί να ερμηνεύσει την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ούτε καν η έννοια του “bandwagoning”, δηλαδή η στρατηγική της ευθυγράμμισης και σύμπλευσης ενός ασθενούς κράτους με έναν ισχυρό δρώντα προκειμένου να ενισχύσει την ασφάλειά του και να αποκτήσει οφέλη, μπορεί να δώσει απάντηση. Η αγορά όπλων δεν αυξάνει αυτομάτως την ασφάλεια έναντι της, κατά πολύ ισχυρότερης στρατιωτικά, Τουρκίας ειδικά όταν δεν συνοδεύεται από συμπληρωματικά διπλωματικά ή άλλα μέτρα. Οι εξορύξεις υποθαλάσσιων κοιτασμάτων δεν αυξάνουν απαραιτήτως την ασφάλεια ούτε οδηγούν αξιωματικά σε οικονομικό όφελος (έχω αναλύσει το ζήτημα σε παλαιότερο άρθρο μου). Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ουκρανικό δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε αποτελεσματική. Η Ελλάδα, σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμπλέει με την συμπλεόμενη με τις ΗΠΑ Ευρωπαϊκή Ένωση που μία πλέει αρμονικά πίσω από το αμερικανικό πλοίο και μία κλυδωνίζεται μέσα στα απόνερα αυτού. Η διατύπωση ότι η επίμονη και πλήρης υποστήριξη του Ισραήλ αυξάνει την ελληνική και περιφερειακή ασφάλεια είναι τουλάχιστον υπερβολική. Όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, παραβλέπουν τη σταθερά αυξανόμενη οικονομική συνεργασία Τουρκίας – Ισραήλ και υποβαθμίζουν το ενδεχόμενο αποκατάστασης των πολιτικών τους σχέσεων.

Όλες οι ενδείξεις λοιπόν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίζεται σε συγκεκριμένες ηθικές αξίες και ιδέες. Είναι δηλαδή κανονιστική παρά τους ισχυρισμούς των θετικιστικών θεωριών για το αντίθετο. Ως τέτοια, η ελληνική εξωτερική πολιτική, βασίζεται στην εθνοκεντρική αντίληψη της ελληνικής ανωτερότητας και της ηθικής υποχρέωσης των “ξένων” να υποστηρίζουν τη χώρα. Επίσης στηρίζεται σε μια παράλογη αναπτυξιακή αντίληψη όπου οι περιβαλλοντικά επιβαρυντικές εξορύξεις μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά με την τουριστική οικονομική δραστηριότητα που συχνά αποκαλείται “βαριά βιομηχανία” της χώρας. Και τέλος αντλεί από τη δυτικοκεντρική αντίληψη της σύγκρουσης των πολιτισμών που προτάσσει τον δίκαιο αγώνα της δύσης (της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής) ενάντια σε άραβες μουσουλμάνους, Βάραγγους, Μογγόλους, Τατάρους και Κινέζους.

Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι αυτό το αξιακό πλαίσιο είναι προτιμότερο από έναν αφελή και ενδοτικό κοσμοπολιτισμό που, αδυνατώντας να κατανοήσει την αναρχική φύση του διεθνούς συστήματος, υποχωρεί υποταγμένος απέναντι στα συμφέροντα των άλλων. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν δύο τρωτά σημεία σε αυτό τον αντίλογο. Το ένα είναι ότι τρέχουσα πολιτική δεν είναι σε καμία περίπτωση κενή αξιακών και ιδεολογικών υποθέσεων και ως εκ τούτου αντικειμενική και ορθολογική. Συνεπώς δεν υπηρετεί αυταπόδεικτα και απαρέγκλιτα τα λεγόμενα εθνικά συμφέροντα. Το δεύτερο είναι ότι οι ενδείξεις δεν επιβεβαιώνουν τον ορθολογικό υπολογισμό κόστους – οφέλους στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Η αγορά όπλων δεν έχει μειώσει την ένταση με την Τουρκία. Η συμφωνία για εξόρυξεις δεν έχει ακόμα κάποιο άμεσο αντίκτυπο στα ελληνοτουρκικά και στο κυπριακό. Το δε ισχυριζόμενο οικονομικό όφελος ή τουλάχιστον η θετική του προοπτική δεν έχει επηρεάσει την οικονομία της χώρας, τις προοπτικές της, το δημόσιο χρέος ή τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών για τους πολίτες. Το όφελος από την ελληνική στάση στο ουκρανικό περιορίζεται στη λειτουργία του κόμβου LNG που και πάλι δεν εγγυάται σημαντικό αμυντικό και οικονομικό κέρδος για το κράτος, σε βαθμό που να εξισορροπεί το κόστος της ενεργούς συμμετοχής στον πόλεμο και της επιδείνωσης των ελληνορωσικών σχέσεων. Σίγουρα όμως φέρνει την Ελλάδα στη σημαντική θέση του υπερασπιστή του διεθνούς δικαίου που η θεωρία του Ρεαλισμού απαξιώνει. Από την άλλη, στο ζήτημα του Ισραήλ η ελληνική εξωτερική πολιτική σιωπά απέναντι στις κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, επιβεβαιώνοντας τα αξιακά και ιδεολογικά κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται η στάση απέναντι στον εκάστοτε δρώντα-δράστη. Η ανορθολογική, κανονιστική στρατηγική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συμπληρώνεται από διάφορα άλλα προβλήματα όπως η υπολειτουργία ή η μη-λειτουργία σημαντικών πρεσβειών, η έλλειψη στρατηγικής συνέχειας και η υπερ-εξάρτηση από αιρετά πολιτικά πρόσωπα, η αποδυναμωμένη οικονομική, πολιτισμική και δημόσια διπλωματία, η εξασθενημένη διείσδυση στη βαλκανική και η αργή θεσμική εμβάθυνση της συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία.

Συμπερασματικά, η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι μονοδιάστατη και στηρίζεται στις αξιακές υποθέσεις της εθνικής ανωτερότητας, της αέναης οικονομικής ανάπτυξης και της δυϊστικής αντιπαράθεσης του καλού δυτικού με τον κακό μη-δυτικό. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε σύμπλευση με τη συμμαχία των πρόθυμων για την Ουκρανία και με την προβεστφαλική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι ένα ελληνικό, κανονιστικό τρενάκι του τρόμου που τροχιοδρομεί πίσω από το βαγόνι της πρώτης θέσης των ευρωπαίων προθύμων Μακρόν, Μερτς και Στάρμερ και αυτό με τη σειρά του πίσω από τη συγκρουσιακή υπερταχεία του Τραμπ. Τι μένει λοιπόν στη Ρεαλιστική ζυγαριά οφέλους – κόστους; Μένει η οικονομική ανάπτυξη από την ευρωπαϊκή στροφή στην πολεμική οικονομία και η ανάπτυξη της κουλτούρα της υποδοχής φερέτρων στο ευρωπαϊκό έδαφος.

*Οι απόψεις, οι θέσεις και το περιεχόμενο των άρθρων εκφράζουν αποκλειστικά τους εκάστοτε αρθρογράφους. Η ιστοσελίδα δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν ανακρίβειες, παραλείψεις ή προσωπικές κρίσεις που περιλαμβάνονται σε αυτά.